30/5/13

Σκόρπιες αναμνήσεις από 50 Ράλυ Ακρόπολις

Νομίζω πως η πρώτη μου ανάμνηση από το Ράλυ Ακρόπολις θα πρέπει να ‘ταν το ’63. Με είχε πάει ο πατέρας μου να δούμε τη δεξιά «στροφή» στον ανήφορο, μετά τα διόδια της Ελευσίνας. Τότε βέβαια η εθνική είχε μια λωρίδα ανά κατεύθυνση, χωρίς βέβαια διαχωριστικό ανάμεσα.

Θυμάμαι λοιπόν εκεί την Pat Moss, αδελφή του Stirling που μετά παντρεύτηκε τον μεγάλο Erik CarlssonPat, όχι ο Sir Stirling) με Ford Lotus Cortina, τον Αλέξανδρο Μανιατόπουλο («Υψηλάντη» τότε) με NSU Spider Wankel και τα Mini Cooper των Rauno Aaltonen και Paddy Hopkirk, αν δεν κάνω λάθος.

Θυμάμαι να ακολουθούμε, πάλι με τον πατέρα μου, στα λιμανάκια της Βουλιαγμένης, έναν Περατικό με BMW 700 Coupe και να σκέφτομαι ότι δεν πάνε δα και τόσο γρήγορα τα αγωνιστικά.

Θυμάμαι να περιμένω στον Φλοίσβο, στην παραλιακή, και να πατάω το κουμπί στο φανάρι για τους πεζούς κάθε φορά που έβλεπα αγωνιστικό να πλησιάζει. Θα πρέπει να ‘χα σταματήσει τα περισσότερα –βλέπετε το κουμπί τότε ήταν συνδεδεμένο με κάτι με αποτέλεσμα– αλλά αυτό που θυμάμαι εντονότερα ήταν η κόκκινη Ferrari 250 GT του Άλκη Μίχου.

Θυμάμαι τις Citroen DS 19 των Jean-Claude Ogier (καμία σχέση με τον Sébastien) και René Trautmann, νύχτα στη Μαραθώνος, στο πρατήριο της Mobil δίπλα στο κέντρο Νέα Ζωή, στο Πικέρμι.

Θυμάμαι στο πρώτο Ακρόπολις που παρακολούθησα ολόκληρο, το ’71 (οδηγώντας κάθε μέρα και διαφορετικό αυτοκίνητο - ένα Vauxhall Viva με τρεις ταχύτητες στο τιμόνι, ένα Peugeot 204, ένα Peugeot 404 κι ένα Autobianchi A112 με ξεχασμένα ψάρια στο πορτ μπαγκάζ), τον Ove Andersson (ή μήπως ήταν ο Jean-Luc Therier;) με την Alpine A110 να φτάνει στην πρώτη αριστερή κατηφορική φουρκέτα μετά το δέντρο στη μέση, στο χωμάτινο Αλεποχώρι τρεις φορές πιο γρήγορα απ’ ό,τι περιμέναμε.

Θυμάμαι τον Α. Μανιατόπουλο, τον Κ. Καββαθά και τον Τ. Πιρπιρή να στέκονται στο εσωτερικό της ίδιας φουρκέτας και να γίνονται από τη σκόνη κουραμπιέδες.

Θυμάμαι τη Citroen DS 21 του αυστριακού Richard Bochnicek, νύχτα στην ασφάλτινη ΕΔ του Αγίου Στεφάνου (από το χωριό προς το φράγμα του Μαραθώνα), με τους προβολείς της να φωτίζουν μια δεξιά και μια αριστερά αφού, όπως άλλωστε και στις Alpine, τα φώτα ακολουθούσαν το τιμόνι.
    
Θυμάμαι, ξημέρωμα μέσα στο κατηφορικό ασφάλτινο Σούλι, περιμένοντας να φανεί –ακουστεί, καλύτερα– το πρώτο απ’ τα αυτοκίνητα που ολοκλήρωναν το νυχτερινό loop της Πελοποννήσου και τον ήχο των Fiat 124 Sport Spider.

Θυμάμαι την ίδια χρονιά να ‘χουμε καταφέρει να μείνουμε, με τον Κλέανθη Τ., τελείως άφραγκοι και να ‘χω αναγκαστεί να περάσω από τον οικογενειακό φίλο Τάκη Κουνινιώτη, καλή του ώρα, στο Αίγιο για να δανειστώ ένα κατοστάρικο για βενζίνη.

Θυμάμαι, τα χρόνια που ζούσα στην Αγγλία, να παίρνω πάντα την άδειά μου έτσι ώστε να είμαι εδώ στο Ακρόπολις και πάντα να έρχομαι οδικώς. Με αποτέλεσμα βέβαια να περνάω όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι στο βροχερό Λονδίνο.

Θυμάμαι, τις μέρες πριν τον αγώνα, να χρησιμοποιούμε ένα σωρό τεχνάσματα για να μπαίνουμε στα ξενοδοχειακά συγκροτήματα στα Αστέρια της Γλυφάδας, στον Αστέρα της Βουλιαγμένης ή στο Λαγονήσι για να δούμε από κοντά οδηγούς και αυτοκίνητα.

Θυμάμαι να θέλουμε από τότε να γίνουμε δημοσιογράφοι και να ‘χουμε γράψει στο Motor προτείνοντας να καλύψουμε τον αγώνα για το βρετανικό περιοδικό! Οι άνθρωποι φυσικά μας απάντησαν, φυσικά αρνητικά. Εμείς όμως κόψαμε, από το γράμμα που μας έστειλαν, το λογότυπο του περιοδικού, το κολλήσαμε στο παρμπρίζ του Fiat 128 3P του Κλεάνθη και κάναμε τους δημοσιογράφους. Μέχρι που φτάσαμε σε μια νυχτερινή ΕΔ στην Πελοπόννησο όπου παρά τα «αφήστε μας, κύριε, να κάνουμε τη δουλειά μας», τα βρήκαμε μπαστούνια από τον βετεράνο κριτή Γιαννικώστα.   

Θυμάμαι μετά να κάνω κάθε χρόνο τα γλυκά μάτια στην αξέχαστη Πέγκυ Τρικάκου για να έχω διαπίστευση.

Θυμάμαι, την εποχή που τρέχαμε να προλάβουμε κάθε ΕΔ, να ‘χουμε καταγράψει τόσο σωστά τις αιχμηρές λακκούβες στη διαδρομή από τη Θήβα στην Ξηρονομή, ώστε στον αγώνα να πέσουμε μέσα σ’ όλες.

Θυμάμαι τους ανατολικογερμανούς με τα Trabant 601 και τα Wartburg 353 να πηγαίνουν αέρα στις κατηφόρες, με πρώτο και καλύτερο έναν Niebergall.

Θυμάμαι να «βγάζουμε», μαζί με τον Κλεάνθη, τα σέρβις της εργοστασιακής ομάδας της Peugeot, και τον Jean Todt, συνοδηγό τότε του Timo Makinen, να προσπαθεί να πει τη Μακρυράχη γαλλικά – Μακγιγαγί.  

Θυμάμαι τους ύπνους μέσα στα αυτοκίνητα στην Ασπροκλησιά, στη Συκαμινιά, στην Κλεισούρα…

Θυμάμαι τη μονομαχία Bjorn Waldegard (Escort) και Bernard Darniche (Stratos) και το οδήγημα και των δυο με φθαρμένα τρακτερωτά, ξημέρωμα στον βρεγμένο ασφάλτινο Λάδωνα.

Θυμάμαι το στήθωμα στο ανέβασμα του Πρόδρομου με τα μπροστοκούνητα να μένουν σκάβοντας στο ίδιο μέρος.

Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα Audi quattro σε ανηφορική φουρκέτα.

Θυμάμαι να βλέπω στον καθρέφτη του Range Rover τον Δημήτρη Π. και τις πατερίτσες του (είχε σπασμένο πόδι ή κάτι τέτοιο) να ίπτανται στο πίσω κάθισμα όταν πέρασα τη σιδηροδρομική διάβαση ανάμεσα σε Ομβριακή και Μακρυράχη με όσα ερχόμουν – πολλά.

Θυμάμαι, σε πρατήριο της Λαμίας, να έχω ξεχάσει την τάπα του ίδιου Range Rover στη σκεπή με αποτέλεσμα να ‘χει αδειάσει η μισή βενζίνη από τις πρώτες κιόλας στροφές προς Δομοκό – την κλείσαμε μετά μ’ ένα πλαστικό μπουκάλι από ασετόν και κάτι πανιά.

Θυμάμαι τους τοπικούς, νύχτα στον Αλιάκμονα, να λένε κάτι ωραία όπως «ου Μίκουλα ιέχ' σπάσι του διαφορτκό του», «ου Ιαβέρς βάζει;» ή «πιθανουλουγώ πρόβλημα με τουν Σιρόκου γιατί είν’ αρχιδάτους οδηγουός».

Θυμάμαι άλλους τοπικούς να δείχνουν το Rover 3500 V8 που είχα φέρει εκείνη τη χρονιά και να φωνάζουν «όρε, το νι 8!»

Θυμάμαι τα παιδιά στις διασταυρώσεις μέσα στην Καρδίτσα να μας φωνάζουν με απλωμένα χέρια «αυτουκουλήτ, αυτουκουλήτ!»

Θυμάμαι τον Γιώργο Μοσχού να μην ισιώνει πουθενά στο κατέβασμα της Τσούκας.

Θυμάμαι τον Στράτη Χ. να φτάνει σ’ έναν τερματισμό παλιάς Κινέτας μέσα στη σκόνη μιας ιταλικής Celica, που φαίνεται πως τον πήγαινε καρότσι, και να φωνάζει έξαλλος στον οδηγό της «γιου καταστρόφ μι, γιου καταστρόφ μι!»

Θυμάμαι αγαθό γέροντα, στην εκκίνηση μιας νυχτερινής Ευρωστίνας, να φωνάζει στο παράθυρο της Ένης Σεφερλή (Alpine A110) «να προσέχς κει πάνου κοπελούδα μου, είν’ παλιόδρουμος!»

Θυμάμαι να ψάχνουμε πριν τον αγώνα για ωραία, άγνωστα μέρη για να είμαστε μόνοι μας και τη μέρα του αγώνα να ‘χει εκεί μέχρι και καντίνες.

Θυμάμαι που δεν μας ένοιαζε η σκόνη που τρώγαμε και που κουβαλούσαμε μαζί μας σαπούνια και σαμπουάν για να λουζόμαστε σε βρύσες και πηγές.

Θυμάμαι τον τερματισμό στον Γαλατά και την επιστροφή του ράλυ στον Φλοίσβο, τη χρονιά της Michelle Mouton.

Θυμάμαι το πέρασμα αγωνιζομένων και δημοσιογράφων με πλοίο από την Κόρινθο στην Ιτέα. Οι οργανωτές τότε ήταν ευρηματικοί.

Θυμάμαι μια χρονιά που είπαμε να πάμε με μοτοσυκλέτες κι έβρεχε συνέχεια.

Θυμάμαι τον Αρμαγεδδώνα στο σπαστήρι του Υμηττού (’86;)

Θυμάμαι, μάλλον την ίδια χρονιά, να έχει ΕΔ στη Βάρη, στα Γλυκά Νερά, στην Καλλιτεχνούπολη, στον Διόνυσο και στη Βουλιαγμένη, στους χωματόδρομους πάνω από τα λιμανάκια.

Θυμάμαι μια χρονιά να ‘χουν απεργία οι βενζινοπώλες, οι βυτιοφορείς, οι μανάδες τους, δεν θυμάμαι ποιος, και να ‘χει βγάλει ιδιωτικά βυτιοφόρα έξω, πολλές φορές στη μέση του πουθενά, ο Βαρδινογιάννης για ανεφοδιασμό αγωνιζομένων και παρατρεχάμενων.

Θυμάμαι μια βόλτα που με είχε πάει στην Ανάβυσσο ο Miki Biasion μ’ ένα Escort αφού πρώτα του είχε πει η κ. Πόπη «αυτός εδώ λέει πως δεν πάνε πια τα χέρια σου».

Σταματάω εδώ για να φτιάξω ένα φασκόμηλο κι έχω μετά να ακονίσω τις βελόνες του γραμμοφώνου μου. Ή κάτι τέτοιο, δεν θυμάμαι.


ΒΧ

Ο ανόητος κ. Coelho και το Ράλυ Ακρόπολις

Το κομμάτι αυτό γράφτηκε για το περιοδικό DRIVE, αμέσως μετά το επετειακό Ράλυ Ακρόπολις του 2003. Σκέφτηκα να το ανεβάσω κι εδώ για να το μοιραστώ και μ’ όσους είχαν την τύχη να μη με διαβάζουν τα χρόνια εκείνα.

Ο Coelho δεν ήταν αυτός που είπε πως όταν θέλεις κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το πετύχεις; Θα ‘θελα πολύ να τον γνωρίσω. Και να του χώσω μια σβουριχτή φάπα. Πώς βγαίνεις κύριε και λες τέτοιες μπαρούφες όταν έχεις να κάνεις με το Ακρόπολις;

Οι Αγγλοσάξονες, απ’ την άλλη μεριά, λένε: «A million things can go wrong; and probably will». Φράση που εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο όλα όσα συνέβησαν στο πλήρωμα του αυτοκινήτου #116 τις μέρες πριν το 50ο Ακρόπολις. Read it and weep...

Σάββατο 31.05.03
Το Evo VI φτάνει στην Ελλάδα. Ο ing. Γιώργος Πετρόπουλος αποφαίνεται ότι περνάει τα yumps στη Βαρυμπόπη «σαν μαγικό χαλί». Τα Pirelli KC, αν και ακόμα «άκοπα», χαρίζουν απρόσμενη πρόσφυση στο μπόσικο χώμα.

Δευτέρα 02.06.03
Οδηγός (Georg Reitsperger) και συνοδηγός (εγώ), όπως πάντα με το σταυρό στο χέρι, φεύγουν για γράψιμο τις μέρες που έχει ορίσει η οργάνωση. Κατεβαίνοντας την απλή μετά το Ελευθεροχώρι, άγνωστο γιατί, αρχίζω ν’ ανακατεύομαι... Τέρμα οι πρωινές πορτοκαλάδες. Δια παν ενδεχόμενον αγοράζονται δραμαμίνες.

Τρίτη 03.06.03
Πριν γράψουμε Παύλιανη και Στρώμη, ξεσπάει μπουρίνι με κεραυνούς και χαλάζι. Το χώμα είναι εντάξει μέχρι το οροπέδιο στην Καταβόθρα όπου γίνεται σαπούνι. Με μόλις 20 km/h το Mitsubishi L200 των δοκιμών γλιστράει ανεξέλεγκτα με το πλάι και ακουμπάει το 206 του Σταυριανουδάκη, που είχε ήδη κολλήσει στον πηλό, πριν καταλήξει με το πλάι στο χαντάκι, όπου και μένει για τις επόμενες πέντε(!) ώρες.

Μετά από δεκάδες άσκοπες προσπάθειες να βγούμε απ’ το χαντάκι, το κόβω στη βροχή με τα πόδια για να βρω βοήθεια ή σήμα για το κινητό. Βρίσκω σήμα και με τη βοήθεια του Nissan Navarra που μας είχε παραχωρήσει η αντιπροσωπία για υποστήριξη, αλλά και του Νίκου Πασαλή της ΕΛΠΑ, ξεκολλάμε το L200 και μαζεύουμε και το 206 που απ’ το σπινάρισμα έχει μείνει από δίσκο. Όταν βγαίνουμε από την Παύλιανη είναι 11 το βράδυ. Παύλιανη και Στρώμη μένουν στ’ άγραφα.

Τετάρτη 04.06.03
Τελειώνουμε το γράψιμο των υπολοίπων ΕΔ. Το βράδυ ξενυχτάω μεταφράζοντας από τα γερμανικά 50 σελίδες σημειώσεις για Παύλιανη και Στρώμη προηγουμένων χρόνων.

Πέμπτη 05.06.03
Στον τεχνικό έλεγχο, στη Λαμία, οι έφοροι, ψηλαφώντας το roll cage και διυλίζοντας τον κώνωπα, ανακαλύπτουν λίγα χιλιοστά κενού τα οποία απαιτούν να συγκολληθούν πριν την εκκίνηση, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο μιας και πρέπει να τρυπηθεί απ’ έξω ο ουρανός του Evo σε τουλάχιστον δυο σημεία. Παράλληλα, το GPS με το οποίο ο κ. Richards εφοδιάζει όλα τα αγωνιστικά, δεν αναγνωρίζει ότι δορυφόροι υπερίπτανται της Λαμίας και χάνουμε άλλες δυο ώρες περιμένοντας στο λιοπύρι. Κανείς απ’ την οργάνωση δεν φαίνεται να δίνει ιδιαίτερη σημασία στα πίσω νούμερα. Εν τω μεταξύ, ο Γιώργος Πετρόπουλος βρίσκει λύση για την κόλληση του roll cage και η δουλειά γίνεται πίσω στην Αθήνα στο εργαστήρι του Γιώργου Λύκου σε χρόνο dt – δεν πίστευα στα μάτια μου.

Τη στιγμή λοιπόν που Carlos, Tommi και Σία βρίσκονται ήδη ξεκούραστοι στην Ακρόπολη, το δικό σας πλήρωμα φοράει τις φόρμες του σε χωράφι της Λυκόβρυσης. Ανακαλύπτω πως οι σόλες των αγωνιστικών μου παπουτσιών ξεκολλάνε απ’ την αχρηστία. Τα Westover έχουν γίνει σαν τις γκέτες του Σκρουτζ ΜακΝτακ και τρέμω στη σκέψη μήπως χρειαστεί να βγω μισοξυπόλητος απ’ το αυτοκίνητο στη ράμπα της εκκίνησης.

Στο δρόμο για την Ακρόπολη πέφτουμε σε πορεία στη Σταδίου! Αγωνιζόμαστε να φτάσουμε στην εκκίνηση από στενά και πεζόδρομους. Τα καταφέρνουμε στο παρά πέντε. Αργότερα, οι σκηνές με τις χιλιάδες κόσμου στο δρόμο μετά την Ακρόπολη είναι πρωτόγνωρες.

Παρασκευή 06.06.03
Η μεγάλη μέρα! Επιτέλους αντί για 37 πράγματα τώρα θ’ αρχίσω να σκέφτομαι ένα – να φτάσουμε στον τερματισμό.

Φεύγουμε απ’ το σέρβις στη Λαμία. Στην έξοδο, πρέπει να εφοδιαστούμε με την ίδια για όλους βενζίνη απ’ την εταιρεία AWF. Στα άλλα αυτοκίνητα η διαδικασία παίρνει 3’. Σε μας 33’. Στην κυριολεξία. Η αντλία της AWF έχει φουσκώσει το αλουμινένιο ρεζερβουάρ ασφαλείας τόσο που αρχίζει να πετάει τις βίδες του. Απομακρυνόμαστε κακήν κακώς απ’ το Evo. Αν σκάσει το ρεζερβουάρ, το μπαμ θ’ ακουστεί στους Βωξίτες. Τελικά μας βάζουν βενζίνη με χωνί. Να χέσω την τεχνολογία...

Ανεβαίνουμε, πολύ καθυστερημένοι, προς την πρώτη ΕΔ Παύλιανη με την ψυχή στο στόμα και δεκάδες αυτοκίνητα θεατών απέναντί μας. Τελικά, καπελωνόμαστε μόλις 8’. Στο ΣΕΧ μας στέλνουν άρον-άρον στην αφετηρία της ΕΔ και δεν μας δίνουν το τρίλεπτο που δικαιούμαστε. Εκλιπαρούμε τον αφέτη της ΕΔ για καινούριο χρόνο (1’) για να προλάβουμε τουλάχιστον να βάλουμε κράνη και να δεθούμε. Αρνείται επιδεικτικά και, ο γελοίος, έχει το θράσος μετά να ισχυριστεί στην αλυτάρχη ότι φτάσαμε δεμένοι στην αφετηρία και λυθήκαμε επίτηδες για να πάρουμε 1’ και να γλιτώσουμε έτσι τη σκόνη (ποια σκόνη που ‘ταν όλα μούσκεμα;) του προηγουμένου αυτοκινήτου. Ντροπή σου, ανεκδιήγητε. Θα πρέπει σήμερα να αισθάνεσαι πολύ περήφανος που κατόρθωσες να δώσεις έτσι ενδιαφέρον στη μίζερη ζωή σου, όποιος και να ‘σαι.

Ξεκινάμε την ΕΔ με την ψυχολογία στο ναδίρ. Η ανάρτηση ωστόσο ισοπεδώνει τις φυτευτές πέτρες στο ανέβασμα για την Πυρά, ενώ τα Pirelli δεν καταλαβαίνουν Χριστό ούτε από σκόρπιες κοτρόνες, ούτε από τις ράγες που έσκαψαν τα μπροστοκίνητα 1.600άρια. Οι σημειώσεις σωστές. Άντε να δούμε…



Στο 13ο χιλιόμετρο, μετά το ποταμάκι, διαβάζω “L2– into R2–lg” (αριστερή μείον 2, σε δεξιά μείον 2 συνεχή). Δεν θα μάθω ποτέ πώς του ‘ρθε του Georg να ρωτήσει “no cut?” Πριν προλάβω ν’ απαντήσω, ούτε κι εγώ ξέρω τι, το Evo γλιστράει στη λάσπη και κρεμάει τους δυο αριστερούς τροχούς στην πλαγιά. Πετάγομαι (τρόπος του λέγειν) έξω και τρέχω καμιά 300αριά μέτρα προς τα πίσω για βοήθεια. Ψυχή... Ξανά στο αυτοκίνητο και άλλα 300 μέτρα μπροστά μπας και βρω δυο τρεις θεατές για να σπρώξουν. Ερημιά… Τα μηνίγγια μου πάνε να σπάσουν μέσα στο κράνος. Θυμάμαι πώς χάσαμε το μακαρίτη τον Recalde και τα παρατάω. Έχει άλλωστε περάσει κάμποση ώρα. Ο Georg έρχεται δίπλα μου και ψελλίζει: “Sorry, Vassili”. Σχεδόν βουρκώνουμε…

Λίγο αργότερα, ο ουραγός της ΕΛΠΑ κάνει μια έτσι και μας βάζει πάλι στο δρόμο. Έτσι απλά. Όσο απλά πήγαν στο βρόντο κόποι και έξοδα μηνών. Οι πρώτες σκέψεις που μοιραία έρχονται στο μυαλό είναι πώς θα αντικρίσω τους ανθρώπους της Pirelli, που μας έβγαλαν απ’ τη δύσκολη θέση όταν άρχισαν να σφίγγουν τα πράγματα, τον κ. Τσώλη της Τροχός ΑΒΕΕ (Sebring, Folia Tec), τα παιδιά του DRIVE που με ανέχτηκαν τόσο καιρό και φυσικά τους υπόλοιπους συναδέλφους στη Mototech που δεν μ’ έχουν ακόμα στείλει στο διάολο με τις ιδέες που ‘χω.

Σάββατο 07.06.03
Βρίσκω τον Κλεάνθη και τον Δημήτρη και, μετά τα σουβλάκια που έχει οργανώσει για τους φίλους του DRIVE η κ. Πόπη στο Ρεγγίνι, παίρνουμε τα βουνά για να παρακολουθήσουμε άλλο ένα Ακρόπολις απ’ τις πλαγιές. Ποτέ πια από μέσα!

Κυριακή 08.06.03

Ή τουλάχιστον έτσι είπα αμέσως μετά. Ναι, αλλά έλα τώρα που το πήρα ανάποδα; Τώρα βλέπετε είναι προσωπικό. Χαρίτος εναντίον Ακρόπολις! Σε κλειδωμένο κλουβί. Χωρίς γάντια. Πάρτε από τώρα τα εισιτήριά σας για το 2004…

BX