24/12/11

Μια υπέροχη συνταγή του κ. Χαρίτου για Inebriated Christmas Cake©, μ’ ένα μόνο βασικό υλικό!


Μέρες που ‘ναι, επειδή διαβάζω παντού για μελομακάρονα και κουραμπιέδες (και για να μπω βέβαια και στο μάτι των φίλων στο Cucina Caruso), λέω να μοιραστώ μαζί σας τη δική μου μυστική συνταγή για το αγαπημένο μου Χριστουγεννιάτικο κέικ. Enjoy!

Συστατικά:
1 μπουκάλι ουίσκι
2 φλιτζάνια αλεύρι
1 κουταλάκι μαγειρική σόδα
1 φλιτζάνι ζάχαρη
1 κουταλάκι αλάτι
1 καλό κομμάτι βούτυρο
1 ποτήρι χυμός λεμονιού
4 αυγά
250 γ. καρύδια
2 φλιτζάνια αποξηραμένα φρούτα
(Το ουίσκι τo ‘παμε;)

Εκτέλεση:
- Πρώτα δοκιμάστε το ουίσκι για να ελέγξετε την ποιότητα.
- Πάρτε ένα μεγάλο μπολ.
- Δοκιμάστε ξανά το ουίσκι. Για να βεβαιωθείτε, γεμίστε ένα ποτήρι και πιείτε το.
- Βάλτε το αλεύρι και το βούτυρο στο μίξερ και χτυπήστε τα μέχρι να γίνουν μια μαλακή μπάλα.
- Προσθέστε ένα κουταλάκι σόδα και ξαναχτυπήστε τα όλα μαζί.
- Βεβαιωθείτε ότι το ουίσκι δεν έχει στο μεταξύ χαλάσει. Δοκιμάστε άλλο ένα ποτήρι.
- Επαναλάβετε.
- Προσθέστε στο μπολ δυο τρία αυγά (tip: καλύτερα σπασμένα και χωρίς τα τσόφλια).
- Ρίξτε μέσα και το φλιτζάνι με τα αποξηραμένα φρούτα και μιξάρετε το χτυπητό.
- Αν τα απορηξαμένα φρούτα κολλήσουν στο μίξερ, ξύστε τα μ’ ένα τσακαβίδι.
- Δείτε ξανά μήπως χάλασε το ουίσκι.
- Κοθκινίθτε δύο φλυτζάνια αλάτι. Ή κάτι τέτοιο τέλοθ πάντων, χεθτήκαμε.
- Ελέγκθτε το ουίθκι.
- Στρίπθτε το λεμόνι και στραγκίθτε τα καρύδια.
- Προθτθέθτε (tip: το βάλτε» γράφεται πιο εύκολα) κι ένα μπουκάλι δάχαρη ή ό,τι άλλο βρήτε.
- Μη κθεχάθετε να χτυπήθετε το μίκθερ. Να πονέθει!
- Λαδώθτε το φούρνο και βάλτε το κέικ θτουθ 350 βαθμούθ.
- Πετάκθτε το μπολ απ’ το παράθυρο.
- Ελέγκθτε το ουίκι κθανά.
- Πέθτε για ύπνο.

Καλά Χριθτούγεννα! Καλή Πρωτομαγιά!

BX

20/12/11

Μη πυροβολείτε όλους τους πιανίστες!


Όταν «εξυπηρετείται» το 142 κι εσύ κρατάς το 205 έχεις πολύ χρόνο στη διάθεσή σου. Κι όταν μάλιστα το 142 και οι αριθμοί που το ακολουθούν «εξυπηρετούνται» από ένα μόνο γκισέ, έχεις χρόνο και για γράψιμο.



Έβγαλα λοιπόν το πιστό μου Filofax© (μην ειρωνεύεστε, κάπου πρέπει να σημειώνω και το iPhone© έχει βραχεί από το τσίπουρο© του Ηλία) και, για τις επόμενες δυο ώρες της διαρκώς μειούμενης ζωής μου, άρχισα να γράφω.

Δεν περίμενα να το παραδεχτώ εγώ αυτό, αλλά τον τελευταίο καιρό που περνάω τα πρωινά μου μεταξύ Εφορίας, ΙΚΑ και ΟΑΕΔ, οφείλω να ομολογήσω πως όλοι οι υπάλληλοι με τους οποίους είχα την τύχη (γιατί χαρά δεν το λες και γι’ αυτό βέβαια ευθύνονται οι συνθήκες κι όχι οι έρμοι οι άνθρωποι) να συνδιαλλαγώ ήταν προσηνείς, καλοί γνώστες της δουλειάς τους και ικανοί. Αν μιλούσαν και λίγο δυνατότερα…

Μόνο μια κυρία, στη ΔΟΥ Γλυφάδας, μου ‘κανε λίγο δυσκοίλια, αλλά παρά δυο ακόμη χαμένες ώρες σε ουρά που κινούταν με ταχύτητα παγετώνα, χάρη στη μεγαλοθυμία μου το παρέβλεψα και τελικά τη σκλάβωσα κι αυτή με την έμφυτή μου ευγένεια. Λυπάμαι όμως που παρά τις προσπάθειές μου, προσπάθειες κύρια έκφανση των οποίων ήταν το λαμπερό μου ολόδοντο χαμόγελο, δεν κατάφερα να λύσω το πρόβλημα που φαίνεται πως βασάνιζε αυτή και τα σωθικά της.

Πάντως, ειδικά αυτές τις μέρες που ο χρόνος τελειώνει και ο αναβλητικός νεοέλληνας τα αφήνει όλα στο παρά πέντε, δυο με δυόμιση ώρες τις θες στις περισσότερες δημόσιες υπηρεσίες. Και να ‘ταν και στην καθισιά σου… Δυστυχώς, αυτοί είναι οι ρυθμοί με τους οποίους κινείται σήμερα η χώρα.

Αλλά είναι και στιγμές που εκπλήσσεσαι ευχάριστα. Στον ΟΑΕΔ, για παράδειγμα. Την πρώτη φορά που πήγα, προσευχόμενος ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί, είχε δυο σειρές με καμιά 20αριά σκοτισμένους μεσήλικες η καθεμιά. Τη δεύτερη, ήμουν μόνος μου. Όπως και την τρίτη. Να δούμε πως θα ‘ναι και κάθε μήνα που θα πρέπει από τώρα να πηγαίνω… Με την αφορμή, κάποια στιγμή θα γράψω πώς βρίσκεται κανείς από την Bentley στο ταμείο ανεργίας, αλλά δεν είναι του παρόντος.

Εν τω μεταξύ, πίσω στο ΙΚΑ Γλυφάδας, στο μοναδικό γκισέ ήταν τώρα η πλάτη τού 148 και περίμενα να «σπάσουμε την πενηντάρα». Αλλά μ’ έζωναν και τα φίδια γιατί απέξω έγραφε «Ώρες Συνδιαλλαγής Με Το Κοινό 08:00-13:00» και όπου να ‘ναι ερχόταν η δεκάτη τρίτη.

Μην έχοντας και πολλά να κάνω, αναζητούσα τη λογική που με οδήγησε, αν και απείχα 60 και βάλε νούμερα από το τώρα, να κάτσω και να περιμένω. Το σκεπτικό μου είχε ως εξής: αντίθετα με άλλες δημόσιες υπηρεσίες προικισμένες με αριθμούς προτεραιότητας (η ΔΟΥ Γλυφάδας παρεμπιπτόντως δεν τους έχει ανακαλύψει ακόμη) αλλά και τα τυριά του Σκλαβενίτη, εκεί που βρίσκεται το ΙΚΑ της Γλυφάδας, αν πάρεις ένα αριθμό και φύγεις για να επιστρέψεις ρισκάροντας αργότερα, δεν μπορείς να κάνεις και πολλά. Εντάξει, μπορείς να βάλεις βενζίνη στο πρατήριο δίπλα, να αγοράσεις ένα Π από τα ορθοπεδικά λίγο πιο κάτω, ή ν’ ανάψεις ένα κερί στον Άγιο Κωνσταντίνο, μεγάλη η χάρη του.

Έτσι, κάποιος που βλέπει (α) στο matrix το 142, (β) στο ευτελές χαρτάκι που ξέρασε το μηχάνημα το 200-φεύγα και (γ) ένα μόνο γκισέ με σημάδια ζωής, είτε φεύγει βροντώντας πίσω του την πόρτα και κατεβάζοντας καντήλια, είτε μένει υπολογίζοντας, σοφά στην περίπτωσή μου, πως τα περισσότερα από τα νούμερα που μεσολαβούν μέχρι το δικό του θα ‘χαν ήδη καταθέσει τα όπλα και φύγει. Βροντώντας πίσω τους την πόρτα και κατεβάζοντας καντήλια. Σε κάθε περίπτωση, όσο αποτελεσματικός κι αν αποδειχτεί κάθε υπάλληλος κι όσο προετοιμασμένος κι αν έχει προσέλθει κάθε υπήκοος, καλό είναι εσύ που περιμένεις, να ‘χεις έναν Τολστόι πρόχειρο, ή έστω έναν Ουγκώ. Και να μην έχεις πιει και πολλά υγρά το πρωί…

Στο Μητρώο Ασφαλισμένων λοιπόν θα πρέπει να έχει πέντε έξι γραφεία και τρία, αν θυμάμαι καλά, παράθυρα εξυπηρέτησης. Το μεσημέρι όμως εκείνο, λίγες μέρες πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων και πιθανόν με κάποιους από τους υπαλλήλους σε άδεια, σε όλο το τμήμα, μέσα κι έξω, υπήρχε ένας μόνο άνθρωπος – κάποια στιγμή εμφανίστηκε και μια κυρία με μερικές σακούλες ψώνια, αλλά δεν επηρεάζει την ιστορία μας.

Είχα την χαρά (εδώ το εννοώ το «χαρά») να κάθομαι ακριβώς απέναντί του. Κι έχω μόνο θαυμασμό γι’ αυτόν. Όχι, αλήθεια! Ποιος ξέρει; Να δείτε που στο Μητρώο μπορεί και να ‘χουν δυο βάρδιες – η μια αυτός και η άλλη όλοι οι άλλοι. Ο άνθρωπος σκιζόταν. Τα έκανε όλα! Εξυπηρετούσε υπηκόους, σήκωνε τηλέφωνα, έβαζε στη θέση τους ανυπόμονους προβοκάτορες γκρινιάρηδες, απαντούσε σε ερωτήσεις εμβολίμων εκτός σειράς (ξέρετε, του τύπου «μια ερωτησούλα να κάνω») κατακεραυνώνοντας όμως και παραπέμποντας στα νούμερα τα νούμερα που επιχειρούσαν να μετατρέψουν την «ερωτησούλα» σε διαπραγμάτευση.

Κι όλα αυτά, όντας ευγενής και συνάμα ψαρωτικός, πολύ ψαρωτικός. Ποια διαμαρτυρία και ποια αντίρρηση, αγαπητοί; Οι αντρικές πλάτες και τα γυναικεία οπίσθια μπροστά μου εναλλάσσονταν ταχύτατα. Ή θα γινόταν η δουλειά, ή δεν θα γινόταν. Ενδιάμεση κατάσταση δεν υπήρχε. Ούτε μια φορά δεν άκουσα «τι να σας κάνω κι εγώ, έτσι μας έχουν πει να λέμε», «για δώστε μου να το ξαναδώ μήπως…» και τέτοια. Φαινόταν πως ήξερε τη δουλειά απέξω κι ανακατωτά, σαν να την έκανε 40 χρόνια – που μπορεί και να ‘ναι και το πιθανότερο, εδώ που τα λέμε.

Η μόνη ανησυχία που είχα παρατηρώντας τον κ. Χαράλαμπο Κ. (το επίθετο του αποτελεσματικότερου δημόσιου υπάλληλου που έχω γνωρίσει ποτέ είναι στη διάθεση του γράφοντος και κάθε καλόπιστου αναγνώστη) ήταν μήπως και παραδώσει το πνεύμα ο υπερκινητικός του εκτυπωτής. Ή το συρραπτικό. Ή όλο το σύστημα του ΙΚΑ, έτσι που το ‘τρεχε...

Είχε προ πολλού περάσει η μια και ο κ. Κ. συνέχιζε να εργάζεται, να πληροφορεί, να βοηθάει. Στις 2 παρά τέταρτο, 45 λεπτά μετά το πέρας των ωρών συνδιαλλαγής με το κοινό, έφτασε και η σειρά τού 205. Όπως ήξερα ότι θα συμβεί, εξυπηρετήθηκα (χωρίς κανένα εισαγωγικό εδώ) μέσα σε δυο λεπτά.

Τελειώνοντας, ζήτησα από τον καλό άνθρωπο το όνομά του γιατί ήθελα, είπα, να γράψω κάτι γι’ αυτόν. Δεν με ρώτησε αν θα ‘ναι για καλό ή για κακό. Μου το ‘δωσε γραμμένο σ’ ένα χαρτί, ενώ φεύγοντας σαν να τον είδα να χαμογελάει. Αλλά μπορεί να κάνω και λάθος… 

ΒΧ

19/12/11

Vaclav Havel, 5/10/1936 - 18/12/2011



Είχα κρατήσει την ομιλία αυτή του Vaclav Havel και αυτή είναι η ώρα να τη μοιραστώ με σας που έχετε την υπομονή να επισκέπτεστε αυτό το blog. Αφιερώστε της λίγα λεπτά. Και δείτε πόσες φράσεις θα μπορούσαν να έχουν ειπωθεί, 21 χρόνια μετά, και για τη δική μας πατρίδα. Γιατί αλήθεια να μη μιλάνε έτσι απλά και κατευθείαν στην καρδιά όλοι οι πολιτικοί;

New Year's Address to the Nation


Prague, January 1, 1990

My dear fellow citizens, 

For forty years you heard from my predecessors on this day different variations on the same theme: how our country was flourishing, how many million tons of steel we produced, how happy we all were, how we trusted our government, and what bright perspectives were unfolding in front of us.

I assume you did not propose me for this office so that I, too, would lie to you.

Our country is not flourishing. The enormous creative and spiritual potential of our nations is not being used sensibly. Entire branches of industry are producing goods that are of no interest to anyone, while we are lacking the things we need. A state which calls itself a workers' state humiliates and exploits workers. Our obsolete economy is wasting the little energy we have available. A country that once could be proud of the educational level of its citizens spends so little on education that it ranks today as seventy-second in the world. We have polluted the soil, rivers and forests bequeathed to us by our ancestors, and we have today the most contaminated environment in Europe. Adults in our country die earlier than in most other European countries.

Allow me a small personal observation. When I flew recently to Bratislava, I found some time during discussions to look out of the plane window. I saw the industrial complex of Slovnaft chemical factory and the giant Petr'alka housing estate right behind it. The view was enough for me to understand that for decades our statesmen and political leaders did not look or did not want to look out of the windows of their planes. No study of statistics available to me would enable me to understand faster and better the situation in which we find ourselves.

But all this is still not the main problem. The worst thing is that we live in a contaminated moral environment. We fell morally ill because we became used to saying something different from what we thought. We learned not to believe in anything, to ignore one another, to care only about ourselves. Concepts such as love, friendship, compassion, humility or forgiveness lost their depth and dimension, and for many of us they represented only psychological peculiarities, or they resembled gone-astray greetings from ancient times, a little ridiculous in the era of computers and spaceships. Only a few of us were able to cry out loudly that the powers that be should not be all-powerful and that the special farms, which produced ecologically pure and top-quality food just for them, should send their produce to schools, children's homes and hospitals if our agriculture was unable to offer them to all.

The previous regime - armed with its arrogant and intolerant ideology - reduced man to a force of production, and nature to a tool of production. In this it attacked both their very substance and their mutual relationship. It reduced gifted and autonomous people, skillfully working in their own country, to the nuts and bolts of some monstrously huge, noisy and stinking machine, whose real meaning was not clear to anyone. It could not do more than slowly but inexorably wear out itself and all its nuts and bolts.

When I talk about the contaminated moral atmosphere, I am not talking just about the gentlemen who eat organic vegetables and do not look out of the plane windows. I am talking about all of us. We had all become used to the totalitarian system and accepted it as an unchangeable fact and thus helped to perpetuate it. In other words, we are all - though naturally to differing extents - responsible for the operation of the totalitarian machinery. None of us is just its victim. We are all also its co-creators.

Why do I say this? It would be very unreasonable to understand the sad legacy of the last forty years as something alien, which some distant relative bequeathed to us. On the contrary, we have to accept this legacy as a sin we committed against ourselves. If we accept it as such, we will understand that it is up to us all, and up to us alone to do something about it. We cannot blame the previous rulers for everything, not only because it would be untrue, but also because it would blunt the duty that each of us faces today: namely, the obligation to act independently, freely, reasonably and quickly. Let us not be mistaken: the best government in the world, the best parliament and the best president, cannot achieve much on their own. And it would be wrong to expect a general remedy from them alone. Freedom and democracy include participation and therefore responsibility from us all.

If we realize this, then all the horrors that the new Czechoslovak democracy inherited will cease to appear so terrible. If we realize this, hope will return to our hearts.

In the effort to rectify matters of common concern, we have something to lean on. The recent period - and in particular the last six weeks of our peaceful revolution - has shown the enormous human, moral and spiritual potential, and the civic culture that slumbered in our society under the enforced mask of apathy. Whenever someone categorically claimed that we were this or that, I always objected that society is a very mysterious creature and that it is unwise to trust only the face it presents to you. I am happy that I was not mistaken. Everywhere in the world people wonder where those meek, humiliated, skeptical and seemingly cynical citizens of Czechoslovakia found the marvelous strength to shake the totalitarian yoke from their shoulders in several weeks, and in a decent and peaceful way. And let us ask: Where did the young people who never knew another system get their desire for truth, their love of free thought, their political ideas, their civic courage and civic prudence? How did it happen that their parents -- the very generation that had been considered lost -- joined them? How is it that so many people immediately knew what to do and none needed any advice or instruction?

I think there are two main reasons for the hopeful face of our present situation. First of all, people are never just a product of the external world; they are also able to relate themselves to something superior, however systematically the external world tries to kill that ability in them. Secondly, the humanistic and democratic traditions, about which there had been so much idle talk, did after all slumber in the unconsciousness of our nations and ethnic minorities, and were inconspicuously passed from one generation to another, so that each of us could discover them at the right time and transform them into deeds.

We had to pay, however, for our present freedom. Many citizens perished in jails in the 1950s, many were executed, thousands of human lives were destroyed, hundreds of thousands of talented people were forced to leave the country. Those who defended the honor of our nations during the Second World War, those who rebelled against totalitarian rule and those who simply managed to remain themselves and think freely, were all persecuted. We should not forget any of those who paid for our present freedom in one way or another. Independent courts should impartially consider the possible guilt of those who were responsible for the persecutions, so that the truth about our recent past might be fully revealed.

We must also bear in mind that other nations have paid even more dearly for their present freedom, and that indirectly they have also paid for ours. The rivers of blood that have flowed in Hungary, Poland, Germany and recently in such a horrific manner in Romania, as well as the sea of blood shed by the nations of the Soviet Union, must not be forgotten. First of all because all human suffering concerns every other human being. But more than this, they must also not be forgotten because it is these great sacrifices that form the tragic background of today's freedom or the gradual emancipation of the nations of the Soviet Bloc, and thus the background of our own newfound freedom. Without the changes in the Soviet Union, Poland, Hungary, and the German Democratic Republic, what has happened in our country would have scarcely happened. And if it did, it certainly would not have followed such a peaceful course.

The fact that we enjoyed optimal international conditions does not mean that anyone else has directly helped us during the recent weeks. In fact, after hundreds of years, both our nations have raised their heads high of their own initiative without relying on the help of stronger nations or powers. It seems to me that this constitutes the great moral asset of the present moment. This moment holds within itself the hope that in the future we will no longer suffer from the complex of those who must always express their gratitude to somebody. It now depends only on us whether this hope will be realized and whether our civic, national, and political self-confidence will be awakened in a historically new way.

Self-confidence is not pride. Just the contrary: only a person or a nation that is self-confident, in the best sense of the word, is capable of listening to others, accepting them as equals, forgiving its enemies and regretting its own guilt. Let us try to introduce this kind of self-confidence into the life of our community and, as nations, into our behavior on the international stage. Only thus can we restore our self-respect and our respect for one another as well as the respect of other nations.

Our state should never again be an appendage or a poor relative of anyone else. It is true that we must accept and learn many things from others, but we must do this in the future as their equal partners, who also have something to offer.

Our first president wrote: "Jesus, not Caesar." In this he followed our philosophers Chelyicky and Komensky. I dare to say that we may even have an opportunity to spread this idea further and introduce a new element into European and global politics. Our country, if that is what we want, can now permanently radiate love, understanding, the power of the spirit and of ideas. It is precisely this glow that we can offer as our specific contribution to international politics.

Masaryk(*) based his politics on morality. Let us try, in a new time and in a new way, to restore this concept of politics. Let us teach ourselves and others that politics should be an expression of a desire to contribute to the happiness of the community rather than of a need to cheat or rape the community. Let us teach ourselves and others that politics can be not simply the art of the possible, especially if this means the art of speculation, calculation, intrigue, secret deals and pragmatic maneuvering, but that it can also be the art of the impossible, that is, the art of improving ourselves and the world.

We are a small country, yet at one time we were the spiritual crossroads of Europe. Is there a reason why we could not again become one? Would it not be another asset with which to repay the help of others that we are going to need?
Our homegrown Mafia, those who do not look out of the plane windows and who eat specially fed pigs, may still be around and at times may muddy the waters, but they are no longer our main enemy. Even less so is our main enemy any kind of international Mafia. Our main enemy today is our own bad traits: indifference to the common good, vanity, personal ambition, selfishness, and rivalry. The main struggle will have to be fought on this field.

There are free elections and an election campaign ahead of us. Let us not allow this struggle to dirty the so-far clean face of our gentle revolution. Let us not allow the sympathies of the world, which we have won so fast, to be equally rapidly lost through our becoming entangled in the jungle of skirmishes for power. Let us not allow the desire to serve oneself to bloom once again under the stately garb of the desire to serve the common good. It is not really important now which party, club or group prevails in the elections. The important thing is that the winners will be the best of us, in the moral, civic, political and professional sense, regardless of their political affiliations. The future policies and prestige of our state will depend on the personalities we select, and later, elect to our representative bodies.

My dear fellow citizens!

Three days ago I became the president of the republic as a consequence of your will, expressed through the deputies of the Federal Assembly. You have a right to expect me to mention the tasks I see before me as president.

The first of these is to use all my power and influence to ensure that we soon step up to the ballot boxes in a free election, and that our path toward this historic milestone will be dignified and peaceful.

My second task is to guarantee that we approach these elections as two self-governing nations who respect each other's interests, national identity, religious traditions, and symbols. As a Czech who has given his presidential oath to an important Slovak who is personally close to him, I feel a special obligation - after the bitter experiences that Slovaks had in the past - to see that all the interests of the Slovak nation are respected and that no state office, including the highest one, will ever be barred to it in the future.

My third task is to support everything that will lead to better circumstances for our children, the elderly, women, the sick, the hardworking laborers, the national minorities and all citizens who are for any reason worse off than others. High-quality food or hospitals must no longer be a prerogative of the powerful; they must be available to those who need them the most.

As supreme commander of the armed forces I want to guarantee that the defensive capability of our country will no longer be used as a pretext for anyone to stand in the way of courageous peace initiatives, the reduction of military service, the establishment of alternative military service and the overall humanization of military life.

In our country there are many prisoners who, though they may have committed serious crimes and have been punished for them, have had to submit - despite the goodwill of some investigators, judges and above all defense lawyers - to a debased judiciary process that curtailed their rights. They now have to live in prisons that do not strive to awaken the better qualities contained in every person, but rather humiliate them and destroy them physically and mentally. In a view of this fact, I have decided to declare a relatively extensive amnesty. At the same time I call on the prisoners to understand that forty years of unjust investigations, trials and imprisonments cannot be put right overnight, and to understand that the changes that are being speedily prepared still require time to implement. By rebelling, the prisoners would help neither society nor themselves. I also call on the public not to fear the prisoners once they are released, not to make their lives difficult, to help them, in the Christian spirit, after their return among us to find within themselves that which jails could not find in them: the capacity to repent and the desire to live a respectable life.

My honorable task is to strengthen the authority of our country in the world. I would be glad if other states respected us for showing understanding, tolerance and love for peace. I would be happy if Pope John Paul II and the Dalai Lama of Tibet could visit our country before the elections, if only for a day. I would be happy if our friendly relations with all nations were strengthened. I would be happy if we succeeded before the elections in establishing diplomatic relations with the Vatican and Israel. I would also like to contribute to peace by briefly visiting our close neighbors, the German Democratic Republic and the Federal Republic of Germany. Neither shall I forget our other neighbors - fraternal Poland and the ever-closer countries of Hungary and Austria.

In conclusion, I would like to say that I want to be a president who will speak less and work more. To be a president who will not only look out of the windows of his airplane but who, first and foremost, will always be present among his fellow citizens and listen to them well.

You may ask what kind of republic I dream of. Let me reply: I dream of a republic independent, free, and democratic, of a republic economically prosperous and yet socially just; in short, of a humane republic that serves the individual and that therefore holds the hope that the individual will serve it in turn. Of a republic of well-rounded people, because without such people it is impossible to solve any of our problems - human, economic, ecological, social, or political.

The most distinguished of my predecessors opened his first speech with a quotation from the great Czech educator, Komensky. Allow me to conclude my first speech with my own paraphrase of the same statement:

People, your government has returned to you!

* Tom Garrigue Masaryk (1850-1937), Czech statesman and philosopher, the first president of Czechoslovakia. 

9/11/11

PLUS ҪA CHANGE...


Την δεκαετία του ’50, με τις πληγές τού Β’ Μεγάλου Πολέμου και του Εμφύλιου ακόμη ανεπούλωτες, αυτό από το οποίο η χώρα είχε ανάγκη ήταν σταθερότητα. Αναζητώντας την, η πολιτική νομενκλατούρα της εποχής έκανε το προφανές. Άλλαζε κυβερνήσεις.  

Στις 30 Ιουνίου του ’51 άλλη μια κυβέρνηση, του Σοφοκλή Βενιζέλου, διασπάστηκε λόγω μιας ακόμη ασήμαντης αφορμής και παραιτήθηκε. Ο τότε βασιλιάς Παύλος έκανε προσπάθειες να σχηματίσει οικουμενική κυβέρνηση, ή έστω, μια με πολιτικούς των τριών μεγάλων κομμάτων. Μετά από πολλές άκαρπες προσπάθειες, έστειλε αυτή την έκκληση στους αρχηγούς τους:

«Δεκατρείς κυβερνήσεις διεδέχθησαν η μια την άλλη κατά το σύντομο διάστημα της βασιλείας μου (σ.σ. μέχρι τότε 4 χρόνια). Αλλά η πατρίς μας ζητεί την ανεπιφύλακτον συνεργασίαν όλων των πολιτικών αρχηγών εις τρόπον ώστε, δια κοινών αγώνων και προσπαθειών, να παρακαμφθούν όλαι αι δυσχέρειαι…»

Για να καταλήξει:

«Εάν παρά την έκκλησιν ταύτην δεν δυνηθήτε να πραγματοποιήσητε την αναγκαίαν συνεργασίαν και δεν επιτύχετε εις τον σχηματισμόν κυβερνήσεως, τότε θα αναγκασθώ εγώ να εύρω ο ίδιος μιαν λύσιν. Εις την περίπτωσιν όμως ταύτην, ο πολιτικός κόσμος της χώρας θα φέρη το βάρος της ευθύνης ότι δεν με εβοήθησε εις την παρούσαν προσπάθειαν όπως πραγματοποιηθή ένας εθνικός συνασπισμός».

Τρεις μέρες μετά σχηματίστηκε κυβέρνηση.

Γιατί δεν μπορεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να κάνει σήμερα κάτι αντίστοιχο και δείχνει απλώς να παρακολουθεί αμήχανος το ανούσιο, μπροστά στο τι μας περιμένει, παρασκηνιακό αλισβερίσι το αποτέλεσμα του οποίου θα κληθεί μετά, εκών άκων, να ευλογήσει; Δεν το επιτρέπει το Σύνταγμα; Ελάτε τώρα…

Και κάτι ακόμη. Θα καταλάβουν ποτέ οι σημερινοί πολιτικοί ότι βρίσκονται στην πολιτική για να πάρουν αποφάσεις, να τολμήσουν, να δώσουν λύσεις, να βγάλουν τη χώρα από το λούκι που οι ίδιοι την έβαλαν; Για να επιδείξουν πραγματική ευθύνη; Η εποχή που το job description του Έλληνα πολιτευτή συνοψιζόταν στα «άντε στο γραφείο, παράγγειλε καφέ, διάβασε εφημερίδες, βάλε μια δυο υπογραφές, χούφτωσε την καινούρια μικρή, δέξου υπηκόους, διόρισε ανιψιούς, πάρε τηλέφωνα για ρουσφέτια, πήγαινε για φαγητό στον Γεροφοίνικα και μετά σπίτι για ύπνο», δεν υπάρχει πια. Ούτε θα ξανάρθει.

Όποιος δεν μπορεί να το καταλάβει αυτό, ας πάει σπίτι του. Ή στο Da Capo. Ή σε κάποιο ΔΣ…

ΒΧ

8/11/11

ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΛΙΚΗ

Αγαπητή Αλίκη,

Σχετικά με το σχόλιο που βρήκες τον χρόνο να κάνεις για την ανάρτησή μου (τι λέξη κι αυτή, ε;) "Τι Έχουμε Καταλάβει", λέω να σχολιάσω μόνο το θέμα της εποπτείας. Βλέπεις, ο κοινωνικός ρόλος τού κράτους που, για αμόλυντους ιδεαλιστές όπως εσύ, περιλαμβάνει και αναδιανομή του πλούτου, είναι για μένα, που έχω προ πολύ περισσότερου περάσει τα 18, η απόλυτη ουτοπία. Θα μου αρκούσε ένα κράτος που να με σέβεται, να μη με μεταχειρίζεται εκ προοιμίου ως απατεώνα και να μου επιστρέφει σε υπηρεσίες αυτά που μια ζωή του πληρώνω σε χρήμα, στο ακέραιο.  

Όσο για την εθνική μας κυριαρχία φοβάμαι πως αυτή έχει προ πολλού "χαθεί". Από τότε ίσως που, ως ισότιμα μέλη μιας ενωμένης Ευρώπης, εκχωρήσαμε και την οικονομική μας αυτονομία. Τι σ' ενοχλεί όμως αν πάνω από άχρηστους, βολεμένους, τεμπέληδες, βολτέρους(*) ή διεφθαρμένους κηφήνες τοποθετηθεί ένας αποτελεσματικός, αδιάφθορος τεχνοκράτης για να βάλει μια τάξη σ’ ένα κράτος-οπερέτα;  Δεν θα μειωθεί έτσι το κόστος, άρα και οι φόροι που εσύ κι εγώ πληρώνουμε, για τη λειτουργία αυτού του απίστευτα αναποτελεσματικού μηχανισμού;  

Οι μόνοι που πραγματικά θα ενοχληθούν θα είναι οι κρατικοδίαιτες αλογόμυγες που το απομυζούν εδώ και χρόνια. Σε τελική ανάλυση, από τη στιγμή που δεν μπορούμε, ή δεν τολμάμε, να κάνουμε στοιχειώδες μεταρρυθμίσεις και αναγκαζόμαστε να καταφεύγουμε σε σπασμωδικά, βαθύτατα αντικοινωνικά μέτρα, όπως οι έκτακτες εισφορές και τα κάθε λογής χαράτσια, δεν μ' ενοχλεί διόλου αν έρθει άλλος να κάνει αυτές τις αλλαγές για μένα. 

Και να σου πω και κάτι άλλο; Να φέρουμε κι άλλους επόπτες, ελεγκτές, επιτηρητές, παιδονόμους... Για να φροντίζουν να εφαρμόζονται και οι νόμοι. Όλοι όμως. Από την ολοκληρωτική πάταξη της φοροδιαφυγής (που μπορεί πράγματι να οδηγήσει σε μια «αναδιανομή» του πλούτου) ως την παραβίαση του κόκκινου. Διότι μόνο έτσι ασκείται πραγματική, και όχι a la carte, δικαιοσύνη. Εκτός αν επιμένουμε να βασιζόμαστε στον αλήστου μνήμης πατριωτισμό και το υπερτιμημένο φιλότιμο των Ελλήνων.

ΒΧ

(*) "Βολτέρους" ονόμαζαν οι συνάδελφοί τους, τη δεκαετία του '50, κάποιους υπαλλήλους της Εθνικής Τράπεζας που, αντί να δουλεύουν, έκοβαν βόλτες στους διαδρόμους (Ιστορία Της Σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974, Σόλων Ν. Γρηγοριάδης). Εύστοχος χαρακτηρισμός και, πολύ φοβάμαι, διαχρονικός.

5/11/11

Όιρο-Ένγκλις

The European Commission has just announced an agreement whereby English will be the official language of the European Union rather than German, which was the other possibility. As part of the negotiations, the Commission conceded that English spelling had some room for improvement and has accepted a 5-year phase-in plan that would become known as "Euro-English".

In the first year, "s" will replace the soft "c". Sertainly, this will make the sivil servants jump with joy. The hard "c" will be dropped in favor of "k". This should klear up konfusion, while keyboards kan have one less letter.

There will be growing publik enthusiasm in the sekond year when the troublesome "ph" will be replaced with "f". This will make words like fotograf 20% shorter.
In the 3rd year, publik akseptanse of the new spelling kan be expekted to reach the stage where more komplikated changes are possible. Governments will enkourage the removal of double letters which have always ben a deterent to akurate speling. Also, al wil agre that the horibl mes of the silent "e" in the languag is disgrasful and should go away.
By the 4th yer, people wil be reseptiv to steps such as replasing "th" with "z" and "w" with "v".
During ze fifz yer, ze unesesary leter "o" kan be dropd from vords kontaining "ou" and after ziz fifz yer, ve vil hav a reil sensibl ritin styl. Zer vil be no mor trubl or difikultis and evrivun vil find it ezi tu understand ech oza. Ze drem of a united urop vil finali kam tru.
Und efter ze fifz yer, ve vil al be speking German like zey vunted in ze ferst plas...

29/10/11

ΤΙ ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ

«Αυτό που ζούμε είναι τραγικό», είπε καλώντας πρόσφατα τη Βουλή να υπερψηφίσει το πολυνομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών ο επόμενος Παπανδρέου. Και μίλησε για «στιγμές ιστορικές» και για «συνθήκες που δεν έχουμε καταλάβει». 

Ποιοι δεν έχουμε καταλάβει; Εσείς κι εγώ; Δεν νομίζω. Διότι απλοί, κανονικοί άνθρωποι όπως εμείς είναι σίγουρο ότι κάτι έχουμε καταλάβει. 

Έχουμε καταλάβει, για παράδειγμα, ότι για τα επόμενα 10, 20, μπορεί και 100 χρόνια θα ζούμε μόνο για να εξοφλούμε δημόσια χρέη, πληρώνοντας φόρους και έκτακτες εισφορές που θα συνεχίσουν να καταλήγουν στον ίδιο διάτρητο πίθο των ανίκανων να μηρυκάζουν και να πέρδονται ταυτόχρονα φοροαρπακτικών Δαναΐδων.

Έχουμε καταλάβει πόσο συστηματικά ψεύτες (ή επικίνδυνα βλάκες) ήταν και παραμένουν αυτοί που προεκλογικά μας καλούσαν να επιλέξουμε ανάμεσα σε «σοσιαλισμό ή βαρβαρότητα» υποσχόμενοι ότι «λεφτά υπάρχουν», ενώ μετεκλογικά διερρήγνυαν τα Vardas τους για το ότι «αποκλείεται αναδιάρθρωση του χρέους» διαβεβαιώνοντας ότι «δεν θα δεχόντουσαν κανενός είδους εποπτεία» κ.λπ. και, δυο χρόνια τώρα, αντί να περιορίσουν δραστικά ένα κράτος/Λερναία Ύδρα, σκαλίζουν τον αφαλό τους. 

Έχουμε καταλάβει ότι ακόμη κι αν το «κούρεμα» του χρέους (και η σφαλιάρα που παραδοσιακά ακολουθεί κάθε κούρεμα) αποδειχτεί βήμα θετικό, είναι το τελευταίο πριν την απομόνωση, τη μαγκρεμποποίηση και την επιστροφή στην ένδοξη μνα.

Έχουμε καταλάβει ότι μαζί με τα ψέματα τέλειωσαν και τα «αν δεν», του τύπου «αν δεν σταματήσει η κακοδιαχείριση…», «αν δεν συμμορφωθούμε…», «αν δεν παταχθεί η φοροδιαφυγή…», (συμπληρώστε εδώ τους δικούς σας επιθυμητούς όρους λύτρωσης).  

Έχουμε καταλάβει ότι, ενώ μόνοι μας κάναμε τα οικονομικά μας σώβρακο, μας φταίνε τώρα όλοι οι άλλοι.

Έχουμε καταλάβει ότι χάρη στους αξιοθρήνητους κυβερνητικούς χειρισμούς, η δική μας είναι η μόνη χώρα από τις προβληματικές PIGS που μπαίνει –περήφανα, είναι αλήθεια, και με το κεφάλι ψηλά μια και η ίδια το ζήτησε– σε καθεστώς εποπτείας, κάτι που προσωπικά δεν με ενοχλεί καθόλου.

Έχουμε καταλάβει πόσο ζώα (ή πόσο εθελούσια τυφλοί) ήμασταν τόσο καιρό που δεν ξέραμε (ή, χειρότερα, ξέραμε αλλά το θεωρούσαμε ανώδυνο, χαριτωμένο και γραφικό) τι συβαριτικό φαγοπότι γινόταν στο Δημόσιο, λες και το φρικαλέο, αδίστακτα παρασιτικό, σαδιστικά αυθάδες κηφηναριό που αμείβονταν κάθε μήνα με το ΑΕΠ του Λεσότο απλώς για να μετατρέπει οξυγόνο σε διοξείδιο του άνθρακα δεν συντηρούταν με τα δικά μας λεφτά.

Έχουμε καταλάβει, έστω κάποιοι, τη ματαιότητα των καταλήψεων και των απεργιών που τελικά το μόνο που σήμερα καταφέρνουν είναι να βασανίζουν περισσότερο τον αδύναμο, ανήμπορο να αντιδράσει πολίτη.

Έχουμε καταλάβει ότι το δικαίωμα στην απεργία είναι ιερό, ιερότερο βέβαια αυτού στην εργασία. 

Έχουμε καταλάβει ότι ο περήφανος νεοέλληνας ό,τι δεν κάνει αντικανονικά το κάνει αντικοινωνικά.

Έχουμε καταλάβει ότι κανενός είδους κούρεμα δεν μπορεί να μας γλυτώσει από την πολιτική χρεωκοπία. 

Έχουμε καταλάβει ότι ο θεσμός της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας υπάρχει απλώς για να κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι, προφανώς βαθιά προβληματισμένος, ένας καθόλα αξιοπρεπής, ηλικιωμένος κύριος όταν μοιάζει να ενημερώνεται από τον γιο του αφεντικού.

Έχουμε καταλάβει ότι όταν γίνουν εκλογές, ο κυρίαρχος, αλλά αδιόρθωτα μαλάκας, λαός θα ξαναστείλει στη Βουλή τους ίδιους φιλάρεσκους φελλούς, τους ίδιους πιο άχρηστους κι από λιμενεργάτη στα Βαρδούσια επαγγελματίες κομματάνθρωπους, αλλάζοντας απλώς τις θέσεις τους στην αίθουσα.

Έχουμε καταλάβει τη ματαιότητα αξιέπαινων, αρχικά, πολιτικών πρωτοβουλιών μέσα σ’ ένα περιβάλλον γενικού βολέματος, αδιάφορου «ελαμωρετώρα» και αθεράπευτου «ασεγιαύριο».

Έχουμε καταλάβει ότι κανένας πραγματικά ικανός, αφιλοκερδής, μη υστερόβουλος άνθρωπος δεν πρόκειται να βάλει το κεφάλι του στον απύθμενο ντορβά της πολιτικής για να δουν τα παιδιά μας άσπρη μέρα. 

Έχουμε καταλάβει, όσοι τουλάχιστον επιμένουμε να ενημερωνόμαστε από την ελληνική τηλεόραση, ότι θα παρακολουθούμε τηλεοπτικά σκουπίδια αφιερωμένα σε μια ατέρμονη αναζήτηση για τον επαναπροσδιορισμό αφενός των ανώτερων ορίων της υπερβολής και της κινδυνολογίας και αφετέρου των κατώτερων ορίων του κιτς και της κακογουστιάς. 

Έχουμε καταλάβει ότι ο κόσμος αλλάζει, η κοινωνία αλλάζει.

Έχουμε καταλάβει ότι θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τα όρια αντοχής μας – και να τα ξεπεράσουμε.

Έχουμε καταλάβει ότι τίποτε πλέον δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο ή σίγουρο.

Έχουμε καταλάβει ότι δύσκολα μπορεί να προγραμματίσει κανείς την επόμενη του μέρα, πόσω μάλλον την επόμενή του κίνηση.

Έχουμε καταλάβει ότι θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτά που χρειαζόμαστε και όχι με αυτά που θέλουμε, περισσότερο αυτάρκεις τώρα και ουσιαστικότερα ολιγαρκείς.

Έχουμε καταλάβει ότι οι στιγμές αναψυχής μας θα είναι πια ριζικά διαφορετικές, αλλά όχι απαραίτητα λιγότερες ή φτωχότερες σε συναισθήματα.

Έχουμε καταλάβει ότι, για να μας χαρίζουν περισσότερη ζέστη, θα πρέπει τώρα να κόβουμε μόνοι μας τα ξύλα μας. 

Έχουμε τέλος καταλάβει ότι χρειαζόμαστε επειγόντως έναν νέο Διαφωτισμό, μια νέα Αναγέννηση.



ΒΧ

18/10/11

ΑΥΤΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΑΞΙΤΖΗΔΕΣ

Διαβάζω στην Καθημερινή ότι σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιεί το  www.hotels.com, τα αποτελέσματα της οποίας δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα, τα ταξί του Λονδίνου επελέγησαν, για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά, ως «τα καλύτερα ταξί του κόσμου». 

Σύμφωνα με την έρευνα, το Λονδίνο πήρε την πρώτη θέση της κατάταξης, με μεγάλη μάλιστα διαφορά από τις άλλες πόλεις, σε ερωτήσεις που κυμαίνονταν από την ασφάλεια ως την φιλικότητα των οδηγών ταξί και την καλή γνώση της περιοχής. Η έρευνα αυτή έγινε τον Αύγουστο σε δείγμα περίπου 5.000 ανθρώπων που ρωτήθηκαν σε 23 χώρες.

Και θυμήθηκα τις βροχερές και κρύες νύχτες του Λονδρέζικου χειμώνα. Κι αυτούς τους παράξενους, αξιοθρήνητους τύπους που έβλεπα καβάλα σε κακορίζικα μηχανάκια, με το L (Learner) του μαθητευόμενου κολλημένο στην πινακίδα. Φορούσαν παλιομοδίτικα κράνη οι περισσότεροι, ναυτικές νιτσεράδες, χοντρές γαλότσες και άκαμπτα εργατικά γάντια, αλλά ήταν απαραίτητα ζωσμένοι όλοι με αντανακλαστικές λουρίδες.

Μπροστά τους, στερεωμένες όπως-όπως στο τιμόνι, είχαν διάφανες σακούλες με νοτισμένους χάρτες της πόλης. Κινούνταν αργά, σπασμωδικά και ανισόρροπα, σταματώντας πού και πού στην άκρη του δρόμου, σαν να έψαχναν κάτι. Κι έδειχναν να μη νοιάζονται διόλου για τον καιρό, την κυκλοφορία και τα διώροφα λεωφορεία που απειλούσαν την ύπαρξή τους.

Η πρώτη φορά που συνάντησα αυτή την περίεργη φυλή δικυκλιστών ήταν πίσω στο μακρινό 1976. Και ρώτησα βέβαια αν εξέτιαν κάποια ποινή, απ’ αυτές που μόνο Βρετανοί δικαστές έχουν την φαντασία να επιβάλλουν –δεν μπορεί, θα ‘χετε δει τις περούκες τους–, ή αν είχαν απλώς χάσει κάποιο στοίχημα. 

Όταν όμως έμαθα τι ήταν όλοι αυτοί και τι διάολο έκαναν στη βροχή και το κρύο, αψηφώντας την κίνηση και παίζοντας τη ζωή τους κορόνα-γράμματα, πραγματικά εντυπωσιάστηκα. Διότι εκείνοι οι μουσκεμένοι, ριψοκίνδυνοι, ατρόμητοι αναβάτες δεν ήταν παρά υποψήφιοι οδηγοί ταξί. Είχαν μάλιστα και όνομα: The Knowledge Boys

Βλέπετε, σε αντίθεση με τον αντίστοιχο, κατάφωρα αδικημένο Έλληνα «επαγγελματία», ο Λονδρέζος οδηγός ταξί απαιτείται να έχει πλήρη γνώση της μεγαλούπολης, γνώση που εκτός από δρόμους, πλατείες, πάρκα και σταθμούς τρένων ή μετρό, περιλαμβάνει κάθε ιστορικό ή άλλο αξιοθέατο, κάθε ξενοδοχείο, εστιατόριο, κλαμπ, αλλά και νοσοκομείο, αστυνομικό τμήμα, εκκλησία, δημόσια υπηρεσία κ.λπ. 

Και όχι μόνο. Πρέπει να γνωρίζει λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα, με ποιους δρόμους διασταυρώνεται κάθε λεωφόρος και ποια θέατρα συναντά κανείς σ’ αυτήν. Και με ποια σειρά. Οτιδήποτε δηλαδή χρειάζεται για να μεταφέρει οποιονδήποτε οπουδήποτε. Από την αμεσότερη και ταχύτερη διαδρομή. Αποφασίζοντας αστραπιαία. Χωρίς να συμβουλεύεται χάρτες, συστήματα πλοήγησης ή κέντρα ελέγχου. Και σκεφτείτε ότι μιλάμε για πάνω από 25.000 δρόμους σε μια ακτίνα 10 χιλιομέτρων από το νοητό κέντρο της πόλης.

Αναμφίβολα, πρόκειται για τις πιο απαιτητικές ανάλογες εξετάσεις στον κόσμο. Η «Γνώση» απαιτεί, κατά μέσο όρο, τρία χρόνια, ενώ κάθε υποψήφιος πρέπει να είναι ψυχολογικά και οικονομικά προετοιμασμένος να δώσει εξετάσεις τουλάχιστον 12 φορές(!) πριν αποκτήσει την άδεια.

Τα γράφω αυτά επειδή ο αξύριστος που χειριζόταν υποτυπωδώς –γιατί «οδηγούσε» δεν το ‘λεγες– τη βρομερή Toyota που μου ‘τυχε τις προάλλες ήταν, μέχρι πριν λίγους μήνες και πριν το upgrading, σερβιτόρος σε ταβέρνα στον Νέο Κόσμο.

Τα γράφω αυτά επειδή διαβάζω ότι «δεν είδαμε τίποτα ακόμη», ότι «θα τρίβουμε τα μάτια μας» και ότι «θα χυθεί αίμα», εκτός από λάδια. Τα γράφω επειδή ακούω τον μαινόμενο ταξί-αρχο Λυμπερόπουλο με το ροζ πουκάμισο και το κομοδινί μαλλί (ή μήπως είναι αντίστροφα;) να απειλεί κάποιους ότι θα τους «λιώσει», άλλους ότι θα τους «ξεπαστρέψει», ότι «δεν θα πάνε στο νεκροταφείο μόνοι τους» κι άλλα τέτοια εμπνευσμένα αντιστασιακά. 

Και ποιοι έχουν αυτόν τον ανεκδιήγητο τύπο εκλεγμένο μπροστάρη; Αυτοί που έγιναν ταξιτζήδες χωρίς μόρφωση, χωρίς ξένες γλώσσες, χωρίς ειδική εκπαίδευση, χωρίς μηχανολογικές γνώσεις, χωρίς εμπειρία. Με υποτυπώδεις, αστείες εξετάσεις. Είτε κληρονομώντας μια άδεια, είτε πληρώνοντας χιλιάδες κάποιον μεγαλομαντρά. Μαύρα, βέβαια. Για κάτι που κόστιζε κάποτε πενήντα και εκατό ευρώ. 

Αυτοί που έκλεισαν αεροδρόμια και λιμάνια μέσα στον Αύγουστο. Αυτοί που έχυσαν λάδια στους δρόμους. Αυτοί που προπηλάκισαν, που απείλησαν, που έσπασαν. Αυτοί που έχουν μετατρέψει τις αυτοκινούμενες παράγκες τους σε πειρατικά φορτο-ταξί της δεκαετίας του ’50. Αυτοί που όταν δεν σε κάνουν μαύρο στο καυσαέριο σε κάνουν μαύρο στο ξύλο. Αυτοί που «τάσσονταν και μάλιστα κατηγορηματικά» κατά των ταμειακών. Αυτοί που σέρνονται στους δρόμους. Με τσαμπουκά και το χέρι έξω, κρεμασμένο σαν συκωταριά. Οι φιλεύσπλαχνοι σουλτάνοι της διπλομίσθωσης. Οι μάγοι της διπλής ταρίφας.

Καλά όμως που η κυβέρνηση χαρακτήρισε «ακατανόητες» και «αδικαιολόγητες» και αυτές τις κινητοποιήσεις, τονίζοντας πως όσοι δεν συμμορφωθούν «θα υποστούν τις κυρώσεις που προβλέπονται από τον νόμο». Κι ήρθε η καρδιά μας στον τόπο της...


ΒΧ

11/10/11

WILLKOMMEN NIEDERDEUTSCHLAND!

Όσο η Ελλάδα παραμένει προπύργιο της αναρχίας, προμαχώνας της ασυδοσίας, εκτροφείο θλιβερών, επίκινδυνων, συστηματικά ψευδόμενων ερασιτεχνών πολιτικάντηδων, ένα κράτος-φαρσοκωμωδία όπου η συμμόρφωση με τους νόμους αντιμετωπίζεται ως ένδειξη γενετικής βλακείας, ενώ η εφαρμογή τους επαφίεται σε τυχαίους χωρίς ενδιαφέρον, γνώσεις ή ενθουσιασμό, ας γίνει επιτέλους Niederdeutschland, ή Basse Gaule μπας και δούμε άσπρη μέρα. Ή έστω, γκρίζα...

ΑΛΕΞΗΣ Ζ. / In memoriam

«Έλα, γλυκαίνει!» Αξέχαστη φράση, σήμα κατατεθέν του. Τον άκουγα, συνήθως ακολουθώντας τον καμιά εικοσαριά μέτρα πίσω, ενώ αναρωτιόμουν αν απείχα από την αναθεματισμένη κορυφή λιγότερο απ’ όσο το χόμπι απ’ την ψυχασθένεια. Τον άκουγα, κι εκεί που ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω, να δώσω μια στο ποδήλατο να γκρεμοτσακιστεί αυτό στην πλαγιά κι εγώ καταγής, έπαιρνα μια ακόμα ανάσα και με τα γόνατα να καίνε και την καρδιά να ανταγωνίζεται με τα πνεμόνια για το ποιος θα σκάσει πρώτος έξω απ’ τη μπλούζα, έσφιγγα τα ήδη παραμορφωμένα γκριπ κι έκανα εκείνα τα λίγα μέτρα που φάνταζαν πριν χιλιόμετρα. 

Και πάντα μ’ έπιαναν βέβαια τα νεύρα μου. Γιατί το ‘ξερα, πως όταν επιτέλους δρασκέλιζα τη ράχη, θα τον έβρισκα ξανά αραχτό στη σκιά. Ατάραχο. Σαν να ‘χει μόλις βγει από εκκλησία. Σαν να περίμενε ώρες. Μ’ εκείνο το άτιμο το τσιγάρο ήδη αναμμένο. Έχω πια πειστεί ότι το ‘κανε επίτηδες.

Θα πρέπει να ‘ταν το 97’ ή το ’98. Εκείνος κι εγώ, μαζί με τον Νίκο που είχε έρθει επί τούτου από την Αγγλία, είχαμε αφήσει τα αυτοκίνητα στην Ελάτη και είχαμε κινήσει να γυρίσουμε την Πίνδο με τα ποδήλατα. Κι αυτό το «έλα, γλυκαίνει!» θα το άκουγα πολλές φορές τις επόμενες μέρες, ανεβαίνοντας απ’ τη Χρυσομηλιά στο Παλιοχώρι και μετά ακόμα πιο ψηλά, στο Γκολέμι, στα 1.700μ., στην Κρανιά, στην Ανθούσα... Κι όλα αυτά με τα ποδήλατα φορτωμένα με ό,τι νομίζαμε πως θα μας χρειαζόταν για να περάσουμε έξι φθινοπωρινές μέρες (και νύχτες) στο βουνό. 

Αναγκάστηκα να τα παρατήσω την τέταρτη όταν το Cannondale έμεινε με μια σχέση στη μετάδοση και ο καβάλος μου χωρίς δέρμα. Έφταιγε εκείνη η χωροφυλακίστικη η σέλα που ‘χα μόλις βάλει. Για άνεση υποτίθεται. Σε μια γέφυρα αυτός κι ο Νίκος συνέχισαν για τα Αθαμανικά Όρη κι εγώ πήρα μόνος τον δρόμο της επιστροφής για το Περτούλι και την Ελάτη. 

Σ’ εκείνη την εκδρομή ήταν που το χώνεψα πως ο Αλέξης θα ‘ταν το πρότυπό μου στο ποδήλατο. Τι διάολο; Τόσα χρόνια μεγαλύτερος μου και πάντα μπροστά μου ήταν. Και κάπνιζε και σαν αράπης – άτιμο πράμα, το ‘κοψα το ’85 και δεν το ξανάγγιξα. Αυτός δεν ήταν άλλωστε που με είχε «βάλει», εμένα και διάφορους εξίσου βλαμμένους, στη χωμάτινη μοτοσυκλέτα και στα enduro των αρχών του ’80, με αποκορύφωμα εκείνον τον 10ωρο αγώνα στον Όλυμπο και τον Κίσσαβο; 

Μετά βέβαια, όταν εμείς λυσσάγαμε με τα IT και τα XR στα Βασιλικά, στην Πάρνηθα και στον Μαραθώνα, αυτός είχε πλέον «ωριμάσει». Καβαλούσε το «ορεινό» του ποδήλατο και ανεβοκατέβαινε την Πεντέλη. Φυσικά και τον αντιμετωπίζαμε τότε σαν παλαβό, σαν γραφικό γέρο του βουνού. Κι όμως, αυτός ήταν που, μέσα από τις σελίδες του Ποδηλάτη, περιοδικό που (κλασικός ασυμβίβαστος Αλέξης) στο τέλος έβγαζε μόνο όταν είχε κάτι να πει, έκανε γνωστό το mountain biking στην Ελλάδα.

Όλοι μας του χρωστάμε. Και τι δεν μ’ έμαθε σ’ εκείνη τη σκήτη του, στο σπίτι στην Καλλιτεχνούπολη… Τον έβρισκα μ’ ένα φλιτζάνι καφέ, ένα τσιγάρο να δουλεύει στο ραλαντί στο τασάκι, το αγαπημένο του Τρίτο πρόγραμμα στο ραδιόφωνο, τριγυρισμένο από σκυλιά και γάτες που η ψυχική του ηρεμία και η βιβλική σχεδόν μορφή του ανάγκαζε, θαρρείς, σε ειρηνική συμβίωση. Κι όλο και κάτι θα μαστόρευε, όλο και κάτι θα ετοίμαζε. Το Yeti για το χώμα, το Kettler για την άσφαλτο, τη «Βαλκυρία» για το Σαββατοκύριακο, το ντεσεβό της Φρανσέσκας... Ή κάτι για τον Ορέστη και τον Οδυσσέα. Πόσες φορές δεν τα παράτησε για να ασχοληθεί μ’ έμενα και το δικό μου ποδήλατο… Κι όταν έφευγα, αν δεν άκουγα: «Άντε, πάρ’ το και φύγε. Και κοίτα να το ξαναχαλάσεις, μ…..σμένο», σαν κάτι να μου ‘λειπε. 

Συνεχίσαμε, όλο και πιο αραιά όμως (και γι’ αυτό βέβαια έφταιγα εγώ), να κάνουμε μαζί ποδήλατο. Ακόμα και μετά τη σοβαρή περιπέτεια που είχε με την υγεία του, περιπέτεια που τον είχε αναγκάσει εδώ και πολλά χρόνια να κάνει αιμοκάθαρση δυο φορές τη βδομάδα. Αλλά, δεν ήταν ο παλιός Αλέξης. Και πώς θα μπορούσε να ‘ταν; 

Ναι, αλλά τώρα θα ‘παιρνα την εκδίκησή μου. Τώρα θα ‘μουν εγώ αυτός που θα φώναζε: «Έλα, γλυκαίνει!». Δεν μ’ άφησε όμως ο άτιμος να το ευχαριστηθώ... Στην τελευταία μας βόλτα μαζί, πάνε κάνα δυο χρόνια, τα παράτησε σε μια πλαγιά της Πεντέλης. Λίγο πιο πάνω από την ανηφόρα με το εκκλησάκι και το μικρό κοιμητήριο στο Νταού Πεντέλης. Εκεί που έμελλε να ξεκουραστεί για πάντα. Ξέρετε, εκεί που αρχίζει να γλυκαίνει… 

Αλέξη, άντε φύγε συ μπροστά και θα τα πούμε στην κορφή.

ΒΧ

ΑΝΤΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ

Θυμάμαι, παιδί, μια γελοιογραφία που έδειχνε ένα πανύψηλο ουρανοξύστη να χάνεται ψηλά στα σύννεφα και κάτω στο δρόμο έναν μπογιατζή μ’ έναν κουβά κι ένα πινέλο να ‘χει μόλις ξεκινήσει να τον βάφει. «Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός», έγραφε η λεζάντα… 

Απελπισμένος μπογιατζής. Έτσι νιώθω ξεκινώντας, μετά από χρόνια αναβλητικότητας, τεμπελιάς και κυρίως δειλίας τούτο δω το blog. Και πολύ φοβάμαι ότι αναζητώντας αδιάλειπτη έμπνευση, αυτό που θα βρω μπροστά μου είναι πολύ περπάτημα πάνω-κάτω, ή όποιο τέλος πάντων είναι το αντίστοιχο του αμήχανου μασουλήματος μολυβιού όταν γράφεις σε υπολογιστή. Αλλά να, μόλις πάτησα το πρώτο Ctrl+S

Θυμάμαι πάντως τη μητέρα μου να λέει, όταν γκρίνιαζα –πάντα έβρισκα κάτι να γκρινιάζω:– «μα εσύ θ’ αλλάξεις τον κόσμο;» Νομίζω ότι η πρώτη φορά που το άκουσα αυτό ήταν όταν γκρίνιαζα για το μέτρο τής εκ περιτροπής κυκλοφορίας των αυτοκινήτων που κάποια «κυβέρνηση» της δικτατορίας είχε εφαρμόσει, εν τη σοφία της, τα Σαββατοκύριακα! Ναι, αλλά εγώ μόλις είχα αποκτήσει δίπλωμα οδήγησης. Μόλις είχα (νόμιμη πλέον) πρόσβαση στο οικογενειακό αυτοκίνητο. Τρία αντικλείδια είχα βγάλει. Και δεν ήθελα κανείς να με κλείνει μέσα. 

Μπορεί και να 'ταν εκείνη η πρώτη φορά που σκέφτηκα: «Ναι. Γιατί όχι; Εγώ θα τον αλλάξω. Κοινή λογική χρειάζεται. Και λίγη καλή θέληση. Πόσο δύσκολο είναι, διάολε, ν’ αλλάξεις, αν όχι τον κόσμο, τουλάχιστον την Ελλάδα και τους νέους Έλληνες;» Πολύ, όπως αποδείχτηκε στην πορεία. Αλλά δεν το ‘βαλα κάτω. Γκρίνιαζα, διαμαρτυρόμουν, φώναζα… Μέχρι που άλλαξα χώρα. 

Τα 16 χρόνια στην Αγγλία και στη ναυτιλία τα ακολούθησαν 20 στην Ελλάδα και στον χώρο του αυτοκινήτου. Χρόνια που πέρασαν είτε πουλώντας αυτοκίνητα είτε γράφοντας γι’ αυτά, και όχι μόνο γι’ αυτά. Κι εκεί είναι που πρωτοάκουσα: «Ρε συ, γιατί δεν γράφεις κάτι; Ωραία τα λες.» Κι αυτό ειπώθηκε ξανά και ξανά. Περίεργο… Διότι εγώ πίστευα ότι το να γράφεις μια δυο εξυπνάδες δεν σημαίνει απαραίτητα ότι μπορείς να γράψεις και κάτι πιο ολοκληρωμένο. Εκτός κι αν το τελευταίο είναι μια ανθολογία των πρώτων. Με τρόπο όμως που να βγάζει νόημα, αντιλαμβάνεστε. 

Δυο πράγματα με ανησυχούσαν όταν άρχισα πλέον να το σκέφτομαι σοβαρότερα. Πρώτα, το ότι σκόρπιες προτάσεις και συγκροτημένο blog δεν είναι απαραίτητα έννοιες αλληλένδετες. Μπορεί δηλαδή, ναι, να έχεις την ικανότητα να γράψεις μια δυο έξυπνες ατάκες, αλλά προσπαθώντας να τις δέσεις μεταξύ τους πάνω από έναν κοινό παρονομαστή, να κινδυνεύεις να ακροβατείς στα όρια της ασάφειας, αν όχι της ασυναρτησίας. Βέβαια, είναι οπωσδήποτε ενθαρρυντικό το ότι πουλιούνται ολόκληρα βιβλία, για παράδειγμα, με προτάσεις που δεν βγάζουν κανένα απολύτως νόημα. Το δεύτερο πράγμα που με προβλημάτιζε ήταν, και παραμένει φυσικά, η ξαφνική αλλά όχι απαραίτητα ανεξήγητη έλλειψη έμπνευσης.  

Προς άμβλυνση λοιπόν της δεύτερής μου ανησυχίας, αυτό θα ‘ναι ένα blog που θα περιλαμβάνει και ορισμένα από τα γραπτά των προηγουμένων ετών. Κομμάτια που μέρη τους δημοσιεύτηκαν στα καλά περιοδικά Autocar και Drive. Από την εποχή που, διευθύνοντάς τα, συνήθως φορώντας στολή της αντιτρομοκρατικής, φρόντιζα να παρεμβάλλεται κείμενο ανάμεσα σε σελίδες διαφήμισης αυτοκινήτων ώστε να τις αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο. 

Θα ‘ναι ένα blog που θα έχει και κείμενα που θα γραφούν επί τούτου, παρατηρώντας την Ελλάδα και τους Έλληνες. 

Θα ‘ναι ένα blog που ελπίζω να διαβάζεται με τον τρόπο που θα γράφεται – με χιούμορ, συνήθως αυτοσαρκαστικό.

Θα ‘ναι τέλος ένα blog που θα ξεκινά μ' ένα απ’ αυτά τα μακροσκελή, ασυνάρτητα εισαγωγικά σημειώματα που σπάνια διαβάζονται…

ΒΧ