28/2/12

Κίνημα τρία-σε-ένα


Το κομμάτι αυτό γράφεται με την έμπνευση που χαρίζει ένας χιονισμένος Ταΰγετος που σταλάζει στην αγκαλιά του Μεσσηνιακού.

Από μια ιδέα του αξεπέραστου Alan C.

Άλλη μια απ’ αυτές τις βροχερές Φλεβαριάτικες μέρες. Απ’ αυτές που δεν αξιώνονται ποτέ τους να πιστωθούν στο ημερολόγιο σαν πραγματικές μέρες. Απ’ αυτές που το μόνο που τελικά κατορθώνουν είναι να καταλήγουν κρύα, βρεγμένα διαλείμματα μεταξύ μιας νύχτας και της επόμενης.

Στέκομαι μπρος στο παράθυρο ακούγοντας την καφετιέρα να καθαρίζει ρυθμικά τον λαιμό της και χαζεύω τους λίγους περαστικούς να τρέχουν στις δουλειές τους παραμερίζοντας με σκυφτούς ώμους τη βροχή, όπως ο Sydney Greenstreet τις κρεμαστές χάντρες στην είσοδο του μπαρ του, στην Casablanca. Μόνο που το φέσι τού Signor Ferrari έχει δώσει εδώ τη θέση του στην ανεμοδαρμένη ομπρέλα. Όχι και το καλύτερο ξύπνημα, είναι αλήθεια, για να κάνει την καρδιά να φτερουγίσει στην προοπτική των καινούριων απολαύσεων που μια «μέρα» όπως αυτή επιφυλάσσει. Αντίθετα, ένα πρωινό που ταιριάζει γάντι στον δύστυχο τόπο πάνω από τον οποίο αποφάσισε να ξημερώσει.

Η καφετιέρα βγάζει τον επιθανάτιο ρόγχο της, παίρνω τον αχνιστό καφέ και ανοίγω την τηλεόραση που παρακολουθώ μόνο νωρίς το πρωί και αργά το βράδυ μιας και οτιδήποτε παρεμβάλλεται ενδιάμεσα σε παραμορφώνει αθεράπευτα. Προετοιμάζομαι ν’ ακούσω ξανά τα σαρακοφαγωμένα σανίδια της οικονομίας να τρίζουν και τον υπόκωφο βρυχηθμό του ελλείμματος που απειλεί ν’ ανοίξει τη γη και να μας καταπιεί. Την Ελλάδα τουλάχιστον. Και παρατηρώ μηχανικά τις ίδιες και τις ίδιες εικόνες να περνάνε φορτωμένες καταστροφή μέχρι τις κουπαστές, ενώ λεπτό με το λεπτό, η γκρίζα πρωινή μιζέρια δίνει τη θέση της σε μια δυστυχία μαύρη του πιάνου.

Κι είμαι στο τσακ να εκσφενδονίσω την κούπα στο δοξαπατρί του Οικονόμου, Οικονομίδη, Οικονομέα, ή όπως διάολο λέγονται όλοι αυτοί οι τοπικοί Cronkite. Όταν ξαφνικά… μια απ’ αυτές τις παραμιλούσες κεφαλές κάνει μια παύση και, σπρώχνοντας  το ακουστικό πιο βαθιά στο αυτί για να ακούσει καλύτερα την είδηση από το «κοντρόλ», παίρνει ανάσα και, με τρεμάμενη από συγκίνηση φωνή, αναγγέλλει τη δημιουργία κινήματος «με σαφή αντιμνημονιακό, εθνικοπατριωτικό και χριστιανορθόδοξο προσανατολισμό και την ονομασία Ανεξάρτητοι Έλληνες» που ανακοίνωσε ο, εκ διαγραφής, ανεξάρτητος βουλευτής κ. Πάνος Καμμένος, «κάνοντας, υπό την πίεση της κοινωνίας, την πολιτική κίνηση εν μέσω σφύρας και άκμονος».

Είχε κι άλλα νέα μετά; Πιθανότατα ναι. Αλλά ποιος πρόσεχε! Εγώ πάντως σίγουρα όχι. Σηκώνομαι όρθιος και βηματίζω πάνω κάτω με καρδιά που πάει να σπάσει. Το τηλέφωνο με ξαφνιάζει. Ο Τάκης...

-       Σε ξύπνησα;
-       Όχι, το βλέπω.
-       Λες να ‘ναι αλήθεια;
-       Θα πρέπει. Αφού το ‘πε η τηλεόραση.
-       Να ‘ναι άραγε αυτό που μας έλειπε τόσο καιρό;
-       Νομίζω πως ναι.
-       Και λες τελικά να τη βγάλουμε καθαρή;
-       Σίγουρα! Θέμα χρόνου είναι. Με τέτοια τρία-σε-ένα κόμματα –και αντιμνημονιακό, και  εθνικοπατριωτικό και χριστιανορθόδοξο– ποιος ξέρει μέχρι πού μπορεί να φτάσουμε!
-       Μα κι ο Καρατζαφέρης τα ίδια δεν λέει;
-       Τις Τρίτες και Πέμπτες.
-       Και το κόμμα των αιωνίων φοιτητών; Τα σταλινικά απολιθώματα; Οι άλλοι, οι ευγενείς, οι καλοήθεις αριστεροί; Τις ίδιες θέσεις δεν έχουν κι αυτοί;
-       Για το αντιμνημονιακό, πάνω κάτω τα ίδια λένε, ναι. Για το εθνικοπατριωτικό, δεν παίρνω και όρκο. Καλά το χριστιανορθόδοξο…
-       Και δηλαδή, δεν θα ‘μαστε πια προδομένοι, ορφανοί σε ξένα χέρια, οι απόκληροι της κοινωνίας; Η Μάρθα Βούρτση της ευρωζώνης;
-       Ποσώς! Νέοι ορίζοντες ανοίγονται μπροστά μας. Αέρα, Μέρκελ! Τρέμε, Σόιμπλε! Οι χαρο-Καμμένοι της ελληνικής γης ξεσηκωθήκαμε. Και διψάμε για γοτθικό αίμα.
-       Ολλανδικό, εν ανάγκη…
-       Άκου… Όπου να ‘ναι θα σημάνουν κι οι καμπάνες.
-       Εγώ ακούω κορναρίσματα. Αλλά θα ‘ναι μάλλον για το σκουπιδιάρικο στην Εθνικής Αντιστάσεως.
-       Τούτο το χώμα δεν είν’ δικό τους, είν’ δικό μας! Να δεις που, με τη βοήθεια της Παναγίας, θα τη ξαναπάρουμε πίσω την Ελλάδα. Το Ελληνικό σίγουρα.
-       Ναι, ρε! Το ‘πε κι ο κ. Πάνος: «Η Παναγία να είναι βοηθός και προστάτης.»
-       Κάτι μου λέει ότι η ίδρυση του νέου κόμματος μας γλίτωσε στο παρατρίχα και πως από τώρα η ζωή θ’ αρχίσει να τραβά την κατηφόρα. Με την καλή έννοια. Έστω και χωρίς σημαίες. Ή ταμπούρλα.
-       Κλείνω. Πάω να γραφτώ.
-       Κι εγώ να κρεμάσω τη γαλανόλευκη.

Επιτέλους! Να ένα κόμμα που, μέσα από μια ιδρυτική διακήρυξη η οποία αν και ακροβατεί με τις μύτες δίπλα στον γκρεμό της ασυναρτησίας, «καθιστά αδιαπραγμάτευτες τις αρχές της Εθνικής Ανεξαρτησίας και περηφάνιας και της λαϊκής κυριαρχίας»! Να ένα κόμμα [κάνει να λέμε «κόμμα» όταν πρόκειται περί κινήματος;] που «απορρίπτει την εκχώρηση της Εθνικής Κυριαρχίας και την κατάργηση του Έθνους-Κράτους».

Πώς και δεν τα ‘χαμε σκεφτεί, μωρέ, νωρίτερα αυτά! Τα μόνα που χρειαζόμασταν τόσο καιρό ήταν η στεντόρεια, οργίλη, ασίγαστη φωνή ενός ικανού, ευρύστερνου και προγάστορος πολιτευτού, αμόλυντου από οιανδήποτε άσκηση εξουσίας [εντάξει, πλην ενός υφυπουργείου παλαιότερα, πώς κάνετε έτσι;], με άμεμπτο και σεμνό πολιτικό παρελθόν, καθώς και μια ψαρωτική ιδρυτική διακήρυξη που θα τους τη μεταφράσουν εκεί στο Βερολίνο, ειδικά το κομμάτι για τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων και κατοχικών δανείων, και θα τους κοπούν τα ήπατα. Α, και λίγη Ορθοδοξία –όσο πάρει– για να ‘χουμε και τις καβάτζες μας, στης οποίας «τις αξίες και τη διαχρονικότητα πιστεύουμε», και φύγαμε.  

Είναι δε να μη πιάσει να καλοκαιρεύει. Γιατί τότε μαύρο φίδι και κολοβό που τους έφαγε τους Ούννους! Πριν σηκωθεί το αυγουστιάτικο μελτέμι, οι ουρανοί θα σκοτεινιάσουν, αστροπελέκια θα σκίσουν το στερέωμα, ένα αφράτο, ρολεξοφόρο χέρι θα ξεπροβάλει από τα σύννεφα για να δείξει τον στόχο, σαν σε εξώφυλλο των Moody Blues, ενώ ναυτικές μπουρούδες θα κλονίσουν τα χάρτινα τείχη της Ιεριχούς των Βρυξελλών.

Την ίδια στιγμή, πάλλευκα πλεούμενα θα επιπέσουν στους ανίκανους τροϊκανούς, σαν το άρμα του Θεού στο όραμα του Ιεζεκιήλ, ένα πράγμα. Σκιαγμένοι αυτοί θα τρέξουν πανικόβλητοι να χωθούν πίσω στις σπηλιές τους φωνάζοντας “T’ είν’ μωρ’ τούτα τα μηχανήματα του διαβόλου που μας βάλαν’ στο κατόπι;” Για να απαντήσουμε εμείς με φωνή που θα πάλλεται από αδιαπραγμάτευτη εθνική περηφάνια “Είναι τα RIBs του αρχιναύαρχου Καμμένου, ωρέ απολίτιστοι, βάρβαροι, αιμοσταγείς τοκογλύφοι! Σταλμένα από τον ίδιο τον κυρ-Πάνο, με «τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας» αποθηκευμένο στα Raymarine και τον καπτα-Γιάννη τον Μανώλη, με τ’ όνομα, τον μπουρλοτιέρη, στο διάκι. Έχετε ένα λεπτό να διαγράψετε «το επαχθές, παράνομο χρέος» και να ξεχάσετε κάθε μνημόνιο. Κάφροι. Ε, κάφροι!”

Και μετά, θα επαναλάβουμε για μια ακόμη φορά την ιστορία με τους Παρθενώνες και τα βελανίδια, γιατί δεν δείχνουν να ‘χουν καταλάβει, τα βόιδια, πόσο πίσω είναι και τι θα κάνουμε πια με δαύτους. Κι όταν έχουν πια σκύψει το κεφάλι, υποταγμένοι και οδηγημένοι «στη διεθνή απομόνωση», στερημένοι, αυτοί πλέον, από άξιες λόγου «γεωπολιτικές συμμαχίες», θα μπορέσουμε επιτέλους μεγαλόθυμα να τους κατευθύνουμε σε «μια ορθολογική ανάπτυξη με κυρίαρχο μοχλό την ελεύθερη αγορά». 

Αλλά βέβαια! Έπρεπε να ‘ρθουν οι Ανεξάρτητοι Έλληνες για να μας βγάλουν απ’ τον λήθαργο. Ποιος ξέρει για πόσο ακόμη θα ζούσαμε «την εθνική ταπείνωση και τη βίαιη οικονομική επίθεση στην Ελληνική οικογένεια»; Ξυπνάτε, ρε!

ΒΧ

12/2/12

Με Mach 1 στη Μαραθώνος


Ο Αντώνης ήταν ελληνοαμερικανός λοχίας σε μια από εκείνες τις αξέχαστες «βάσεις του θανάτου» που όλο έμεναν πριν τελικά φύγουν. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν εμείς κυκλοφορούσαμε με Fiat 850, Mini, Σκαραβαίους, ή συχνότερα, με το λεωφορείο, αυτός οδηγούσε μια μπλε Mustang Mach 1 με 7λιτρο κινητήρα και 4άρι stick-shift κιβώτιο μ’ ένα μεγάλο, γυαλιστερό, αλουμινένιο Τ για λεβιέ!


Συχνά πυκνά το καλοκαίρι, κατέβαινε στη Ραφήνα και τα βράδια βγαίναμε για μπίρες, πολλές μπίρες, καταστρέφοντας στην πορεία ακόμη πιο πολλά κύτταρα φαιάς ουσίας, γεγονός που εξηγεί το γιατί έχω αρχίσει, εδώ και κάμποσο καιρό, να ξεχνάω… Πού είχαμε μείνει; Α, ναι. Βόλτες ατελείωτες που λέτε με τη Mustang, “juscruisin’”, στη Ραφήνα, στο Μάτι και στη Νέα Μάκρη, καίγοντας κάθε βράδυ σε βενζίνη το ακαθάριστο εθνικό προϊόν του Λεσότο και ακούγοντας Isaac Hayes, Temptations και OJays από το 8-track της Lear που φορούσαν τότε όλα τα καλά σπορ Ford. (Παρένθεση: ο Bill Lear, δημιουργός της Learjet, εφεύρε όχι μόνο το ραδιόφωνο αυτοκινήτου, αλλά και το κασετόφωνο 8-track. Αλλά αυτό βέβαια το ξέρατε.)

Την εποχή λοιπόν που τα δικά μας αυτοκίνητα είχαν μεγάφωνα(sic) από corn flakes στο πίσω ράφι, ο ήχος που ανήγγειλε από μακριά τη Mustang –φέρτε στο μυαλό σας τον μπάσο ήχο που βγάζουν τα sub(human)woofers των βλοσυρών πιτσιρικάδων τού σήμερα, αλλά στο πιο soulful– ήtαν πρωτόγνωρος για την ησυχία, τάξη και ασφάλεια των καλοκαιρινών νυχτών της εποχής της εθνοσωτηρίου επαναστάσεως του ’67. Την τελευταία μπορεί και να την έχετε ακουστά ως «επταετία της χούντας των συνταγματαρχών», αλλά δεν παίρνω και όρκο, εδώ δεν ξέρατε (καλά, όχι εσείς) για Isaac Hayes, Temptations και OJays...

Μια τέτοια καλοκαιρινή νύχτα λοιπόν, πάνω που είχαμε διπλαρώσει ένα λιλιπούτειο Innocenti με δυο δύστυχες μικρές που ελπίζαμε να ρίξουμε με τη βοήθεια του Ellies Love Theme, του ξανθού crew-cut του Αντώνη, των δικών μου μαύρων σγουρών βοστρύχων και της Mustang, όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά, να ‘σου ένα περιπολικό –Vauxhall Cresta, αν θυμάμαι καλά–, με νυσταγμένο μπλε φάρο πάνω και ψαρωτικούς χωροφύλακες μέσα, να μας σταματάει για έλεγχο, κάπου στο Ζούμπερι. Υπηρετούσα στο Ναυτικό τότε, σιγά μη φορούσα την υποχρεωτική στολή βραδιάτικα και όσο να ‘ναι τα χρειάστηκα, παρά το “dont worry” του Αντώνη.

Οι χωροφύλακες βγήκαν από το περιπολικό με την αυταρχική μεγαλοπρέπεια που, εξ επαγωγής, τους προσέδιδε το στρατιωτικό καθεστώς. Ο ένας άναψε τσιγάρο κι ακούμπησε νωχελικά στο καπό του Cresta, ενώ ο άλλος πλησίασε το παράθυρο της Mustang με το περιφρονητικό ύφος που φυλάνε οι ηλίθιοι για όσους θεωρούν πιο ηλίθιους από τους ίδιους, αυτό που χαρακτηρίζει κάθε επικίνδυνα ηλίθιο όταν χρεώνεται υπηρεσιακό περίστροφο και αυτοκίνητο.

- Τι σαματάς είν’ τούτους, ρε; Άδεια, δίπλουμα!
- I’m sorry, officer?
- Αδειαδίπλουμα, ρε! Κι έξ’ απ’ τ’ αμάξ’!

Έπρεπε να σας έχω εκεί! Με το που ο Αντώνης έβγαλε, πολύ προσεκτικά, κάτι πλαστικό απ’ την πίσω τσέπη –τι είδους «ταυτότητα» ήταν εκείνη ποτέ δεν έμαθα, εμένα πάντως μου ‘λεγε ότι ήταν κανονικός λοχίας, αλήθεια!– το όργανο στάθηκε κλαρίνο και το Vauxhall εξαϋλώθηκε σε δευτερόλεπτα. Το ίδιο και το Innocenti, βέβαια, αλλά η βραδιά (και η Mustang) μού ‘μεινε αξέχαστη. 

2/2/12

Κρύο, χιόνι κι άλλα ακραία καιρικά φαινόμενα


«Δεν τελειώσαμε ακόμα με το χειμώνα», λέει ο μάστορας στη μάντρα με τα καυσόξυλα. «Πάρε κι άλλα ξύλα να ‘χεις το κεφάλι σου ήσυχο». Πήρα, αλλά μέρες που ‘ναι, λόγω φόρτου εργασίας –των γκασταρμπάιτερ της μάντρας, όχι δικού μου φυσικά– τα κουβάλησα και τα ντάνιασα μόνος μου. Με αποτέλεσμα να έχω φτιάξει μια μέση που σκέφτομαι τώρα να νοικιάσω στην επιστήμη.  

Καλά κάνει πάντως ο μάστορας. Στερεά καύσιμα πουλάει, αλλά έχει μάθει να προβλέπει και τον καιρό. Δεν θα εκπλαγώ καθόλου αν τούτες εδώ οι κρύες νύχτες δεν είναι οι μόνες του χειμώνα και ζήσουμε ξανά ανάλογα ακραία καιρικά φαινόμενα.

Δεν θα ‘ρθουν βέβαια έτσι ξαφνικά. Πρώτα θα το πει η τηλεόραση. Κι αυτό γιατί πάχνη θα ‘χει ήδη σχηματιστεί στο γκαζόν τηλε-μετεωρολόγου τον οποίο το κανάλι του θα βγάλει σε ζωντανή σύνδεση, δίνοντας το έναυσμα για την μετάδοση, σε Έκτακτο Δελτίο, ινκόγκνιτο πλάνων αρχείου από το χιονισμένο τελεφερίκ και την ανεμοδαρμένη Ραφήνα. Παράλληλα, άλλα σοβαρά κανάλια θα αποκαλύψουν ότι, λόγω των αλόγιστων ανθρώπινων παρεμβάσεων, διανύουμε τον πιο κρύο χειμώνα από τότε που ο Ζαλοκώστας έγραψε για τον βοριά που τ’ αρνάκια παγώνει. Ταυτόχρονα, ξυλιασμένες γιαγιάδες θα δηλώνουν πως «πάει, τρελάθηκε ο καιρός» –Γεναριάτικα–, ενώ  θα ξανατρέχουν στις οθόνες τα ίδια και τα ίδια κρόουλ για χιονιάδες-φονιάδες, πολικές θερμοκρασίες και νταλίκες που δίπλωσαν. Και για τη χώρα που βρίσκεται στο έλεος του χειμώνα που, εδώ που τα λέμε, δεν θα ‘ναι και τελείως ψέματα.

Τις επόμενες ώρες, θα δούμε ακατάλληλα ντυμένους οικογενειάρχες να προσπαθούν να φορέσουν αλυσίδες στους πίσω τροχούς Avensis, αγανακτισμένους φορτηγατζήδες να μη μπορούν να καταλάβουν γιατί η Τροχαία τούς σταματάει αφού ο δρόμος «περνάει» και Ibiza-σαύρες με λάστιχα σλικ, αγκαλιά με στύλους ή καβάλα σε νησίδες.

Γιατί να μην είμαστε, βρε αδερφέ, και λίγο σαν τους Σκανδιναβούς; Κάπως πήγε να μας κάνει ο ΓΑΠ Δανία του Νότου, αλλά πέσατε αμέσως να τον φάτε. Τέλος πάντων. Εκεί βέβαια το χιόνι είναι κομμάτι του τοπίου, αντί για κάτι που στερεώνεις κάθε δυο τρία χρόνια όρθιο στο καπό για να το δείξεις περήφανος στους Αμπελόκηπους, αλλά είναι το ίδιο κρύο. Και το ίδιο γλιστερό. Έχω βρεθεί και οδηγήσει δυο τρεις φορές στον Αρκτικό Κύκλο κι έχω δει πως οι Σκανδιναβοί αντιμετωπίζουν τον μακρύ δικό τους χειμώνα. Τραβάνε το πρωί τις κουρτίνες, λένε «χιονίζει», μπουκώνονται ρέγκες με μαρμελάδα και ντυμένοι Bibendum ξεκινάνε για το μαγαζί. Κι όχι απαραίτητα με τετρακίνητα ή τίποτε θηριώδη SUV, αλλά με κανονικά αυτοκίνητα σαν τα δικά σας και το δικό μου – εντάξει, το δικό μου. Με απλά χειμωνιάτικα λάστιχα και οδηγώντας όπως προστάζει το DNA τους. Επιταχύνοντας ομαλά, φρενάροντας νωρίς και στρίβοντας με ντριφτ! Ακολουθούσα μια φορά στο Bergen ένα γερασμένο Volvo 240 στέισον και δεν πίστευα στα μάτια μου όταν, στο φανάρι παρακάτω, είδα στο τιμόνι τη μητέρα μου! Εντάξει, όλο και κάποιο Saab θα καταλήξει σε βιτρίνα Ikea, πλευρά τάρανδου, κορμό έλατου ή βυθό φιόρντ, αλλά οι χώρες ποτέ δεν παραλύουν.

Εδώ, σε θερμοκρασίες και συνθήκες απόλυτα φυσιολογικές για Ιανουάριο, θεωρούμε πως το να επιχειρήσουμε να μετακινηθούμε χωρίς τρόικα (το έλκηθρο εννοώ, όχι τους κυρίους που η κ. Τρέμη αποκαλεί «αυτοί οι απίστευτοι τύποι»), καλπάκι, μπαλαλάικα και σκυλί Αγίου Βερνάρδου σημαίνει σίγουρο θάνατο. Έτσι, παραγγέλνουμε πετρέλαιο και ξύλα και μένουμε σπίτι παρακολουθώντας κάτι σχεδιασμένο να παραλύει σταδιακά τους μετωπιαίους μας λοβούς και να μας στέλνει νωρίς για ύπνο.


BX