30/5/13

Σκόρπιες αναμνήσεις από 50 Ράλυ Ακρόπολις

Νομίζω πως η πρώτη μου ανάμνηση από το Ράλυ Ακρόπολις θα πρέπει να ‘ταν το ’63. Με είχε πάει ο πατέρας μου να δούμε τη δεξιά «στροφή» στον ανήφορο, μετά τα διόδια της Ελευσίνας. Τότε βέβαια η εθνική είχε μια λωρίδα ανά κατεύθυνση, χωρίς βέβαια διαχωριστικό ανάμεσα.

Θυμάμαι λοιπόν εκεί την Pat Moss, αδελφή του Stirling που μετά παντρεύτηκε τον μεγάλο Erik CarlssonPat, όχι ο Sir Stirling) με Ford Lotus Cortina, τον Αλέξανδρο Μανιατόπουλο («Υψηλάντη» τότε) με NSU Spider Wankel και τα Mini Cooper των Rauno Aaltonen και Paddy Hopkirk, αν δεν κάνω λάθος.

Θυμάμαι να ακολουθούμε, πάλι με τον πατέρα μου, στα λιμανάκια της Βουλιαγμένης, έναν Περατικό με BMW 700 Coupe και να σκέφτομαι ότι δεν πάνε δα και τόσο γρήγορα τα αγωνιστικά.

Θυμάμαι να περιμένω στον Φλοίσβο, στην παραλιακή, και να πατάω το κουμπί στο φανάρι για τους πεζούς κάθε φορά που έβλεπα αγωνιστικό να πλησιάζει. Θα πρέπει να ‘χα σταματήσει τα περισσότερα –βλέπετε το κουμπί τότε ήταν συνδεδεμένο με κάτι με αποτέλεσμα– αλλά αυτό που θυμάμαι εντονότερα ήταν η κόκκινη Ferrari 250 GT του Άλκη Μίχου.

Θυμάμαι τις Citroen DS 19 των Jean-Claude Ogier (καμία σχέση με τον Sébastien) και René Trautmann, νύχτα στη Μαραθώνος, στο πρατήριο της Mobil δίπλα στο κέντρο Νέα Ζωή, στο Πικέρμι.

Θυμάμαι στο πρώτο Ακρόπολις που παρακολούθησα ολόκληρο, το ’71 (οδηγώντας κάθε μέρα και διαφορετικό αυτοκίνητο - ένα Vauxhall Viva με τρεις ταχύτητες στο τιμόνι, ένα Peugeot 204, ένα Peugeot 404 κι ένα Autobianchi A112 με ξεχασμένα ψάρια στο πορτ μπαγκάζ), τον Ove Andersson (ή μήπως ήταν ο Jean-Luc Therier;) με την Alpine A110 να φτάνει στην πρώτη αριστερή κατηφορική φουρκέτα μετά το δέντρο στη μέση, στο χωμάτινο Αλεποχώρι τρεις φορές πιο γρήγορα απ’ ό,τι περιμέναμε.

Θυμάμαι τον Α. Μανιατόπουλο, τον Κ. Καββαθά και τον Τ. Πιρπιρή να στέκονται στο εσωτερικό της ίδιας φουρκέτας και να γίνονται από τη σκόνη κουραμπιέδες.

Θυμάμαι τη Citroen DS 21 του αυστριακού Richard Bochnicek, νύχτα στην ασφάλτινη ΕΔ του Αγίου Στεφάνου (από το χωριό προς το φράγμα του Μαραθώνα), με τους προβολείς της να φωτίζουν μια δεξιά και μια αριστερά αφού, όπως άλλωστε και στις Alpine, τα φώτα ακολουθούσαν το τιμόνι.
    
Θυμάμαι, ξημέρωμα μέσα στο κατηφορικό ασφάλτινο Σούλι, περιμένοντας να φανεί –ακουστεί, καλύτερα– το πρώτο απ’ τα αυτοκίνητα που ολοκλήρωναν το νυχτερινό loop της Πελοποννήσου και τον ήχο των Fiat 124 Sport Spider.

Θυμάμαι την ίδια χρονιά να ‘χουμε καταφέρει να μείνουμε, με τον Κλέανθη Τ., τελείως άφραγκοι και να ‘χω αναγκαστεί να περάσω από τον οικογενειακό φίλο Τάκη Κουνινιώτη, καλή του ώρα, στο Αίγιο για να δανειστώ ένα κατοστάρικο για βενζίνη.

Θυμάμαι, τα χρόνια που ζούσα στην Αγγλία, να παίρνω πάντα την άδειά μου έτσι ώστε να είμαι εδώ στο Ακρόπολις και πάντα να έρχομαι οδικώς. Με αποτέλεσμα βέβαια να περνάω όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι στο βροχερό Λονδίνο.

Θυμάμαι, τις μέρες πριν τον αγώνα, να χρησιμοποιούμε ένα σωρό τεχνάσματα για να μπαίνουμε στα ξενοδοχειακά συγκροτήματα στα Αστέρια της Γλυφάδας, στον Αστέρα της Βουλιαγμένης ή στο Λαγονήσι για να δούμε από κοντά οδηγούς και αυτοκίνητα.

Θυμάμαι να θέλουμε από τότε να γίνουμε δημοσιογράφοι και να ‘χουμε γράψει στο Motor προτείνοντας να καλύψουμε τον αγώνα για το βρετανικό περιοδικό! Οι άνθρωποι φυσικά μας απάντησαν, φυσικά αρνητικά. Εμείς όμως κόψαμε, από το γράμμα που μας έστειλαν, το λογότυπο του περιοδικού, το κολλήσαμε στο παρμπρίζ του Fiat 128 3P του Κλεάνθη και κάναμε τους δημοσιογράφους. Μέχρι που φτάσαμε σε μια νυχτερινή ΕΔ στην Πελοπόννησο όπου παρά τα «αφήστε μας, κύριε, να κάνουμε τη δουλειά μας», τα βρήκαμε μπαστούνια από τον βετεράνο κριτή Γιαννικώστα.   

Θυμάμαι μετά να κάνω κάθε χρόνο τα γλυκά μάτια στην αξέχαστη Πέγκυ Τρικάκου για να έχω διαπίστευση.

Θυμάμαι, την εποχή που τρέχαμε να προλάβουμε κάθε ΕΔ, να ‘χουμε καταγράψει τόσο σωστά τις αιχμηρές λακκούβες στη διαδρομή από τη Θήβα στην Ξηρονομή, ώστε στον αγώνα να πέσουμε μέσα σ’ όλες.

Θυμάμαι τους ανατολικογερμανούς με τα Trabant 601 και τα Wartburg 353 να πηγαίνουν αέρα στις κατηφόρες, με πρώτο και καλύτερο έναν Niebergall.

Θυμάμαι να «βγάζουμε», μαζί με τον Κλεάνθη, τα σέρβις της εργοστασιακής ομάδας της Peugeot, και τον Jean Todt, συνοδηγό τότε του Timo Makinen, να προσπαθεί να πει τη Μακρυράχη γαλλικά – Μακγιγαγί.  

Θυμάμαι τους ύπνους μέσα στα αυτοκίνητα στην Ασπροκλησιά, στη Συκαμινιά, στην Κλεισούρα…

Θυμάμαι τη μονομαχία Bjorn Waldegard (Escort) και Bernard Darniche (Stratos) και το οδήγημα και των δυο με φθαρμένα τρακτερωτά, ξημέρωμα στον βρεγμένο ασφάλτινο Λάδωνα.

Θυμάμαι το στήθωμα στο ανέβασμα του Πρόδρομου με τα μπροστοκούνητα να μένουν σκάβοντας στο ίδιο μέρος.

Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα Audi quattro σε ανηφορική φουρκέτα.

Θυμάμαι να βλέπω στον καθρέφτη του Range Rover τον Δημήτρη Π. και τις πατερίτσες του (είχε σπασμένο πόδι ή κάτι τέτοιο) να ίπτανται στο πίσω κάθισμα όταν πέρασα τη σιδηροδρομική διάβαση ανάμεσα σε Ομβριακή και Μακρυράχη με όσα ερχόμουν – πολλά.

Θυμάμαι, σε πρατήριο της Λαμίας, να έχω ξεχάσει την τάπα του ίδιου Range Rover στη σκεπή με αποτέλεσμα να ‘χει αδειάσει η μισή βενζίνη από τις πρώτες κιόλας στροφές προς Δομοκό – την κλείσαμε μετά μ’ ένα πλαστικό μπουκάλι από ασετόν και κάτι πανιά.

Θυμάμαι τους τοπικούς, νύχτα στον Αλιάκμονα, να λένε κάτι ωραία όπως «ου Μίκουλα ιέχ' σπάσι του διαφορτκό του», «ου Ιαβέρς βάζει;» ή «πιθανουλουγώ πρόβλημα με τουν Σιρόκου γιατί είν’ αρχιδάτους οδηγουός».

Θυμάμαι άλλους τοπικούς να δείχνουν το Rover 3500 V8 που είχα φέρει εκείνη τη χρονιά και να φωνάζουν «όρε, το νι 8!»

Θυμάμαι τα παιδιά στις διασταυρώσεις μέσα στην Καρδίτσα να μας φωνάζουν με απλωμένα χέρια «αυτουκουλήτ, αυτουκουλήτ!»

Θυμάμαι τον Γιώργο Μοσχού να μην ισιώνει πουθενά στο κατέβασμα της Τσούκας.

Θυμάμαι τον Στράτη Χ. να φτάνει σ’ έναν τερματισμό παλιάς Κινέτας μέσα στη σκόνη μιας ιταλικής Celica, που φαίνεται πως τον πήγαινε καρότσι, και να φωνάζει έξαλλος στον οδηγό της «γιου καταστρόφ μι, γιου καταστρόφ μι!»

Θυμάμαι αγαθό γέροντα, στην εκκίνηση μιας νυχτερινής Ευρωστίνας, να φωνάζει στο παράθυρο της Ένης Σεφερλή (Alpine A110) «να προσέχς κει πάνου κοπελούδα μου, είν’ παλιόδρουμος!»

Θυμάμαι να ψάχνουμε πριν τον αγώνα για ωραία, άγνωστα μέρη για να είμαστε μόνοι μας και τη μέρα του αγώνα να ‘χει εκεί μέχρι και καντίνες.

Θυμάμαι που δεν μας ένοιαζε η σκόνη που τρώγαμε και που κουβαλούσαμε μαζί μας σαπούνια και σαμπουάν για να λουζόμαστε σε βρύσες και πηγές.

Θυμάμαι τον τερματισμό στον Γαλατά και την επιστροφή του ράλυ στον Φλοίσβο, τη χρονιά της Michelle Mouton.

Θυμάμαι το πέρασμα αγωνιζομένων και δημοσιογράφων με πλοίο από την Κόρινθο στην Ιτέα. Οι οργανωτές τότε ήταν ευρηματικοί.

Θυμάμαι μια χρονιά που είπαμε να πάμε με μοτοσυκλέτες κι έβρεχε συνέχεια.

Θυμάμαι τον Αρμαγεδδώνα στο σπαστήρι του Υμηττού (’86;)

Θυμάμαι, μάλλον την ίδια χρονιά, να έχει ΕΔ στη Βάρη, στα Γλυκά Νερά, στην Καλλιτεχνούπολη, στον Διόνυσο και στη Βουλιαγμένη, στους χωματόδρομους πάνω από τα λιμανάκια.

Θυμάμαι μια χρονιά να ‘χουν απεργία οι βενζινοπώλες, οι βυτιοφορείς, οι μανάδες τους, δεν θυμάμαι ποιος, και να ‘χει βγάλει ιδιωτικά βυτιοφόρα έξω, πολλές φορές στη μέση του πουθενά, ο Βαρδινογιάννης για ανεφοδιασμό αγωνιζομένων και παρατρεχάμενων.

Θυμάμαι μια βόλτα που με είχε πάει στην Ανάβυσσο ο Miki Biasion μ’ ένα Escort αφού πρώτα του είχε πει η κ. Πόπη «αυτός εδώ λέει πως δεν πάνε πια τα χέρια σου».

Σταματάω εδώ για να φτιάξω ένα φασκόμηλο κι έχω μετά να ακονίσω τις βελόνες του γραμμοφώνου μου. Ή κάτι τέτοιο, δεν θυμάμαι.


ΒΧ

Ο ανόητος κ. Coelho και το Ράλυ Ακρόπολις

Το κομμάτι αυτό γράφτηκε για το περιοδικό DRIVE, αμέσως μετά το επετειακό Ράλυ Ακρόπολις του 2003. Σκέφτηκα να το ανεβάσω κι εδώ για να το μοιραστώ και μ’ όσους είχαν την τύχη να μη με διαβάζουν τα χρόνια εκείνα.

Ο Coelho δεν ήταν αυτός που είπε πως όταν θέλεις κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το πετύχεις; Θα ‘θελα πολύ να τον γνωρίσω. Και να του χώσω μια σβουριχτή φάπα. Πώς βγαίνεις κύριε και λες τέτοιες μπαρούφες όταν έχεις να κάνεις με το Ακρόπολις;

Οι Αγγλοσάξονες, απ’ την άλλη μεριά, λένε: «A million things can go wrong; and probably will». Φράση που εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο όλα όσα συνέβησαν στο πλήρωμα του αυτοκινήτου #116 τις μέρες πριν το 50ο Ακρόπολις. Read it and weep...

Σάββατο 31.05.03
Το Evo VI φτάνει στην Ελλάδα. Ο ing. Γιώργος Πετρόπουλος αποφαίνεται ότι περνάει τα yumps στη Βαρυμπόπη «σαν μαγικό χαλί». Τα Pirelli KC, αν και ακόμα «άκοπα», χαρίζουν απρόσμενη πρόσφυση στο μπόσικο χώμα.

Δευτέρα 02.06.03
Οδηγός (Georg Reitsperger) και συνοδηγός (εγώ), όπως πάντα με το σταυρό στο χέρι, φεύγουν για γράψιμο τις μέρες που έχει ορίσει η οργάνωση. Κατεβαίνοντας την απλή μετά το Ελευθεροχώρι, άγνωστο γιατί, αρχίζω ν’ ανακατεύομαι... Τέρμα οι πρωινές πορτοκαλάδες. Δια παν ενδεχόμενον αγοράζονται δραμαμίνες.

Τρίτη 03.06.03
Πριν γράψουμε Παύλιανη και Στρώμη, ξεσπάει μπουρίνι με κεραυνούς και χαλάζι. Το χώμα είναι εντάξει μέχρι το οροπέδιο στην Καταβόθρα όπου γίνεται σαπούνι. Με μόλις 20 km/h το Mitsubishi L200 των δοκιμών γλιστράει ανεξέλεγκτα με το πλάι και ακουμπάει το 206 του Σταυριανουδάκη, που είχε ήδη κολλήσει στον πηλό, πριν καταλήξει με το πλάι στο χαντάκι, όπου και μένει για τις επόμενες πέντε(!) ώρες.

Μετά από δεκάδες άσκοπες προσπάθειες να βγούμε απ’ το χαντάκι, το κόβω στη βροχή με τα πόδια για να βρω βοήθεια ή σήμα για το κινητό. Βρίσκω σήμα και με τη βοήθεια του Nissan Navarra που μας είχε παραχωρήσει η αντιπροσωπία για υποστήριξη, αλλά και του Νίκου Πασαλή της ΕΛΠΑ, ξεκολλάμε το L200 και μαζεύουμε και το 206 που απ’ το σπινάρισμα έχει μείνει από δίσκο. Όταν βγαίνουμε από την Παύλιανη είναι 11 το βράδυ. Παύλιανη και Στρώμη μένουν στ’ άγραφα.

Τετάρτη 04.06.03
Τελειώνουμε το γράψιμο των υπολοίπων ΕΔ. Το βράδυ ξενυχτάω μεταφράζοντας από τα γερμανικά 50 σελίδες σημειώσεις για Παύλιανη και Στρώμη προηγουμένων χρόνων.

Πέμπτη 05.06.03
Στον τεχνικό έλεγχο, στη Λαμία, οι έφοροι, ψηλαφώντας το roll cage και διυλίζοντας τον κώνωπα, ανακαλύπτουν λίγα χιλιοστά κενού τα οποία απαιτούν να συγκολληθούν πριν την εκκίνηση, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο μιας και πρέπει να τρυπηθεί απ’ έξω ο ουρανός του Evo σε τουλάχιστον δυο σημεία. Παράλληλα, το GPS με το οποίο ο κ. Richards εφοδιάζει όλα τα αγωνιστικά, δεν αναγνωρίζει ότι δορυφόροι υπερίπτανται της Λαμίας και χάνουμε άλλες δυο ώρες περιμένοντας στο λιοπύρι. Κανείς απ’ την οργάνωση δεν φαίνεται να δίνει ιδιαίτερη σημασία στα πίσω νούμερα. Εν τω μεταξύ, ο Γιώργος Πετρόπουλος βρίσκει λύση για την κόλληση του roll cage και η δουλειά γίνεται πίσω στην Αθήνα στο εργαστήρι του Γιώργου Λύκου σε χρόνο dt – δεν πίστευα στα μάτια μου.

Τη στιγμή λοιπόν που Carlos, Tommi και Σία βρίσκονται ήδη ξεκούραστοι στην Ακρόπολη, το δικό σας πλήρωμα φοράει τις φόρμες του σε χωράφι της Λυκόβρυσης. Ανακαλύπτω πως οι σόλες των αγωνιστικών μου παπουτσιών ξεκολλάνε απ’ την αχρηστία. Τα Westover έχουν γίνει σαν τις γκέτες του Σκρουτζ ΜακΝτακ και τρέμω στη σκέψη μήπως χρειαστεί να βγω μισοξυπόλητος απ’ το αυτοκίνητο στη ράμπα της εκκίνησης.

Στο δρόμο για την Ακρόπολη πέφτουμε σε πορεία στη Σταδίου! Αγωνιζόμαστε να φτάσουμε στην εκκίνηση από στενά και πεζόδρομους. Τα καταφέρνουμε στο παρά πέντε. Αργότερα, οι σκηνές με τις χιλιάδες κόσμου στο δρόμο μετά την Ακρόπολη είναι πρωτόγνωρες.

Παρασκευή 06.06.03
Η μεγάλη μέρα! Επιτέλους αντί για 37 πράγματα τώρα θ’ αρχίσω να σκέφτομαι ένα – να φτάσουμε στον τερματισμό.

Φεύγουμε απ’ το σέρβις στη Λαμία. Στην έξοδο, πρέπει να εφοδιαστούμε με την ίδια για όλους βενζίνη απ’ την εταιρεία AWF. Στα άλλα αυτοκίνητα η διαδικασία παίρνει 3’. Σε μας 33’. Στην κυριολεξία. Η αντλία της AWF έχει φουσκώσει το αλουμινένιο ρεζερβουάρ ασφαλείας τόσο που αρχίζει να πετάει τις βίδες του. Απομακρυνόμαστε κακήν κακώς απ’ το Evo. Αν σκάσει το ρεζερβουάρ, το μπαμ θ’ ακουστεί στους Βωξίτες. Τελικά μας βάζουν βενζίνη με χωνί. Να χέσω την τεχνολογία...

Ανεβαίνουμε, πολύ καθυστερημένοι, προς την πρώτη ΕΔ Παύλιανη με την ψυχή στο στόμα και δεκάδες αυτοκίνητα θεατών απέναντί μας. Τελικά, καπελωνόμαστε μόλις 8’. Στο ΣΕΧ μας στέλνουν άρον-άρον στην αφετηρία της ΕΔ και δεν μας δίνουν το τρίλεπτο που δικαιούμαστε. Εκλιπαρούμε τον αφέτη της ΕΔ για καινούριο χρόνο (1’) για να προλάβουμε τουλάχιστον να βάλουμε κράνη και να δεθούμε. Αρνείται επιδεικτικά και, ο γελοίος, έχει το θράσος μετά να ισχυριστεί στην αλυτάρχη ότι φτάσαμε δεμένοι στην αφετηρία και λυθήκαμε επίτηδες για να πάρουμε 1’ και να γλιτώσουμε έτσι τη σκόνη (ποια σκόνη που ‘ταν όλα μούσκεμα;) του προηγουμένου αυτοκινήτου. Ντροπή σου, ανεκδιήγητε. Θα πρέπει σήμερα να αισθάνεσαι πολύ περήφανος που κατόρθωσες να δώσεις έτσι ενδιαφέρον στη μίζερη ζωή σου, όποιος και να ‘σαι.

Ξεκινάμε την ΕΔ με την ψυχολογία στο ναδίρ. Η ανάρτηση ωστόσο ισοπεδώνει τις φυτευτές πέτρες στο ανέβασμα για την Πυρά, ενώ τα Pirelli δεν καταλαβαίνουν Χριστό ούτε από σκόρπιες κοτρόνες, ούτε από τις ράγες που έσκαψαν τα μπροστοκίνητα 1.600άρια. Οι σημειώσεις σωστές. Άντε να δούμε…



Στο 13ο χιλιόμετρο, μετά το ποταμάκι, διαβάζω “L2– into R2–lg” (αριστερή μείον 2, σε δεξιά μείον 2 συνεχή). Δεν θα μάθω ποτέ πώς του ‘ρθε του Georg να ρωτήσει “no cut?” Πριν προλάβω ν’ απαντήσω, ούτε κι εγώ ξέρω τι, το Evo γλιστράει στη λάσπη και κρεμάει τους δυο αριστερούς τροχούς στην πλαγιά. Πετάγομαι (τρόπος του λέγειν) έξω και τρέχω καμιά 300αριά μέτρα προς τα πίσω για βοήθεια. Ψυχή... Ξανά στο αυτοκίνητο και άλλα 300 μέτρα μπροστά μπας και βρω δυο τρεις θεατές για να σπρώξουν. Ερημιά… Τα μηνίγγια μου πάνε να σπάσουν μέσα στο κράνος. Θυμάμαι πώς χάσαμε το μακαρίτη τον Recalde και τα παρατάω. Έχει άλλωστε περάσει κάμποση ώρα. Ο Georg έρχεται δίπλα μου και ψελλίζει: “Sorry, Vassili”. Σχεδόν βουρκώνουμε…

Λίγο αργότερα, ο ουραγός της ΕΛΠΑ κάνει μια έτσι και μας βάζει πάλι στο δρόμο. Έτσι απλά. Όσο απλά πήγαν στο βρόντο κόποι και έξοδα μηνών. Οι πρώτες σκέψεις που μοιραία έρχονται στο μυαλό είναι πώς θα αντικρίσω τους ανθρώπους της Pirelli, που μας έβγαλαν απ’ τη δύσκολη θέση όταν άρχισαν να σφίγγουν τα πράγματα, τον κ. Τσώλη της Τροχός ΑΒΕΕ (Sebring, Folia Tec), τα παιδιά του DRIVE που με ανέχτηκαν τόσο καιρό και φυσικά τους υπόλοιπους συναδέλφους στη Mototech που δεν μ’ έχουν ακόμα στείλει στο διάολο με τις ιδέες που ‘χω.

Σάββατο 07.06.03
Βρίσκω τον Κλεάνθη και τον Δημήτρη και, μετά τα σουβλάκια που έχει οργανώσει για τους φίλους του DRIVE η κ. Πόπη στο Ρεγγίνι, παίρνουμε τα βουνά για να παρακολουθήσουμε άλλο ένα Ακρόπολις απ’ τις πλαγιές. Ποτέ πια από μέσα!

Κυριακή 08.06.03

Ή τουλάχιστον έτσι είπα αμέσως μετά. Ναι, αλλά έλα τώρα που το πήρα ανάποδα; Τώρα βλέπετε είναι προσωπικό. Χαρίτος εναντίον Ακρόπολις! Σε κλειδωμένο κλουβί. Χωρίς γάντια. Πάρτε από τώρα τα εισιτήριά σας για το 2004…

BX

28/2/13

Λίγα ψίχουλα διαδίκτυου σου γυρεύω...


... κι ως την άλλη μου ζωή θα σε λατρεύω.

Ήμουν αρκετές μέρες χωρίς
internet και, σύγχρονος άστεγος του κυβερνοχώρου, έπαιρνα το ηλεκτρονικό μου ντενεκάκι κι έβγαινα στη γύρα για λίγα διαδικτυακά ψίχουλα. 

Προσπαθούσα δε καθημερινά να πείσω τον ΟΤΕ ότι το πρόβλημα ήταν στη γραμμή και όχι στο router. Στην πορεία όμως, και μετά από πάμπολλες πολύλεπτες τηλεφωνικές αναμονές, έμαθα απέξω κάθε νότα και κάθε στίχο ενός Narcotic κάποιων Liquido – μπορεί και να ‘ναι ανάποδα, το υγρό ενός ναρκωτικού, οι αναμονές δεν το ξεκαθάριζαν. Ξέρετε ποιο εννοώ, αυτό που λέει And I touched your face, narcotic mind from lazed Mary-Jane”, whatever the fuck that means…

Δυο φορές μου ζήτησαν απ’ τον ΟΤΕ να μείνω σπίτι να περιμένω το συνεργείο, ευτυχώς σε ασυνήθιστα συγκεκριμένη ώρα – 8 με 2. Την πρώτη δεν ήρθαν. Ούτε τη δεύτερη, που ήταν για σήμερα. Αλλά αυτή τη φορά ήταν για καλό. Γιατί τηλεφώνησαν το πρωί, με την ουρά στα σκέλια πιθανότατα, μιας και δεν έχουν τηλεφωνήσει αυτοί σε μένα άλλη φορά, για να μου ανακοινώσουν ότι ναι, το πρόβλημα ήταν τελικά στη γραμμή.

Και πάλι καλά που είχα να κάνω με τον ΟΤΕ που, αν μη τι άλλο, τον βρίσκεις, υφίσταται. Άλλοι υπόσχονται ταχύτατους λαγούς με δωρεάν πετραχήλια κι όταν έρθει η κακιά η ώρα –που να ‘στε σίγουροι, θα ‘ρθει και θα σου θυμίσει πόση πληροφόρηση έχεις συνηθίσει να θεωρείς άμεση, εύκολη και δεδομένη–, ανακαλύπτεις ότι ορισμένοι υπάρχουν μόνον ως τραπεζικοί λογαριασμοί και μεταλλικές επιγραφές στο 80, Broad Street, Monrovia, ή σ’ όποια τέλος πάντων είναι η ταχυδρομική διεύθυνση ανάλογων παρόχων υπηρεσιών τηλεπικοινωνίας με σημαίες ευκαιρίας.

Όπως και να ‘χει… ονομάζομαι ΒΧ και είμαι διαδικτυακά εξαρτημένος. Αλλά κάνω θεραπεία. Όχι, αλήθεια.

ΒΧ

9/2/13

Λάδι


Επανέρχομαι στο θέμα που έθιξα χτες μέσω Facebook πρώτα γιατί, όπως έχει πει η αγαπητή μου Μ., όποιος σέβεται τον εαυτό του και τον τόπο του οφείλει να είναι ενεργός πολίτης και όχι απλός παρατηρητής και μετά γιατί δεν μ’ αρέσει να περνάνε ειδήσεις όπως αυτή στα ψιλά και στη λούφα.

Πρόκειται λοιπόν, διαβάζω, να παραγραφούν οι «αξιόποινες πράξεις που τελέστηκαν από αγρότες, καθώς και ιδιοκτήτες και οδηγούς φορτηγών και ταξί μέχρι και το τέλος του 2012», με τροπολογία του υπουργείου Δικαιοσύνης.

Με άλλα λόγια, αυτοί που έκλεισαν, κατά καιρούς και κατά το δοκούν, δρόμους, λιμάνια και αεροδρόμια, αυτοί που έκοψαν τη χώρα στη μέση, αυτοί που έγραφαν, εβδομάδες ολόκληρες, στα αμφιβόλου ικανότητος περιεχόμενα του οσχέου τους, εμάς τους διαχρονικά ανήμπορους, εμάς τους εξ ανάγκης καρτερικούς, εμάς τους εκ συνηθείας πλέον υπομένοντες τα πάνδεινα, αυτοί που προπηλάκισαν και απείλησαν, αυτοί που έπληξαν ανεπανόρθωτα Οικονομία και Τουρισμό, αυτοί που έχυναν στους δρόμους λάδια… βγαίνουν τώρα λάδι. Για να έχουν καθαρό μητρώο και να μπορούν να ξανακάνουν τα ίδια όποτε τους ξανακαπνίσει – που θα τους ξανακαπνίσει, να ‘στε βέβαιοι.

Μόνο εγώ βλέπω την κατάφωρη αδικία; Μόνο εγώ βλέπω την επιβράβευση του τσαμπουκά και της παρανομίας; Μόνο εγώ βλέπω το γλείψιμο ενός χεριού απ’ αυτά που ακόμη και σήμερα δεν τολμά κανείς να δαγκώσει; Μόνο εγώ βλέπω το κάκιστο προηγούμενο που μια τέτοια τροπολογία θα προκαλέσει;

Ξεδιάντροπο τακίμιασμα μου μυρίζουν αυτά. Τη στιγμή δε που ο κάθε τραμπούκος και εκβιαστής παραμένουν στο απυρόβλητο, το ανάλγητο αυτό κράτος τιμωρεί όσους τελικά ΟΦΕΙΛΕΙ να προστατεύει: όσους δεν έχουν τη δύναμη να αντιδράσουν και όσους επιμένουν αφελώς να πιστεύουν πως η δυνατότητα για διαμαρτυρία εκφράζεται μέσα από την κάλπη και μόνο.

Ναι, στηρίζω ακόμη αυτή την τσαπατσούλικη, οδυνηρή και άτολμη πολλές φορές πορεία προς την ανάκαμψη, αλλά να εθελοτυφλώ μου είναι αδύνατο. 

ΒΧ

1/11/12

Παρών!


Καταψηφίστηκε, διαβάζω (παρά την απεργία των δημοσιογράφων που δεν έγινε βέβαια για την σύλληψη του κ. Βαξεβάνη, το «κόψιμο» των κ. Κατσίμη και Αρβανίτη και το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου), η τροπολογία για την ένταξη των «ευγενών» Ταμείων, μεταξύ των οποίων και αυτά των εργαζομένων στα ΜΜΕ, στον ΕΟΠΥΥ με 143 «όχι», 136 «ναι» και 14 «παρών».

Μάλιστα. Φαντάζομαι λοιπόν ότι τα 143 «όχι» είναι των βουλευτών εκείνων –αρκετοί από τους οποίους μάλιστα είναι πρώην δημοσιογράφοι– που θεωρούν ότι κάποιοι πρέπει να συνεχίσουν να έχουν προνομιακή μεταχείριση. Και δεν είναι ότι ψόφησε η δικιά μου κατσίκα και θέλω να ψοφήσει κι αυτή του γείτονα, είναι ότι ψόφησε η δικιά μου κατσίκα για να συνεχίσει να παχαίνει αυτή του γείτονα.

Ο «γείτονας», επί του προκειμένου, είναι ο συμπαθής κλάδος των δημοσιογράφων –του οποίου ήμουν κι εγώ για κάμποσα χρόνια μέρος, αλλά όχι «μέλος»– που συντηρείται δεκαετίες ολόκληρες από το περίφημο αγγελιόσημο, που μου θύμισε ο παλιός φίλος Νίκος Τ. 

Μια παρένθεση εδώ γι αυτό το διαβόητο αγγελιόσημο. Καθιερώθηκε στην Κατοχή, από την κυβέρνηση Τσολάκογλου, για να ενισχύσει τα Ταμεία των εργαζόμενων στις εφημερίδες, που εκείνη την εποχή βέβαια δοκιμάζονταν, και επιβάρυνε με 5% κάθε έντυπη διαφήμιση. Και από εκείνο το λογικό, για την εποχή, 5% φτάσαμε σήμερα στο 21,5%, για διαφημίσεις σε ραδιόφωνο και τηλεόραση, και στο 16%, αν δεν κάνω λάθος, για έντυπες καταχωρήσεις.

Αν και συνεχίζω να θεωρώ το αγγελιόσημο «κερατιάτικα», το θέμα μου δεν είναι εκεί. Γιατί με δεδομένη τη μέχρι σήμερα αλόγιστη, αν όχι άσωτη, διαχείριση των εσόδων τους, αν ήταν να καταργηθεί αυτό χωρίς να αντικατασταθεί από κάτι άλλο, τα Ταμεία των εργαζομένων στα ΜΜΕ θα κατέρρεαν εν μια νυκτί. Και ποιος θα ‘θελε κάτι τέτοιο σήμερα;

Η γκρίνια μου είναι με ορισμένους εκλεκτούς εκλεγμένους αντιπροσώπους μας. Όχι με όσους ψήφισαν «όχι» – είμαι σίγουρος πως αυτοί θα είχαν τους λόγους τους, κάποιοι μάλιστα θα τους πίστευαν κιόλας. Ένας λιγότερο καλόπιστος από τον γράφοντα βέβαια, θα διακινδύνευε την παρατήρηση ότι ορισμένοι βουλευτές θέλουν τους εργαζόμενους στα ΜΜΕ να παραμείνουν στο απυρόβλητο προκειμένου οι δεύτεροι να βοηθούν τους πρώτους να συνεχίσουν να προβάλλονται στα Μέσα τους, να έχουν ειδική μεταχείριση, να εκλέγονται και να επανεκλέγονται. Μακριά από μένα τέτοιες ανίερες σκέψεις.

Αυτό λοιπόν που μ’ ενοχλεί είναι το ότι 14 βουλευτές ψήφισαν (δήλωσαν, μάλλον) «παρών». Και το ότι άλλοι επτά απουσίαζαν αδικαιολόγητα – μέσα μάλιστα στους τελευταίους διαβάζω πως ήταν και οι κ. Βενιζέλος και Κουβέλης.

Καλά οι σκόπιμες απουσίες, αλλά αυτό το ανευθυνότητας σημαντικό «παρών» είναι εξοργιστικό. Τι πάει να πει «παρών»! Προφανώς είσαι παρών. Γι αυτό σε στείλαμε στη Βουλή. Για να είσαι παρών και να μας εκπροσωπείς. Όχι για διακόσμηση. Έτσι αντιπροσωπεύεις όσους σε τίμησαν με την ψήφο τους; Μ’ ένα ανεύθυνο «παρών» στα δύσκολα; Ψήφισε «ναι», ή ψήφισε «όχι» και δέξου το «πολιτικό κόστος», ό,τι κι αν σημαίνει πια αυτό. Και φρόντισε να έχεις και γνώμη, στην περίπτωση βέβαια που ερωτηθείς μετά στο περιστύλιο. Άκου «παρών»! Στο Κοινοβούλιο είσαι, όχι στη Γ’ Λυκείου.

Πάλι ψύλλους στ’ άχυρα ψάχνω, το ξέρω. 

ΒΧ

30/10/12

Swindlers’ list?


Ο δημοσιογράφος Βαξεβάνης δημοσιοποίησε μια λίστα με 2.000 ονόματα ανθρώπων που υποτίθεται ότι έχουν καταθέσεις στην Ελβετία. Και λοιπόν; 

Ξέρει κανείς αν η λίστα αυτής της εβδομάδας (που ακούω μάλιστα ότι αφορά καταθέσεις προ του 2000) είναι αυθεντική; Γιατί τον τελευταίο καιρό έχουμε δει λίστες και λίστες – μόνο του Schindler δεν είδαμε ξανά. 

Ξέρει κανείς ποιος και πότε την συνέταξε, είτε αυθεντική είναι αυτή είτε κατασκευασμένη; 

Και από πότε κάποιος που έχει καταθέσεις στο εξωτερικό θεωρείται εκ προοιμίου απατεώνας και φοροφυγάς;


Κι αν τελικά η λίστα αυτή αποδειχτεί μερικώς ή εξ ολοκλήρου κατασκευασμένη -ειδικά τότε!- ποιος έχει το δικαίωμα, επικαλούμενος μάλιστα την ελευθερία του λόγου και του Τύπου, να δυσφημεί ονόματα ανθρώπων αθώων μέχρι αποδείξεως του εναντίου –το θυμάστε αυτό το γραφικό;– δημοσιοποιώντας τα σ’ ένα ροβεσπιερικό περιβάλλον που διψάει για αίμα και νοσταλγεί γκιλοτίνες και κρεμάλες; Εκτός βέβαια κι αν κατάπιε αμάσητο ένα ζουμερό δόλωμα ή, φευ, είχε άλλα κίνητρα. 


Έτσι κι αλλιώς, στη χώρα του υπερβολικού αντανακλαστικού πάλι χάνουμε το δάσος…

ΒΧ

24/10/12

Η απαξίωση του ειδικού Τύπου και άλλες ιστορίες


Αφορμή για την ακόλουθη ανάρτηση ήταν σχόλιο του παλιού φίλου και συνάδελφου Κώστα Δημητρέλη στο προηγούμενό μου post, Carmageddon. Αυτά θα τα βρείτε παραπάνω.


Λένε πως το παρελθόν είναι σαν τον στρατό: θυμάσαι μόνο τις καλές στιγμές. Στο DRIVE και στο AUTOCAR όμως, τα οποία είχα την τιμή να διευθύνω, ποτέ μου δεν θυμάμαι να παραπλανήσαμε ή να υποτιμήσαμε συνειδητά τον αναγνώστη. 

Ο οποίος αναγνώστης είχε συνηθίσει τελευταία να αντιμετωπίζεται ως αφελής από όλο και περισσότερα «περιοδικά αυτοκινήτου». Αφενός από καταξιωμένα περιοδικά που είχαν όμως συνηθίσει στη δόξα του μεγαλείου και στο momentum του πρώτου –αλλά και στη φιλαρέσκεια, στην αλαζονεία και στον εφησυχασμό που αυτά συνεπάγονται και προκαλούν τελικά την ανεπίστροφη αποκαθήλωση– και αφετέρου από νταβατζίδικες συνήθως ή, το χειρότερο, ανερυθρίαστα εκβιαστικές φυλλάδες με πρόσβαση σε φτηνό χαρτί και μελάνι που, όταν δεν αναπαρήγαγαν απλώς δελτία Τύπου για να συμπληρώσουν τις διαφημίσεις που τότε μοιράζονταν απλόχερα σε κάθε εκκολαπτόμενο Murdoch, «ανακάλυπταν» ανούσια αν όχι ανυπόστατα σκάνδαλα, ως ελληνική απάντηση στον Ralph Nader.  

Κι επειδή ο αναγνώστης μπορεί να ‘ναι οτιδήποτε –από πλούσιος, ανενημέρωτος και ενθουσιώδης μέχρι φτωχός, φανατικός και «πυροβολημένος– αλλά βλάκας ΔΕΝ είναι και, κυρίως, ΔΕΝ ξεχνάει, ήταν λογικό όλα αυτά να οδηγήσουν κάποια στιγμή και σε έντυπα επανδρωμένα από συντάκτες / μεταφραστές επιπέδου Lowest, φωτογράφους γάμων και σελιδοποιητές μενού εστιατορίων τα οποία επιβίωναν παρασιτικά, και μόνο από όποια διαφήμιση αποσπούσαν φορτικά ή τους δινόταν χαριστικά.

Με αποτέλεσμα, όταν σ’ ένα σχετικά υγιές περιβάλλον, χωρίς υπερβολές, τα έσοδα ενός αξιοπρεπούς αυτοκινητικού περιοδικού να είναι μοιρασμένα 50% απ’ την κυκλοφορία και 50% απ’ τη διαφήμιση, να εμφανίζονται ξαφνικά είτε περιοδικά-διάττοντες αστέρες που τη μια ήταν και την άλλη δεν ήταν, είτε περιοδικά-φαντάσματα που δεν έβρισκες πουθενά, με έσοδα 99% από την όποια διαφήμιση και το υπόλοιπο 1% από συνδρομές που κανείς δεν θυμόταν πότε, πώς ή γιατί τις είχε ξεκινήσει, ούτε πόσο τις πλήρωνε, ούτε αν τελικά έφταναν ποτέ σ’ αυτόν.

Συγκριτικά, την ίδια εποχή, στην Ευρώπη, τα έσοδα των (θεαματικά λιγότερων σε αριθμό και σαφώς μικρότερων σε σελίδες) αυτοκινητικών περιοδικών των κουτόφραγκων προέρχονταν περίπου 60% από την κυκλοφορία και 40% από τη σχετικά λίγη, αλλά δικαιολογημένα ακριβοπληρωμένη διαφήμιση.

Με τη συμφορά που βρήκε τον κλάδο του αυτοκινήτου, φτάσαμε στα «τρία τέσσερα περιοδικά που έχουν παραμείνει όρθια», για τα οποία έγραφα στο προηγούμενο post. Τα οποία βέβαια έχουν πολύ δύσκολο δρόμο μπροστά τους και διαφορετικό τώρα ανταγωνισμό: το διαδίκτυο.

Θυμάμαι τον Χρίστο Χατζάρα να λέει ότι ένα περιοδικό χρειάζεται να πληροί τρία χαρακτηριστικά: (1) να ενημερώνει, (2) να ψυχαγωγεί και (3) να καλλιεργεί το συναίσθημα του «ανήκειν». Συνεπαίρνοντας στην πορεία τους αναγνώστες του, θα τολμήσω να προσθέσω εγώ, παραθέτοντας τη δική μου γνώμη στην ίδια παράγραφο με μια από τις βαρυσήμαντες του σεβάσμιου γκουρού!

Τα πετυχαίνει αυτά το αυτοκινητικό internet; Για να δούμε.

Ορισμένα site έχουν αξιοπρεπή και σχετικά άμεση ενημέρωση – άλλωστε με τις διαθέσιμες πλέον πηγές, το βιογραφικό σου γι αυτά αρκεί να γράφει «ξέρω λίγα αγγλικά και βλέπω». Με εξαίρεση μερικά διασκεδαστικά video κατεβασμένα από το You Tube, κανένα όμως δεν έχει κατορθώσει, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, να με ψυχαγωγήσει, αλλά είμαι και δύσκολος εγώ στην ψυχαγωγία. Και κανένα δεν μ’ έχει ακριβώς συνεπάρει, πόσω μάλλον καταφέρει να μου εμφυσήσει αυτό το περίφημο συναίσθημα του «ανήκειν». Ενώ κανένα βέβαια δεν είναι εξίσου αποτελεσματικό απέναντι σε κολεόπτερα ή αραχνοειδή όσο ένα περιοδικό, έστω και με 8 16σέλιδα…
                                                                                                      
Βέβαια, ορισμένα αυτοκινητικά blog, χάρη περισσότερο στη χρήση του γραπτού λόγου των δημιουργών ή φιλοξενούμενών τους, ναι, είναι στιγμές που σε ψυχαγωγούν και σε συνεπαίρνουν, αλλά σίγουρα χάνουν στο κομμάτι της ενημέρωσης στο οποίο άλλωστε, by default, δεν ειδικεύονται.

Από την άλλη, είναι προφανές ότι τα περιοδικά χάνουν από χέρι στον τομέα της άμεσης τουλάχιστον ενημέρωσης. Και πώς θα μπορούσε να ‘ναι διαφορετικά; Στο αυτοκινητικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί λοιπόν θα, αν όχι αξίζει να, επιβιώσουν (α) τα site που ενημερώνουν έγκυρα και έγκαιρα, (β) τα blog που έχουν άποψη ή έστω attitude, ει δυνατόν διασκεδαστική, και (γ) όσα περιοδικά έχουν γνώμη, την οποία θα μπορούν βέβαια να στηρίξουν και να υπερασπιστούν, και βρίσκουν κάτι διαφορετικό και προβλέψιμα απρόσμενο για να σε στέλνουν, ακόμη και σήμερα, κάθε μήνα στο περίπτερο, ανεξάρτητα με το τι θα έχουν στο εξώφυλλο.

Παραμένω λοιπόν αμετακίνητος στις θέσεις μου όπως αυτές εκφράστηκαν στο post Carmageddon, ενώ συνεχίζω να πιστεύω ότι τα λιγοστά πλέον χρήματα που διαθέτουν οι αντιπροσωπίες για την προώθηση των μοντέλων τους πιάνουν καλύτερο τόπο σε περιοδικά όπως αυτά που περιέγραψα παραπάνω.

Μακάρι πάντως η σημερινή κρίση στον Τύπο να λειτουργήσει σαν ζώνη πυρασφάλειας απέναντι σε μελλοντικούς εκδοτικούς τυχοδιωκτισμούς και αρπαχτές που συντήρησαν στο παρελθόν μια «δημοσιογραφία» ισορροπιών όλο διθυράμβους, λιβανιστήρια και ανεξιχνίαστα, ανώδυνα συμπεράσματα για ανεκδιήγητα προϊόντα και σύκα που μαγικά μετατράπηκαν σε σκάφες.  

Λέω να τελειώσω αυτό το κείμενο –που βγήκε μεγαλύτερο απ’ όσο αρχικά σχεδίαζα– μ’ ένα κομμάτι μου από τις έντυπες τότε Βλαβερές Συνέπειες. Δημοσιεύτηκε στο DRIVE το καλοκαίρι του 2004 και είχε ως αποτέλεσμα η «αδικημένη» εταιρεία να μας κόψει τη διαφήμιση.

(…)

Πριν 120 χρόνια, μεταξύ θάλασσας και τροχών, είχα βρεθεί, δεν θυμάμαι πώς, να πουλάω «υπηρεσίες έντυπης επικοινωνίας». Ποιος; Εγώ! Φαντάζεστε τον Λάκη Γαβαλά σε οικοδομή με πηλοφόρι και μυστρί;

Πλήρης, λοιπόν, τεχνικών από σεμινάρια για τις πωλήσεις και γνώσεων από βιβλία για την ανθρώπινη συμπεριφορά, επισκεπτόμουν εταιρείες-δυνητικούς πελάτες όπου, πλην θεαματικού απροόπτου, η κουβέντα είχε ως εξής:

-        Σας ενδιαφέρει να προβληθείτε μέσω έντυπης επικοινωνίας;
-        Όχι.
-        Καλά.

Ποιος αλήθεια δεν έχει μέσα του το φόβο της απόρριψης; Ποιος δεν έχει νιώσει ότι αυτό που πραγματικά εννοούσε η Λίζα όταν έλεγε ότι θα μείνει στο σπίτι κι αυτό το Σάββατο γιατί έχει να λουστεί, είναι ότι θα προτιμούσε να βγει μ’ ένα σακί κοπριά; Μόνο αν έχεις κάνει τη δουλειά του πωλητή μαθαίνεις να τη σέβεσαι. Δείτε το “Glengarry Glen Ross” («Οικόπεδα Με Θέα», στα ελληνικά) και θα καταλάβετε.

Τα σεμινάρια σού λένε για διαπραγματεύσεις, για επιλογές στρατηγικής, για νευρο-γλωσσικούς προγραμματισμούς. Τα βιβλία για τα μάτια του συνομιλητή σου που είναι, λέει, τα παράθυρα της ψυχής του, για τη σημασία της σωστής αναπνοής... Αυτό που δεν σου λένε είναι ότι το πιο αποτελεσματικό όπλο στη φαρέτρα σου είναι ένα αξιοπρεπές προϊόν. Τελεία και παύλα.

Για παράδειγμα, το να πουλάς Mercedes, Audi, BMW, ακόμα και VW, μπορεί και να ‘ναι η πιο εύκολη δουλειά στον κόσμο. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι μια σανίδα για να βαράς στο κεφάλι όποιον κάνει πως πηδάει τη λίστα αναμονής. Για κάνε όμως πως πουλάς Mazda. Θα δεις ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο ξεκάθαρα. Πρέπει να πείσεις τον «δυνητικό πελάτη» ότι είναι ΟΚ ν’ αγοράσει Mazda. Ότι ούτε οι γείτονες θα τον κοιτάνε παράξενα, ούτε οι φίλοι θα τον πειράζουν στο parking του γραφείου. Άσε που θα θέλει και test drive. Όπου, βέβαια, δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρει κάτι που θα του ξινίσει. Ή τα φρένα θα είναι απότομα, ή ο συμπλέκτης θα πιάνει ψηλά, ή ο κλιματισμός θα ‘ναι πολύπλοκος.

Πάντα έχει δίκιο ο πελάτης και πάντα κάτι βρίσκει για να το βρει. Όχι, η δουλειά εδώ δεν είναι καθόλου εύκολη. Και εκπτώσεις πρέπει να μπορείς να κάνεις, και μηδέν προκαταβολές, και πολλές δόσεις. Και να μπορείς να δέχεσαι και κάθε μεταχειρισμένο ερείπιο για ανταλλαγή. Κι όλα αυτά έχοντας απέναντί σου την ακατανίκητη έλξη του αυτοκινητικού μαγνητικού βορρά που ακούει στο όνομα «Γερμανία».

Φανταστείτε λοιπόν τις δυσκολίες ενός πωλητή Alfa Romeo.

Μπορεί οι Alfa σήμερα να φτιάχνονται από τη Fiat, αλλά κάθε άλλο παρά κλώνοι με διαφορετικά σήματα είναι. Αντίθετα, είναι από τα λίγα αυτοκίνητα μαζικής παραγωγής με χαρακτήρα. Πάλι καλά, γιατί μια απόλυτα αντικειμενική αξιολόγησή τους τα τελευταία 20, ας πούμε, χρόνια, μάλλον θα οδηγούσε την εταιρεία σε λουκέτο.

Καθένας που έχει ζήσει με Alfa έχει κι από μια ιστορία να διηγηθεί. Γιατί οι Alfa είναι σαν αυτές τις δίμετρες από το πρώην ανατολικό μπλοκ: πανέμορφες και πρόθυμες πέρα από τα όρια του αρσενικού πνευματικού ορίζοντα, αλλά το εξανθηματάκι παραμονεύει.

Κλασικό παράδειγμα η GT 3.2. Για να την πλασάρεις δεν αραδιάζεις χρηματοδοτικά προγράμματα, εξοπλισμούς, ανταλλαγές ή εγγυήσεις – αυτά είναι για τους λογικούς και οι λογικοί αγοράζουν A3 3.2 quattro, 325 Ci ή, έστω, RX-8. Αν πουλούσα Alfa Romeo θα πρόσφερα τσάμπα espresso, τσάμπα λεφτά, τσάμπα Σκλεναρίκοβα, τσάμπα όλα, απλώς για να καθίσω κάποιον πίσω απ’ το τιμόνι της. Τον κάθισα; Την έκλεισα τη δουλειά. Όχι πείτε μου. Ποιος θα βολευτεί σ’ αυτό το υπέροχο δερμάτινο μπάκετ, ποιος θα πιάσει στα χέρια του το στιβαρό τιμόνι, ποιος θα δει το ταχύμετρο με την ένδειξη 300, ποιος θα αντικρίσει αυτόν τον χρωμιωμένο κινητήρα-κόσμημα και δεν θα ρωτήσει: «Πού υπογράφω, είπαμε;»

Ναι, αλλά δεν πληρώνομαι για να πουλάω Alfa Romeo, πληρώνομαι για να γράφω για Alfa Romeo. Γι’ αυτό, σας προειδοποιώ. Μην μπείτε στο αυτοκίνητο! Μη σηκώσετε το καπό! Μακριά! Η GT 3.2 είναι άλλο ένα απ’ αυτά τα υστερικά αυτοκίνητα από την Alfa Romeo. Ο φοβερός και τρομερός V6 μετακόμισε εδώ, χωρίς μάλιστα να βάλει όνομα στο κουδούνι. Πουθενά δεν γράφει ότι αυτή εδώ η GT είναι δυο 1,6.

Και οι Ιταλοί βέβαια τον χαβά τους. Πάλι βάζουν τους δυο μπροστινούς τροχούς να κάνουν ζάφτι 250 άλογα, που στην πράξη δείχνουν 450, με αποτέλεσμα οι δύστυχοι –οι οποίοι έχουν χρεωθεί και το τιμόνι και το τελευταίο πράγμα που θέλουν είναι να τους ζαλίζουν τον έρωτα 250 cavallini rampanti– να τρέχουν να μαζέψουν τα αμάζευτα.

Οι αριθμοί λένε ότι με την GT 3.2 μπορείς από τα 0 να φτάσεις στα 100 km/h σε 6,8”. Αυτό που δεν λένε είναι πού καταλήγεις. Συνήθως ακριβώς εκεί απ’ όπου ξεκίνησες έχοντας σπαταλήσει 6,8” σε μια άνιση μάχη με την κρεμαγέρα κι έχοντας λιώσει ένα σετ πανάκριβα Bridgestone. Το μυστικό είναι να ξεκινάς αργά –αναρωτώμενος γιατί δεν αγόρασες τη 2λιτρη– και μετά να επιταχύνεις προοδευτικά. Τo ίδιο και στις στροφές. Πουθενά αλλού το slow in, fast out δεν έχει καλύτερα αποτελέσματα. Άμα την καλοπιάσεις, η GT μπορεί τελικά να πειστεί να ακολουθήσει την πορεία που είχες αρχικά στο μυαλό σου, αλλά και πάλι, βρες μια ανωμαλία, μια ανομοιογενή ασφαλτόστρωση, μια απρόσμενη κλίση στο δρόμο και, αν δεν σηκώσεις το πόδι απ’ το γκάζι, να ‘σαι πάλι καβάλα σε έφηβο ταύρο με νέφτι στον πισινό.

Τούτο δω είναι ένα απ’ αυτά τα αυτοκίνητα που δεν εννοούν να κάτσουν καλά. Φωνάζει, χειρονομεί τρέχοντας εδώ κι εκεί σαν ακέφαλο κοτόπουλο σε κοτέτσι που ‘χει πιάσει φωτιά. Ακόμα και στην εθνική με 6η στο κιβώτιο και Τρίτο στο ραδιόφωνο, όλο και νιώθεις έναν αγκώνα να σου τσιγκλάει τα πλευρά για να κατεβάσεις μια δυο σχέσεις και να του δώσεις να καταλάβει. Και ξανά, και ξανά.

Εντάξει, στην αρχή έχει πλάκα, δεν λέω, αλλά δεν αργείς να διαπιστώσεις ότι αυτή εδώ η Alfa θέλει προσοχή γιατί δεν έχει ούτε το κράτημα ενός Focus RS, ούτε το πάτημα ενός quattro. Είναι κι αυτή η στραβή θέση οδήγησης που νόμιζα ότι είχε καταργηθεί μαζί με την 75, και το τιμόνι με τις 1,7 στροφές απ’ άκρη σ’ άκρη που κόβει λιγότερο κι από κουτάλι κάνοντας το παρκάρισμα πιο χρονοβόρο κι από παρτίδα Monopoly. Να ένα χρήσιμο έξτρα: προπελάκι πλώρης.

Και κάτι ακόμη. Αν είχα δώσει 43.000 από τα ευρώ μου, θα ήθελα το αυτοκίνητό μου να μην κοπανάει σε κάθε ανθρωποθυρίδα σαν να ‘χει αφήσει εκεί την μπροστινή ανάρτηση, να διαθέτει χειρολαβή οροφής (το λεγόμενο “oh shit, handle”) για τον συνοδηγό, να μην τρέμουν τα φανάρια του σε κάθε αρμό και, πάνω απ’ όλα, να μην τρίζει. Η GT που οδήγησα χτες έτριζε ακόμα και σταματημένη.

Φυσικά και η 3.2 είναι γρήγορη, απίστευτα γρήγορη! Ακούγεται δε φανταστικά, είναι πανέμορφη και το σαλόνι της θυμίζει εσωτερικό δερμάτινου χαρτοφύλακα Μιλανέζου τραπεζίτη. Φτάνουν αυτά; Τι να σας πω; Ποτέ μου δεν ήμουν καλός πωλητής.

(…)

ΒΧ