7/8/12

Το πολύ το τάκα τάκα…


Πριν λίγες μέρες, είχα γράψει σχετικά στο Facebook, συνοδεύοντας μάλιστα το κείμενο με την παρακάτω επεξηγηματική φωτογραφία, για της ανάρτησης το ασφαλές. Επειδή όμως, όπως εύστοχα, αν όχι επικριτικά, επεσήμανε και η αγαπητή μου Μ., «ο ενεργός πολίτης πρέπει να είναι ενεργός και όχι απλώς παρατηρητής», είπα να ασχοληθώ με το θέμα λίγο περισσότερο.



Πρώτα, το σχόλιο στο Facebook, για σας στα πίσω θρανία που πάλι δεν προσέχατε στην παράδοση:

“Χτες στο κοσμοπολίτικο Καβούρι. Η πινακίδα του Δήμου Βουλιαγμένης γράφει: «Απαγορεύεται το παιχνίδι με ρακέτες λόγω ηχορύπανσης – κατοικημένη περιοχή». Στην προσπάθεια δε να κερδίσει και λίγο από τον τσαμπουκά που έχασε μετά την παραίτηση του δήμαρχου Κασιδόκωστα, για λόγους υγείας, ο Δήμος των 5 Β αναφέρει και τον αριθμό της σχετικής απόφασης.

Ο νεοέλληνας αγριορωμιός όμως, με τον χιλιοτραγουδισμένο ανυπότακτο τράχηλο, ο οποίος αποφασίζει μόνος του ποιους νόμους θα τηρεί και ποιους όχι, τα γράφει όλα αυτά στα όλο και ευκολότερα ανασυρόμενα από την αφάνεια του βρομερού του σώβρακου αναπαραγωγικά του όργανα και, για 12 τουλάχιστον ώρες κάθε μέρα, προσπαθεί, μ’ έναν αξιοθαύμαστο ενθουσιασμό που σχεδόν καταφέρνει να αντισταθμίσει την απόλυτη έλλειψη τεχνικής, κοπανώντας μ’ ένα στρογγυλό, πλακέ σανίδι ένα μουσκεμένο, φαλακρό μπαλάκι, να σπάσει τα μούτρα τού απέναντί του – και να ακρωτηριάσει πατώντας όσους λουομένους (πάντα μ’ άρεσε αυτή η λέξη, ειδικά όταν συνοδεύεται από το «φιλήσυχους») είχαν την ατυχία να επιλέξουν το δικό του τερέν για το μπάνιο τους και τώρα προσπαθούν να προστατευτούν, βιάζοντας τον ήλιο να πέσει με αυτό το αμετακίνητο, απλανές βλέμμα κάποιου που έχει συνηθίσει να ζει στο πετσί του καθημερινά την απογοήτευση της νεοελληνικής πραγματικότητας του σήμερα.

ΥΓ Δεν θα πρέπει να ‘χω ξαναγράψει μεγαλύτερη πρόταση. Να μια συντομότερη: ο νεοέλληνας ό,τι δεν κάνει αντικανονικά το κάνει αντικοινωνικά. Ναι, το έχω ξαναπεί αυτό, αλλά ανάποδα”.

Την άλλη μέρα λοιπόν ξεκίνησα να βρω τη Δημοτική Αστυνομία του Δήμου των 5 Β.

Μια παρένθεση εδώ. Στο πιο στενό μέρος του κεντρικού δρόμου της Βούλας, ενός από τα Β –και πάνω ακριβώς σε διάβαση πεζών–, άρχοντας έχει παρατήσει τη BMW του με αναμμένα τα φλας, μιας και αυτό προφανώς κάνει κάθε παράνομα παρατημένο αυτοκίνητο αόρατο στα μάτια των οργάνων της τάξης, με αποτέλεσμα να κλείνει σχεδόν όλον τον δρόμο και τη διάβαση, φυσικά.
Την ίδια στιγμή, δέκα μέτρα πιο κει, και πολλά λέω, απολαμβάνουν τον φραπέ τους τέσσερις αστυνομικοί της Ομάδας ΔΙ.ΑΣ, έχοντας παρατήσει αυτοί τις δικές τους μοτοσικλέτες πάνω στο πεζοδρόμιο. 

Ως ενεργός λοιπόν πολίτης και όχι απλώς παρατηρητής, περνώντας κατεβάζω το παράθυρο για να πω: «Συγγνώμη, δεν βλέπετε τι γίνεται εδώ;» ή κάτι ανάλογο. Τι απάντηση πήρα; «Κι εγώ τι φταίω;» «Κι εγώ τι φταίω!» Που υποθέτω πως είναι ο λιγότερο πολιτισμένος τρόπος τού να πει κανείς στον πραγματικό εργοδότη του: «Δεν είμαι σίγουρος πως έχουμε δικαιοδοσία σε θέματα Τροχαίας». Που δεν είμαι σίγουρος ότι δεν την έχουν.

Και ερωτώ: πόσο δύσκολο είναι για έναν αστυνομικό να περπατήσει δέκα βήματα, όχι παραπάνω, και να συστήσει στον άρχοντα να πάει παρακάτω; Πόσο δύσκολο είναι για έναν αστυνομικό να φροντίσει, πανεύκολα στην περίπτωσή μας, για «την εξασφάλιση (…) της ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης (sic) και τροχαίας»; Να ‘το, το γράφει και η ιστοσελίδα τους, την έχουν τη δικαιοδοσία! Και στην τελική, πόσο δύσκολο είναι για έναν αστυνομικό ν’ αντικαταστήσει, για δευτερόλεπτα βρε αδερφέ, καλαμάκι φραπόγαλου με σφυρίχτρα;

Με μια ακόμα λοιπόν τυπική περίπτωση esprit de lescalier, απ’ αυτές που μου συμβαίνουν όλο και συχνότερα τελευταία, όταν κατάφερα να μπω στο folder Έξυπνες Απαντήσεις σε Ηλίθια Σχόλια στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ήμουν ήδη στη Βουλιαγμένη, όπου και τα γραφεία της Δημοτικής Αστυνομίας του Δήμου των 5 Β – το 5ο είναι τα Βλάχικα, ορίστε.

Η υποαμειβόμενη και αναμφίβολα υπεραπασχολούμενη δημοτική υπάλληλος στην υποδοχή, χωρίς καν να σηκώσει το βλέμμα από ένα smartphone που, για λόγους πρωτοκόλλου φαντάζομαι, κρατούσε οριζόντια, ψέλλισε «πάνω» με αυτόν τον τρόπο που ψελλίζει «πάνω» κάποιος που το ψελλίζει 237 φορές τη μέρα.

«Πάνω», στο τμήμα του δικού μου Β –κάθε Β φαίνεται πως έχει το δικό του γραφείο, μπορεί και τα Βλάχικα–, ο συμπαθής νεαρός αστυνομικός ήξερε το θέμα, αλλά μου σύστησε να περιμένω καλύτερα τον προϊστάμενο. Ο οποίος όταν ήρθε δεν έπεσε βέβαια κι απ’ τα σύννεφα. Για να ακολουθήσει μεταξύ μας ο παρακάτω περίπου διάλογος:

-        Περνάω τακτικά από το Καβούρι και βλέπω πως, παρά την απαγόρευση, δεκάδες παίζουν καθημερινά ρακέτα, και μάλιστα σε ώρες κοινής ησυχίας, τσαλαπατώντας τον κόσμο και χρησιμοποιώντας την απαγορευτική σας πινακίδα για φιλέ.
-        Μάλιστα, το ξέρουμε. Τι να πω; Ότι δεν έχετε δίκιο;
-        Και τι κάνετε γι’ αυτό;
-        Τι θέλετε να κάνουμε;
-        Να φροντίσετε για την εφαρμογή αυτού που ο Δήμος έχει αποφασίσει, τι άλλο;
-        Χίλια δίκια έχετε, αλλά…
-        Τους έχετε προτείνει να πάνε 100 μέτρα πιο κει, που και άπλα έχει και μη οργανωμένη πλαζ είναι;
-        Ναι, αλλά δεν πάνε.
-        Πείτε μου: έχετε το δικαίωμα να πάρετε τα στοιχεία κάποιου απ’ αυτούς;
-        Θεωρητικά, ναι.
-        Το έχετε ποτέ κάνει;
-        Όχι.
-        Γιατί;
-        Γιατί με το που βλέπουν το αυτοκίνητό μας, παρατάνε τις ρακέτες και μπαίνουν στη θάλασσα.
-        Έχετε ποτέ μπουζουριάσει κανέναν; Για διατάραξη κοινής ησυχίας, ας πούμε; Γιατί αυτό το συνεχές τάκα-τάκα μεσημεριάτικα θα πρέπει να τρελαίνει τους ανθρώπους που ζουν ακριβώς απέναντι.
-        Όχι.
-        Έχετε το δικαίωμα να το κάνετε;
-        Θεωρητικά, ναι.
-        Τι σημαίνει αυτό;
-        Πως όταν εμείς είμαστε δύο και αυτοί είκοσι δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά, έτσι δεν είναι;

Μάλιστα… Τι να πεις; Πέρα από το να διαπιστώσεις ένα ακόμα θλιβερό δείγμα, αν χρειαζόταν κι άλλο, του ότι η χώρα καθημερινά ξεφτίζει στις ραφές, αποσυντίθεται, σκουριάζει…

Φεύγοντας σύστησα στους ευγενέστατους, παρ’ όλα αυτά, δημοτικούς αστυνομικούς, μιας και αδυνατούν να εφαρμόσουν την απόφαση του δικού τους Δήμου, να ζητήσουν να κατεβούν οι απαγορευτικές πινακίδες. Γιατί όταν ο κόσμος δεν γελάει με τη γραφικότητα, για να μη πω ανικανότητα, της Δημοτικής Αστυνομίας, εξοργίζεται με την αδιαφορία της. Και με την αδιάλειπτη αφοσίωσή της φυσικά στο να κάνει εύκολα πράγματα και ανώδυνα. Όπως το να κόβει ανόητες κλήσεις για ελάχιστα καθυστερημένο παρκάρισμα, λόγου χάρη.

Ας κατεβάσουν λοιπόν τις πινακίδες κι ας αφήσουν τον καθέναν από μας να βρίσκει το δίκιο του όπως αυτός νομίζει καλύτερα. Με παρακάλια, με βρισιές, με μπουνιές, με σιδερολοστούς, με δίκανα… Όπως άλλωστε γίνεται σ’ όλη τη χώρα, χρόνια τώρα. Γιατί, όπως λέει και ο φίλος Νικόλας Κ. που, ως έγκριτος νομικός, καθημερινά ζει περιστατικά πολύ σοβαρότερα απ’ αυτό, «σ’ αυτή εδώ τη χώρα, αν δεν διεκδικήσει κανείς τον ζωτικό του χώρο, ελάχιστοι έχουν την αβρότητα να τον σεβαστούν».

Δεν θα κουραστώ να το γράφω: ό,τι ο νεοέλληνας δεν κάνει αντικανονικά
το κάνει αντικοινωνικά

Και να η λέξη-κλειδί που χρειαζόμουν για τούτο δω το μακροσκελές, δυσκίνητο post. Αβρότητα! Μια ακόμα άγνωστη λέξη για τον νεοέλληνα αγριορωμιό. Μια απλή, ανώδυνη ιδιότητα με την οποία μια φορά κι έναν καιρό «βγαίναμε» από τα σπίτια μας. Ένα δείγμα ετικέτας, αν όχι ανατροφής, που χάθηκε κι αυτό μέσα στο λασπωμένο μαγκρεμπικό souk στο οποίο μεταμόρφωσαν τον τόπο οι δεκαετίες της κοινωνικής ισοπέδωσης και του πλασματικά ανέξοδου, εύκολου νεοπλουτισμού. Μια αρετή την οποία διακρίνουμε πια μόνο στο χειροφίλημα του Γιώργου Γαβριηλίδη στη Μπεάτα Ασημακοπούλου. Ή στα βιβλία του Ζαμπούνη…

Και μιας και ο ιδρώτας, παρά τα κλιματιστικά και τους ανεμιστήρες, μου δροσίζει ήδη τα πλευρά και τον κόκκυγα, λέω να τελειώσω μ’ ένα σχόλιο της φίλης Πόπης Π. από την «ερωτική Σαλαμίνα», το οποίο, αν δεν εθελοτυφλούμε εθνικιστικά, θα δούμε πως έχει καθημερινά άπειρες εφαρμογές και το οποίο φυσικά με βρίσκει σύμφωνο.

«Όμως οι Έλληνες είμαστε κάφροι και δεν μπορούμε, δεν θέλουμε, αρνιόμαστε να το καταλάβουμε. Γιατί ο δρόμος των προγόνων μας είναι ο δύσκολος. Προτιμάμε  λοιπόν τα εύκολα, το φταίξιμο των άλλων. Γιατί, πολύ απλά, ζούμε στην παρακμή και στην ημιμάθεια. Σε αυτή τη δύσκολη εποχή που ζούμε, που ανακατεύεται, που μπερδεύεται η αγάπη για την πατρίδα, η αρετή, η δικαιοσύνη, το σωστό με το λάθος, οφείλουμε να κοιτάμε πίσω. Εκεί που γεννήθηκαν οι υψηλές αξίες. Και να τις διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού γιατί είναι το μάτι μας μέσα στο σκοτάδι που έρχεται με γεωμετρική πρόοδο στη ζωή μας»…

ΒΧ

5/8/12

Μυαλό κουκούτσι


Ο γείτονας και φίλος Α. μού είπε πως θα περάσω καλά και δεν θα πληρώσω και πολλά. «Με €10 το άτομο τρως ωραιότατα», ήταν τα λόγια του. «Το μαγαζί έχει πιάσει το πνεύμα των καιρών που θέλει μεζεδάκια, ρακές, τσίπουρα και ουζάκι και σε καλές τιμές».

Και μιας και το μαγαζί είναι απέναντι απ’ το σπίτι πήγα. Να πω εδώ πως στον ίδιο χώρο υπήρχε πριν ένα πανέμορφο, παλιό, πέτρινο σπίτι που αρχικά λειτουργούσε με το εμπνευσμένο όνομα… Πέτρινο για να γίνει μετά το εξαιρετικό ιταλικό εστιατόριο Genovese. Το pièce de résistance δε του Genovese ήταν ο απαράμιλλος κήπος με τα τραπέζια μέσα στο πράσινο. Μια αληθινή όαση δροσιάς για τις ζεστές βραδιές του καλοκαιριού. Και το χειμώνα όμως, χάρη στη διαμόρφωση του παλιού σπιτιού, είχες την εντύπωση πως δειπνούσες σ’ ένα φιλόξενο σαλόνι. Και το φαγητό; Α, το φαγητό! Ο Michele έφτιαχνε την καλύτερη tagliata, το γευστικότερο carpaccio σφυρίδας και την καλύτερα βρασμένη pasta απ’ αυτή τη μεριά της Αδριατικής.

Τα αφεντικά του χώρου –ο Michele απλώς το δούλευε–, για δικούς τους λόγους, αποφάσισαν να κλείσουν το Genovese το οποίο, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, τον τελευταίο καιρό είχε «κάνει κοιλιά» και να το μεταλλάξουν σε κάτι εκ προοιμίου θνησιγενές την ταυτότητα ή το όνομα του οποίου ποτέ κανείς δεν κατάλαβε. Γι’ αυτό κι έκλεισε πιο γρήγορα απ’ ό,τι άνοιξε. Στην πορεία όμως, γκρέμισαν το παλιό σπίτι και τον κήπο. Τώρα, στη θέση του λειτουργεί κάτι απρόσωπο, κρύο και χωρίς χαρακτήρα. Ας είμαι δίκαιος όμως. Μπορεί οι ιδιοκτήτες να ‘χουν χάσει κάποιο στοίχημα. Ή ένας ανισόρροπος ντεκορατέρ να κρατάει ομήρους τα παιδιά τους.  

Τέλος πάντων. Όπως είχα λοιπόν κάνει 150 φορές στο παρελθόν, μπήκα και κάθισα σ’ ένα απόμερο μικρό τραπέζι περιμένοντας τη γυναίκα μου. Στο λεπτό, με πλησίασε ο νεαρός maître d’ με το βλέμμα, τη γοητεία και το απεριόριστο κίνητρο κάποιου που το καλύτερο κομμάτι της δουλειάς του είναι να συμβουλεύεται ένα βιβλίο κρατήσεων για να μου πει σε ελαφρώς επιτιμητικό τόνο:

-        Καθίσατε μόνος σας, βλέπω.
-        Αμέ! Ντύθηκα και μόνος μου. Κι ήρθα κι ως εδώ μόνος μου!
-        Έχουμε κάνει κάποια κράτηση;
-        Φοβάμαι πως όχι. Δεν έχετε τραπέζι;
-        Δεν έχουμε κάνει κράτηση, ε;
-        Όχι. Δεν έχετε τραπέζι;
-        Έχουμε βαφτίσια σήμερα…
-        Μπράβο! Να σας ζήσει! Πώς το είπατε;
-        …και είμαστε φουλ.
-        Δηλαδή, δεν έχετε ελεύθερο τραπέζι;
-        Τέλος πάντων, καθίστε εδώ και θα δούμε τι θα κάνουμε (που μας κουβαληθήκατε τέτοια ώρα βραδιάτικα για να μας αναστατώσετε).

Εντάξει, αυτό στην παρένθεση δεν το είπε, τουλάχιστον όχι με το στόμα. Αλλά όπως καταλαβαίνετε, η βραδιά δεν ξεκίνησε με τον καλύτερο τρόπο. Πού ‘ναι τα χαμόγελα και οι αγκαλιές και τα “calispera, dottore” τού Michele; Πού ‘ναι εκείνα τα «πιάσε μια aglio, olio, pepperoncino. Και μη τη φοβηθείς. Abondante! Βάλε και τα πόμολα μέσα»; Πού ‘ναι τα antipastiapo to magazi!” κι εκείνο το σαλάμι “apo corio mou, pano apo Genova”;

Παρόλα αυτά, έχοντας πληροφορηθεί πως ο σεφ είναι, λέει, εγγονός του Τσελεμεντέ και ελπίζοντας πως τα γονίδια των μάγειρων περνούν από γενιά σε γενιά με μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ότι αυτά των πολιτικών για παράδειγμα, εκτίμησα τη χάρη που μου έκανε ο maître d’ και ετοιμάστηκα για μια πανδαισία γνήσιων ελληνικών γεύσεων.

Που ήταν οτιδήποτε άλλο παρά. Αυτό που πρέπει να καταλάβουν οι σεφ μαγαζιών όπως αυτό –τα οποία, αν έχεις εξοικειωθεί με την έφεση του νεοέλληνα στην υπερβολή, έχουν απόλυτα αναμενόμενα γεμίσει τον τόπο «πιάνοντας το πνεύμα των καιρών που θέλει μεζεδάκια, ρακές, τσίπουρα και ουζάκι και σε καλές τιμές», λέμε τώρα– είναι πως τα μικρά «πιάτα» που μοιράζεσαι με άλλους δεν είναι απλώς μικρότερες μεγάλες μερίδες. Οι γεύσεις –αλλά και η παρουσίαση– χρειάζεται να είναι πιο ξεκάθαρες, πιο αιχμηρές και πιο προκλητικές. Όλα τα πιάτα ήταν αδιάφορα, ουδέτερα και πρακτικά παρόμοια. Δύσκολα ξεχώριζες τη σαντορινιά φάβα από τη σιφνέικη ρεβυθάδα, τα μύδια στο τσακ κατάφερναν να εμφανιστούν στον πληθυντικό, ενώ οι ψητές σαρδέλες ήταν σαν να μασάς μασχάλη.

Σε τελική ανάλυση, οι γεύσεις του μαγαζιού (ας το πούμε Ελιάς Κουκούτσι μιας κι αυτό είναι το όνομά του) είχαν μεγαλύτερη ιδέα για τον εαυτό τους στον κατάλογο απ’ αυτή που τελικά μετέφεραν στον ουρανίσκο. Κι αυτό, σ’ ένα περιβάλλον που χρειάζεται επειγόντως ένεση –απ’ αυτές τις μεγάλες που ‘χουν για τα άλογα– ταυτότητας και ατμόσφαιρας. Το σέρβις ήταν καλό, αλλά η όλη εμπειρία θύμιζε ανοιχτή οντισιόν δυσδιάκριτων γευστικά και εμφανισιακά πιάτων σε μια ανάλογα δυσδιάκριτη σκηνή.

Δεν θα ‘μπαινα μάλιστα στον κόπο να τα γράψω όλα αυτά κατακαλόκαιρο αν δεν ήταν το ούζο. Διότι, για δυο μπουκαλάκια 200ml ούζου Πιτσιλαδή (το οποίο παρεμπιπτόντως θεωρώ το καλύτερο και αν κανείς από την Ποτοποιία Πιτσιλαδή στο Πλωμάρι δει αυτή την ολόγκριζα διαφήμιση και θελήσει να μου στείλει ένα-δυο κιβώτια να ‘ναι σίγουρος πως θα εκτιμηθούν δεόντως) χρεώθηκα €23,00 – ήτοι €11,50 το ένα! Το ξαναγράφω: €11,50 για 200ml! Ποσό που απογειώνει ένα μπουκάλι ούζου των 750ml στα χωράφια της Grey Goose, αν όχι του Dior. Με αποτέλεσμα να εκτοξεύσει τον λογαριασμό για τέσσερα-πέντε πιάτα ελληνικούς μεζέδες –το ακριβότερο από τα οποία ήταν πιθανότατα τα τηγανιτά μύδια– στα €60. Σε μαγαζί που «έχει πιάσει το πνεύμα των καιρών»...

Το πρόβλημα εδώ είναι πως για δεκαετίες είχαμε συνηθίσει να τρώμε μέτρια και να πληρώνουμε ακριβά σε μέρη που κατά κανόνα μοστράριζαν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Και παρά την κρίση, συνεχίζουμε –εντάξει, όχι εσείς– να τα δεχόμαστε όλα αυτά αδιαμαρτύρητα σαν αναπόσπαστο κομμάτι της αναψυχής μας. Από την άλλη, βλέποντας τον κόσμο που μπαίνει στο μαγαζί κάθε βράδυ, μπορεί και να κάνω πάλι λάθος και να μας αρέσει να τρώμε μέτρια και να πληρώνουμε ακριβά σε μέρη που συνεχίζουν να μοστράρουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Το τραβάει φαίνεται ο οργανισμός μας.

ΒΧ

ΥΓ Το άλλο πρωί, ρώτησα τον Α. τι έφαγε και κατάφερε να πληρώσει μόνο €10 το άτομο. «Μια τυρόπιτα, μια σαλάτα και δυο μπύρες»…