1/11/12

Παρών!


Καταψηφίστηκε, διαβάζω (παρά την απεργία των δημοσιογράφων που δεν έγινε βέβαια για την σύλληψη του κ. Βαξεβάνη, το «κόψιμο» των κ. Κατσίμη και Αρβανίτη και το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου), η τροπολογία για την ένταξη των «ευγενών» Ταμείων, μεταξύ των οποίων και αυτά των εργαζομένων στα ΜΜΕ, στον ΕΟΠΥΥ με 143 «όχι», 136 «ναι» και 14 «παρών».

Μάλιστα. Φαντάζομαι λοιπόν ότι τα 143 «όχι» είναι των βουλευτών εκείνων –αρκετοί από τους οποίους μάλιστα είναι πρώην δημοσιογράφοι– που θεωρούν ότι κάποιοι πρέπει να συνεχίσουν να έχουν προνομιακή μεταχείριση. Και δεν είναι ότι ψόφησε η δικιά μου κατσίκα και θέλω να ψοφήσει κι αυτή του γείτονα, είναι ότι ψόφησε η δικιά μου κατσίκα για να συνεχίσει να παχαίνει αυτή του γείτονα.

Ο «γείτονας», επί του προκειμένου, είναι ο συμπαθής κλάδος των δημοσιογράφων –του οποίου ήμουν κι εγώ για κάμποσα χρόνια μέρος, αλλά όχι «μέλος»– που συντηρείται δεκαετίες ολόκληρες από το περίφημο αγγελιόσημο, που μου θύμισε ο παλιός φίλος Νίκος Τ. 

Μια παρένθεση εδώ γι αυτό το διαβόητο αγγελιόσημο. Καθιερώθηκε στην Κατοχή, από την κυβέρνηση Τσολάκογλου, για να ενισχύσει τα Ταμεία των εργαζόμενων στις εφημερίδες, που εκείνη την εποχή βέβαια δοκιμάζονταν, και επιβάρυνε με 5% κάθε έντυπη διαφήμιση. Και από εκείνο το λογικό, για την εποχή, 5% φτάσαμε σήμερα στο 21,5%, για διαφημίσεις σε ραδιόφωνο και τηλεόραση, και στο 16%, αν δεν κάνω λάθος, για έντυπες καταχωρήσεις.

Αν και συνεχίζω να θεωρώ το αγγελιόσημο «κερατιάτικα», το θέμα μου δεν είναι εκεί. Γιατί με δεδομένη τη μέχρι σήμερα αλόγιστη, αν όχι άσωτη, διαχείριση των εσόδων τους, αν ήταν να καταργηθεί αυτό χωρίς να αντικατασταθεί από κάτι άλλο, τα Ταμεία των εργαζομένων στα ΜΜΕ θα κατέρρεαν εν μια νυκτί. Και ποιος θα ‘θελε κάτι τέτοιο σήμερα;

Η γκρίνια μου είναι με ορισμένους εκλεκτούς εκλεγμένους αντιπροσώπους μας. Όχι με όσους ψήφισαν «όχι» – είμαι σίγουρος πως αυτοί θα είχαν τους λόγους τους, κάποιοι μάλιστα θα τους πίστευαν κιόλας. Ένας λιγότερο καλόπιστος από τον γράφοντα βέβαια, θα διακινδύνευε την παρατήρηση ότι ορισμένοι βουλευτές θέλουν τους εργαζόμενους στα ΜΜΕ να παραμείνουν στο απυρόβλητο προκειμένου οι δεύτεροι να βοηθούν τους πρώτους να συνεχίσουν να προβάλλονται στα Μέσα τους, να έχουν ειδική μεταχείριση, να εκλέγονται και να επανεκλέγονται. Μακριά από μένα τέτοιες ανίερες σκέψεις.

Αυτό λοιπόν που μ’ ενοχλεί είναι το ότι 14 βουλευτές ψήφισαν (δήλωσαν, μάλλον) «παρών». Και το ότι άλλοι επτά απουσίαζαν αδικαιολόγητα – μέσα μάλιστα στους τελευταίους διαβάζω πως ήταν και οι κ. Βενιζέλος και Κουβέλης.

Καλά οι σκόπιμες απουσίες, αλλά αυτό το ανευθυνότητας σημαντικό «παρών» είναι εξοργιστικό. Τι πάει να πει «παρών»! Προφανώς είσαι παρών. Γι αυτό σε στείλαμε στη Βουλή. Για να είσαι παρών και να μας εκπροσωπείς. Όχι για διακόσμηση. Έτσι αντιπροσωπεύεις όσους σε τίμησαν με την ψήφο τους; Μ’ ένα ανεύθυνο «παρών» στα δύσκολα; Ψήφισε «ναι», ή ψήφισε «όχι» και δέξου το «πολιτικό κόστος», ό,τι κι αν σημαίνει πια αυτό. Και φρόντισε να έχεις και γνώμη, στην περίπτωση βέβαια που ερωτηθείς μετά στο περιστύλιο. Άκου «παρών»! Στο Κοινοβούλιο είσαι, όχι στη Γ’ Λυκείου.

Πάλι ψύλλους στ’ άχυρα ψάχνω, το ξέρω. 

ΒΧ

30/10/12

Swindlers’ list?


Ο δημοσιογράφος Βαξεβάνης δημοσιοποίησε μια λίστα με 2.000 ονόματα ανθρώπων που υποτίθεται ότι έχουν καταθέσεις στην Ελβετία. Και λοιπόν; 

Ξέρει κανείς αν η λίστα αυτής της εβδομάδας (που ακούω μάλιστα ότι αφορά καταθέσεις προ του 2000) είναι αυθεντική; Γιατί τον τελευταίο καιρό έχουμε δει λίστες και λίστες – μόνο του Schindler δεν είδαμε ξανά. 

Ξέρει κανείς ποιος και πότε την συνέταξε, είτε αυθεντική είναι αυτή είτε κατασκευασμένη; 

Και από πότε κάποιος που έχει καταθέσεις στο εξωτερικό θεωρείται εκ προοιμίου απατεώνας και φοροφυγάς;


Κι αν τελικά η λίστα αυτή αποδειχτεί μερικώς ή εξ ολοκλήρου κατασκευασμένη -ειδικά τότε!- ποιος έχει το δικαίωμα, επικαλούμενος μάλιστα την ελευθερία του λόγου και του Τύπου, να δυσφημεί ονόματα ανθρώπων αθώων μέχρι αποδείξεως του εναντίου –το θυμάστε αυτό το γραφικό;– δημοσιοποιώντας τα σ’ ένα ροβεσπιερικό περιβάλλον που διψάει για αίμα και νοσταλγεί γκιλοτίνες και κρεμάλες; Εκτός βέβαια κι αν κατάπιε αμάσητο ένα ζουμερό δόλωμα ή, φευ, είχε άλλα κίνητρα. 


Έτσι κι αλλιώς, στη χώρα του υπερβολικού αντανακλαστικού πάλι χάνουμε το δάσος…

ΒΧ

24/10/12

Η απαξίωση του ειδικού Τύπου και άλλες ιστορίες


Αφορμή για την ακόλουθη ανάρτηση ήταν σχόλιο του παλιού φίλου και συνάδελφου Κώστα Δημητρέλη στο προηγούμενό μου post, Carmageddon. Αυτά θα τα βρείτε παραπάνω.


Λένε πως το παρελθόν είναι σαν τον στρατό: θυμάσαι μόνο τις καλές στιγμές. Στο DRIVE και στο AUTOCAR όμως, τα οποία είχα την τιμή να διευθύνω, ποτέ μου δεν θυμάμαι να παραπλανήσαμε ή να υποτιμήσαμε συνειδητά τον αναγνώστη. 

Ο οποίος αναγνώστης είχε συνηθίσει τελευταία να αντιμετωπίζεται ως αφελής από όλο και περισσότερα «περιοδικά αυτοκινήτου». Αφενός από καταξιωμένα περιοδικά που είχαν όμως συνηθίσει στη δόξα του μεγαλείου και στο momentum του πρώτου –αλλά και στη φιλαρέσκεια, στην αλαζονεία και στον εφησυχασμό που αυτά συνεπάγονται και προκαλούν τελικά την ανεπίστροφη αποκαθήλωση– και αφετέρου από νταβατζίδικες συνήθως ή, το χειρότερο, ανερυθρίαστα εκβιαστικές φυλλάδες με πρόσβαση σε φτηνό χαρτί και μελάνι που, όταν δεν αναπαρήγαγαν απλώς δελτία Τύπου για να συμπληρώσουν τις διαφημίσεις που τότε μοιράζονταν απλόχερα σε κάθε εκκολαπτόμενο Murdoch, «ανακάλυπταν» ανούσια αν όχι ανυπόστατα σκάνδαλα, ως ελληνική απάντηση στον Ralph Nader.  

Κι επειδή ο αναγνώστης μπορεί να ‘ναι οτιδήποτε –από πλούσιος, ανενημέρωτος και ενθουσιώδης μέχρι φτωχός, φανατικός και «πυροβολημένος– αλλά βλάκας ΔΕΝ είναι και, κυρίως, ΔΕΝ ξεχνάει, ήταν λογικό όλα αυτά να οδηγήσουν κάποια στιγμή και σε έντυπα επανδρωμένα από συντάκτες / μεταφραστές επιπέδου Lowest, φωτογράφους γάμων και σελιδοποιητές μενού εστιατορίων τα οποία επιβίωναν παρασιτικά, και μόνο από όποια διαφήμιση αποσπούσαν φορτικά ή τους δινόταν χαριστικά.

Με αποτέλεσμα, όταν σ’ ένα σχετικά υγιές περιβάλλον, χωρίς υπερβολές, τα έσοδα ενός αξιοπρεπούς αυτοκινητικού περιοδικού να είναι μοιρασμένα 50% απ’ την κυκλοφορία και 50% απ’ τη διαφήμιση, να εμφανίζονται ξαφνικά είτε περιοδικά-διάττοντες αστέρες που τη μια ήταν και την άλλη δεν ήταν, είτε περιοδικά-φαντάσματα που δεν έβρισκες πουθενά, με έσοδα 99% από την όποια διαφήμιση και το υπόλοιπο 1% από συνδρομές που κανείς δεν θυμόταν πότε, πώς ή γιατί τις είχε ξεκινήσει, ούτε πόσο τις πλήρωνε, ούτε αν τελικά έφταναν ποτέ σ’ αυτόν.

Συγκριτικά, την ίδια εποχή, στην Ευρώπη, τα έσοδα των (θεαματικά λιγότερων σε αριθμό και σαφώς μικρότερων σε σελίδες) αυτοκινητικών περιοδικών των κουτόφραγκων προέρχονταν περίπου 60% από την κυκλοφορία και 40% από τη σχετικά λίγη, αλλά δικαιολογημένα ακριβοπληρωμένη διαφήμιση.

Με τη συμφορά που βρήκε τον κλάδο του αυτοκινήτου, φτάσαμε στα «τρία τέσσερα περιοδικά που έχουν παραμείνει όρθια», για τα οποία έγραφα στο προηγούμενο post. Τα οποία βέβαια έχουν πολύ δύσκολο δρόμο μπροστά τους και διαφορετικό τώρα ανταγωνισμό: το διαδίκτυο.

Θυμάμαι τον Χρίστο Χατζάρα να λέει ότι ένα περιοδικό χρειάζεται να πληροί τρία χαρακτηριστικά: (1) να ενημερώνει, (2) να ψυχαγωγεί και (3) να καλλιεργεί το συναίσθημα του «ανήκειν». Συνεπαίρνοντας στην πορεία τους αναγνώστες του, θα τολμήσω να προσθέσω εγώ, παραθέτοντας τη δική μου γνώμη στην ίδια παράγραφο με μια από τις βαρυσήμαντες του σεβάσμιου γκουρού!

Τα πετυχαίνει αυτά το αυτοκινητικό internet; Για να δούμε.

Ορισμένα site έχουν αξιοπρεπή και σχετικά άμεση ενημέρωση – άλλωστε με τις διαθέσιμες πλέον πηγές, το βιογραφικό σου γι αυτά αρκεί να γράφει «ξέρω λίγα αγγλικά και βλέπω». Με εξαίρεση μερικά διασκεδαστικά video κατεβασμένα από το You Tube, κανένα όμως δεν έχει κατορθώσει, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, να με ψυχαγωγήσει, αλλά είμαι και δύσκολος εγώ στην ψυχαγωγία. Και κανένα δεν μ’ έχει ακριβώς συνεπάρει, πόσω μάλλον καταφέρει να μου εμφυσήσει αυτό το περίφημο συναίσθημα του «ανήκειν». Ενώ κανένα βέβαια δεν είναι εξίσου αποτελεσματικό απέναντι σε κολεόπτερα ή αραχνοειδή όσο ένα περιοδικό, έστω και με 8 16σέλιδα…
                                                                                                      
Βέβαια, ορισμένα αυτοκινητικά blog, χάρη περισσότερο στη χρήση του γραπτού λόγου των δημιουργών ή φιλοξενούμενών τους, ναι, είναι στιγμές που σε ψυχαγωγούν και σε συνεπαίρνουν, αλλά σίγουρα χάνουν στο κομμάτι της ενημέρωσης στο οποίο άλλωστε, by default, δεν ειδικεύονται.

Από την άλλη, είναι προφανές ότι τα περιοδικά χάνουν από χέρι στον τομέα της άμεσης τουλάχιστον ενημέρωσης. Και πώς θα μπορούσε να ‘ναι διαφορετικά; Στο αυτοκινητικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί λοιπόν θα, αν όχι αξίζει να, επιβιώσουν (α) τα site που ενημερώνουν έγκυρα και έγκαιρα, (β) τα blog που έχουν άποψη ή έστω attitude, ει δυνατόν διασκεδαστική, και (γ) όσα περιοδικά έχουν γνώμη, την οποία θα μπορούν βέβαια να στηρίξουν και να υπερασπιστούν, και βρίσκουν κάτι διαφορετικό και προβλέψιμα απρόσμενο για να σε στέλνουν, ακόμη και σήμερα, κάθε μήνα στο περίπτερο, ανεξάρτητα με το τι θα έχουν στο εξώφυλλο.

Παραμένω λοιπόν αμετακίνητος στις θέσεις μου όπως αυτές εκφράστηκαν στο post Carmageddon, ενώ συνεχίζω να πιστεύω ότι τα λιγοστά πλέον χρήματα που διαθέτουν οι αντιπροσωπίες για την προώθηση των μοντέλων τους πιάνουν καλύτερο τόπο σε περιοδικά όπως αυτά που περιέγραψα παραπάνω.

Μακάρι πάντως η σημερινή κρίση στον Τύπο να λειτουργήσει σαν ζώνη πυρασφάλειας απέναντι σε μελλοντικούς εκδοτικούς τυχοδιωκτισμούς και αρπαχτές που συντήρησαν στο παρελθόν μια «δημοσιογραφία» ισορροπιών όλο διθυράμβους, λιβανιστήρια και ανεξιχνίαστα, ανώδυνα συμπεράσματα για ανεκδιήγητα προϊόντα και σύκα που μαγικά μετατράπηκαν σε σκάφες.  

Λέω να τελειώσω αυτό το κείμενο –που βγήκε μεγαλύτερο απ’ όσο αρχικά σχεδίαζα– μ’ ένα κομμάτι μου από τις έντυπες τότε Βλαβερές Συνέπειες. Δημοσιεύτηκε στο DRIVE το καλοκαίρι του 2004 και είχε ως αποτέλεσμα η «αδικημένη» εταιρεία να μας κόψει τη διαφήμιση.

(…)

Πριν 120 χρόνια, μεταξύ θάλασσας και τροχών, είχα βρεθεί, δεν θυμάμαι πώς, να πουλάω «υπηρεσίες έντυπης επικοινωνίας». Ποιος; Εγώ! Φαντάζεστε τον Λάκη Γαβαλά σε οικοδομή με πηλοφόρι και μυστρί;

Πλήρης, λοιπόν, τεχνικών από σεμινάρια για τις πωλήσεις και γνώσεων από βιβλία για την ανθρώπινη συμπεριφορά, επισκεπτόμουν εταιρείες-δυνητικούς πελάτες όπου, πλην θεαματικού απροόπτου, η κουβέντα είχε ως εξής:

-        Σας ενδιαφέρει να προβληθείτε μέσω έντυπης επικοινωνίας;
-        Όχι.
-        Καλά.

Ποιος αλήθεια δεν έχει μέσα του το φόβο της απόρριψης; Ποιος δεν έχει νιώσει ότι αυτό που πραγματικά εννοούσε η Λίζα όταν έλεγε ότι θα μείνει στο σπίτι κι αυτό το Σάββατο γιατί έχει να λουστεί, είναι ότι θα προτιμούσε να βγει μ’ ένα σακί κοπριά; Μόνο αν έχεις κάνει τη δουλειά του πωλητή μαθαίνεις να τη σέβεσαι. Δείτε το “Glengarry Glen Ross” («Οικόπεδα Με Θέα», στα ελληνικά) και θα καταλάβετε.

Τα σεμινάρια σού λένε για διαπραγματεύσεις, για επιλογές στρατηγικής, για νευρο-γλωσσικούς προγραμματισμούς. Τα βιβλία για τα μάτια του συνομιλητή σου που είναι, λέει, τα παράθυρα της ψυχής του, για τη σημασία της σωστής αναπνοής... Αυτό που δεν σου λένε είναι ότι το πιο αποτελεσματικό όπλο στη φαρέτρα σου είναι ένα αξιοπρεπές προϊόν. Τελεία και παύλα.

Για παράδειγμα, το να πουλάς Mercedes, Audi, BMW, ακόμα και VW, μπορεί και να ‘ναι η πιο εύκολη δουλειά στον κόσμο. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι μια σανίδα για να βαράς στο κεφάλι όποιον κάνει πως πηδάει τη λίστα αναμονής. Για κάνε όμως πως πουλάς Mazda. Θα δεις ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο ξεκάθαρα. Πρέπει να πείσεις τον «δυνητικό πελάτη» ότι είναι ΟΚ ν’ αγοράσει Mazda. Ότι ούτε οι γείτονες θα τον κοιτάνε παράξενα, ούτε οι φίλοι θα τον πειράζουν στο parking του γραφείου. Άσε που θα θέλει και test drive. Όπου, βέβαια, δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρει κάτι που θα του ξινίσει. Ή τα φρένα θα είναι απότομα, ή ο συμπλέκτης θα πιάνει ψηλά, ή ο κλιματισμός θα ‘ναι πολύπλοκος.

Πάντα έχει δίκιο ο πελάτης και πάντα κάτι βρίσκει για να το βρει. Όχι, η δουλειά εδώ δεν είναι καθόλου εύκολη. Και εκπτώσεις πρέπει να μπορείς να κάνεις, και μηδέν προκαταβολές, και πολλές δόσεις. Και να μπορείς να δέχεσαι και κάθε μεταχειρισμένο ερείπιο για ανταλλαγή. Κι όλα αυτά έχοντας απέναντί σου την ακατανίκητη έλξη του αυτοκινητικού μαγνητικού βορρά που ακούει στο όνομα «Γερμανία».

Φανταστείτε λοιπόν τις δυσκολίες ενός πωλητή Alfa Romeo.

Μπορεί οι Alfa σήμερα να φτιάχνονται από τη Fiat, αλλά κάθε άλλο παρά κλώνοι με διαφορετικά σήματα είναι. Αντίθετα, είναι από τα λίγα αυτοκίνητα μαζικής παραγωγής με χαρακτήρα. Πάλι καλά, γιατί μια απόλυτα αντικειμενική αξιολόγησή τους τα τελευταία 20, ας πούμε, χρόνια, μάλλον θα οδηγούσε την εταιρεία σε λουκέτο.

Καθένας που έχει ζήσει με Alfa έχει κι από μια ιστορία να διηγηθεί. Γιατί οι Alfa είναι σαν αυτές τις δίμετρες από το πρώην ανατολικό μπλοκ: πανέμορφες και πρόθυμες πέρα από τα όρια του αρσενικού πνευματικού ορίζοντα, αλλά το εξανθηματάκι παραμονεύει.

Κλασικό παράδειγμα η GT 3.2. Για να την πλασάρεις δεν αραδιάζεις χρηματοδοτικά προγράμματα, εξοπλισμούς, ανταλλαγές ή εγγυήσεις – αυτά είναι για τους λογικούς και οι λογικοί αγοράζουν A3 3.2 quattro, 325 Ci ή, έστω, RX-8. Αν πουλούσα Alfa Romeo θα πρόσφερα τσάμπα espresso, τσάμπα λεφτά, τσάμπα Σκλεναρίκοβα, τσάμπα όλα, απλώς για να καθίσω κάποιον πίσω απ’ το τιμόνι της. Τον κάθισα; Την έκλεισα τη δουλειά. Όχι πείτε μου. Ποιος θα βολευτεί σ’ αυτό το υπέροχο δερμάτινο μπάκετ, ποιος θα πιάσει στα χέρια του το στιβαρό τιμόνι, ποιος θα δει το ταχύμετρο με την ένδειξη 300, ποιος θα αντικρίσει αυτόν τον χρωμιωμένο κινητήρα-κόσμημα και δεν θα ρωτήσει: «Πού υπογράφω, είπαμε;»

Ναι, αλλά δεν πληρώνομαι για να πουλάω Alfa Romeo, πληρώνομαι για να γράφω για Alfa Romeo. Γι’ αυτό, σας προειδοποιώ. Μην μπείτε στο αυτοκίνητο! Μη σηκώσετε το καπό! Μακριά! Η GT 3.2 είναι άλλο ένα απ’ αυτά τα υστερικά αυτοκίνητα από την Alfa Romeo. Ο φοβερός και τρομερός V6 μετακόμισε εδώ, χωρίς μάλιστα να βάλει όνομα στο κουδούνι. Πουθενά δεν γράφει ότι αυτή εδώ η GT είναι δυο 1,6.

Και οι Ιταλοί βέβαια τον χαβά τους. Πάλι βάζουν τους δυο μπροστινούς τροχούς να κάνουν ζάφτι 250 άλογα, που στην πράξη δείχνουν 450, με αποτέλεσμα οι δύστυχοι –οι οποίοι έχουν χρεωθεί και το τιμόνι και το τελευταίο πράγμα που θέλουν είναι να τους ζαλίζουν τον έρωτα 250 cavallini rampanti– να τρέχουν να μαζέψουν τα αμάζευτα.

Οι αριθμοί λένε ότι με την GT 3.2 μπορείς από τα 0 να φτάσεις στα 100 km/h σε 6,8”. Αυτό που δεν λένε είναι πού καταλήγεις. Συνήθως ακριβώς εκεί απ’ όπου ξεκίνησες έχοντας σπαταλήσει 6,8” σε μια άνιση μάχη με την κρεμαγέρα κι έχοντας λιώσει ένα σετ πανάκριβα Bridgestone. Το μυστικό είναι να ξεκινάς αργά –αναρωτώμενος γιατί δεν αγόρασες τη 2λιτρη– και μετά να επιταχύνεις προοδευτικά. Τo ίδιο και στις στροφές. Πουθενά αλλού το slow in, fast out δεν έχει καλύτερα αποτελέσματα. Άμα την καλοπιάσεις, η GT μπορεί τελικά να πειστεί να ακολουθήσει την πορεία που είχες αρχικά στο μυαλό σου, αλλά και πάλι, βρες μια ανωμαλία, μια ανομοιογενή ασφαλτόστρωση, μια απρόσμενη κλίση στο δρόμο και, αν δεν σηκώσεις το πόδι απ’ το γκάζι, να ‘σαι πάλι καβάλα σε έφηβο ταύρο με νέφτι στον πισινό.

Τούτο δω είναι ένα απ’ αυτά τα αυτοκίνητα που δεν εννοούν να κάτσουν καλά. Φωνάζει, χειρονομεί τρέχοντας εδώ κι εκεί σαν ακέφαλο κοτόπουλο σε κοτέτσι που ‘χει πιάσει φωτιά. Ακόμα και στην εθνική με 6η στο κιβώτιο και Τρίτο στο ραδιόφωνο, όλο και νιώθεις έναν αγκώνα να σου τσιγκλάει τα πλευρά για να κατεβάσεις μια δυο σχέσεις και να του δώσεις να καταλάβει. Και ξανά, και ξανά.

Εντάξει, στην αρχή έχει πλάκα, δεν λέω, αλλά δεν αργείς να διαπιστώσεις ότι αυτή εδώ η Alfa θέλει προσοχή γιατί δεν έχει ούτε το κράτημα ενός Focus RS, ούτε το πάτημα ενός quattro. Είναι κι αυτή η στραβή θέση οδήγησης που νόμιζα ότι είχε καταργηθεί μαζί με την 75, και το τιμόνι με τις 1,7 στροφές απ’ άκρη σ’ άκρη που κόβει λιγότερο κι από κουτάλι κάνοντας το παρκάρισμα πιο χρονοβόρο κι από παρτίδα Monopoly. Να ένα χρήσιμο έξτρα: προπελάκι πλώρης.

Και κάτι ακόμη. Αν είχα δώσει 43.000 από τα ευρώ μου, θα ήθελα το αυτοκίνητό μου να μην κοπανάει σε κάθε ανθρωποθυρίδα σαν να ‘χει αφήσει εκεί την μπροστινή ανάρτηση, να διαθέτει χειρολαβή οροφής (το λεγόμενο “oh shit, handle”) για τον συνοδηγό, να μην τρέμουν τα φανάρια του σε κάθε αρμό και, πάνω απ’ όλα, να μην τρίζει. Η GT που οδήγησα χτες έτριζε ακόμα και σταματημένη.

Φυσικά και η 3.2 είναι γρήγορη, απίστευτα γρήγορη! Ακούγεται δε φανταστικά, είναι πανέμορφη και το σαλόνι της θυμίζει εσωτερικό δερμάτινου χαρτοφύλακα Μιλανέζου τραπεζίτη. Φτάνουν αυτά; Τι να σας πω; Ποτέ μου δεν ήμουν καλός πωλητής.

(…)

ΒΧ

21/10/12

Carmageddon!


Αν ένας κλάδος έχει δεχτεί γερό στραπάτσο τα τελευταία χρόνια, αυτός είναι ο κλάδος του αυτοκινήτου.

Από τα υπερβολικά πολλά, όπως και να τα δει κανείς, καινούρια αυτοκίνητα που πουλήθηκαν στη διάρκεια της αλήστου μνήμης χρονιάς των Ολυμπιακών Αγώνων, φέτος αναμένεται να πουληθεί το 1/6. Και για να το κάνουμε πενηνταράκια, από τα 290.000 κομμάτια του 2004 θα πέσουμε φέτος στα 50.000! Με τα περισσότερα απ’ αυτά να είναι βέβαια μικρά αυτοκίνητα (μίνι ή σουπερμίνι), από 1400cc και κάτω και πολλά λέω. Με ελάχιστο περιθώριο κέρδους που, έτσι κι αλλιώς, εξανεμίζεται σε απαραίτητες πλέον εκπτώσεις, απελπισμένες ανταλλαγές, «πατάκια», συναγερμούς, αισθητήρες παρκαρίσματος και κάμερες οπισθοπορείας. Σε Yaris;

Μιλάμε εδώ για πραγματική καταστροφή που μεταφράζεται, όχι απλώς σε τεράστιες και συνεχείς ζημιές –ποιος αλήθεια νοιάζεται για το αν καλοζωισμένες, αλαζονικές αντιπροσωπίες είναι τώρα βαθιά στο κόκκινο όταν (α) χρόνια ολόκληρα έβγαζαν εκατομμύρια και (β) ο ίδιος δεν έχει να φάει–, αλλά σε πολλές χιλιάδες οριστικά χαμένες θέσεις εργασίας, οι περισσότερες απ’ αυτές άδικα. Και όχι μόνο στον ίδιο τον κλάδο του αυτοκινήτου, αλλά και σε άλλους, άμεσα ή έμμεσα εξαρτημένους απ’ αυτόν. Σε συνεργεία, ανταλλακτικά, αξεσουάρ, στη διαφήμιση και βέβαια στον λεγόμενο «ειδικό Τύπο».

Τις δύσκολες λοιπόν αυτές μέρες, θα περίμενε κανείς πως οι αναξιοπάσχουσες αντιπροσωπίες θα επιλέγουν να στηρίζονται στη βοήθεια που, πιο απλόχερα από ποτέ, τους προσφέρει σήμερα ο ειδικός Τύπος (τα τρία τέσσερα δηλαδή περιοδικά αυτοκινήτου που μένουν ακόμη όρθια) στηρίζοντάς τον έτσι κι αυτές μπας και όλοι μαζί επιβιώσουν για να ‘ναι εδώ όταν, αργά ή γρήγορα (εντάξει, αργά), τα πράγματα μπουν ξανά σε κάποιον λογαριασμό.  

Κι όμως, οι περισσότερες, στην απόγνωσή τους από τη μια να «δείξουν νούμερα» σε εργοστάσια και αμέτοχους μετόχους και από την άλλη να διατηρήσουν ένα μερίδιο αγοράς –που δεν θ’ αργήσει να αναφέρεται μόνο με απόλυτους αριθμούς, χωρίς δηλαδή το %– επιλέγουν να συμβάλλουν σ’ αυτό το πολύχρωμο, κακόφωνο συνονθύλευμα που γεμίζει τον νεκρό χρόνο ο οποίος παρεμβάλλεται μεταξύ αφενός εραστών κάποιων δυτικών προαστίων και του καφέ μιας χαράς, και αφετέρου οθωμανικών σίριαλ και χαζοχαρούμενων τηλεοπτικών συνευρέσεων με ροζ παρουσιαστές και παρουσιάστριες, συχνά του ίδιου φύλου. Χρόνο που εσείς βέβαια, πολύ σοφά, επιλέγετε για να επισκεφτείτε την κουζίνα σας, ή την αίθουσά σας του θρόνου, με αποτέλεσμα το χρυσοπληρωμένο σποτάκι να το βλέπουν τελικά ο Rex το λαμπραντόρ και ο Nemo το χρυσόψαρο που, παρ’ όλα αυτά, μένει με το στόμα ανοιχτό κάθε φορά.

Και ερωτώ, ρητορικά βέβαια: είναι τρόπος αυτός για να συντηρήσεις την εικόνα ενός ατυχήσαντος προϊόντος; Ποια προστιθέμενη αξία σού προσφέρουν 20 δευτερόλεπτα συγκεχυμένου «τηλεοπτικού χρόνου» ανάμεσα σε κινητά, μπαλαδώρα και οργασμικά γιαούρτια; Ποιος θα δει το καινούριο σου Volvo, Opel, Citroën ή Skoda σε αυτό το φανταστικό περιβάλλον, που υπάρχει μόνο στην τηλεόραση –αυτό με τις ξένοιαστες, χαμογελαστές ευρωπαϊκές οικογένειες, όπου ακόμη κι ο παππούς είναι σαραντάρης– και θα πει: «σαν καλά να πηγαίνουν τα πράγματα, καιρός ν’ αγοράσω εκείνο το Avensis»; Ποιος θα βγει να ψωνίσει όταν δεν ξέρει τι θα του ξημερώσει αύριο; Και με τι, όταν «του λείπουν 98 δραχμές για να φτιάξει κατοστάρικο»;

Ποιος είσαι όμως εσύ, ρε τρίχα, που θα διανοηθείς να αμφισβητήσεις τα μεγάλα στελέχη; Ποιος είσαι εσύ που θα κάνεις κουμάντο σε ξένες τσέπες; Να περιορίσουν τις ζημιές τους προσπαθούν οι εταιρείες. Σωστό κι αυτό. Αλλά πολύ βραχυπρόθεσμος και πολύ απελπισμένος μου κάνει αυτός ο τρόπος προβολής. Φοβάμαι δε ότι, μέσα σ’ αυτό το μπαράζ λοβοτομημένης κακογουστιάς που λέγεται ελληνική τηλεόραση, διαφημιστικά budget που θα μπορούσαν τώρα να ξαναχτίσουν μια εικόνα –και μάλιστα πολύ οικονομικά– πάνω στην οποία βέβαια θα πατήσουν οι εταιρείες στο μέλλον για να πλασάρουν ξανά τα αυτοκίνητά τους μέσα από το χαζοκούτι, πάνε τώρα χαμένα συντηρώντας στην πορεία Μέσα που ποτέ τους δεν το άξιζαν.

ΒΧ

5/10/12

Ένα υποθετικό σενάριο


Πέρα απ’ τ’ αστεία που, ακόμη κι αν δεν είναι everybody’s… plate of tea, χρειάζεται κι αυτά να υπάρχουν γιατί το άτιμο το Prozac χρειάζεται συνταγογράφηση, θεωρώ την επίσκεψη της κ. Merkel θετική. Και πολύ τολμηρή, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. 

Αυτά λοιπόν έναντι εισαγωγής για όλους όσοι έχετε αρχίσει να αμφιβάλλετε για τις απόψεις μου και να αμφισβητείτε τη… λεπτότητα του χιούμορ μου.

Θα ‘θελα τώρα να μοιραστώ μαζί σας ένα υποθετικό σενάριο.

Έστω λοιπόν ότι η κ. Merkel, την Τρίτη, απαντώντας στην προσφώνηση του κ. Σαμαρά, μας ανακοινώνει ότι είναι εξουσιοδοτημένη από τους δανειστές μας να μας μεταφέρει την χαρμόσυνη είδηση ότι αποφάσισαν όλοι τους, επειδή είμαστε κιμπάρικος λαός και καραμπουζουκλήδες, να διαγράψουν αμέσως όλο μας το χρέος! Μονομερώς, αλλά από τη σωστή μεριά.

Και επειδή, λέει, όλοι στην Ευρώπη σέβονται την ιστορία, τη συμβολή μας στον παγκόσμιο πολιτισμό και τις μοναδικές μας παραδόσεις, ούτε που σκέφτονται, λέει, να μας αποβάλλουν από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και να μη μας νοιάζει, λέει, καθόλου. Μπορούμε, λέει, να μείνουμε γιατί η παρουσία μας είναι ανεκτίμητη, αρκεί να μην τους ζητήσουμε άλλα δανεικά γιατί θα τους φέρουμε, λέει, σε δύσκολη θέση και δεν θα το ‘θελαν όσο κι αν μας αγαπάνε.

Έκτακτα. Μια καλοπροαίρετη ερώτηση μόνο: μπορεί να μου πει κάποιος πώς θα συνεχίσει να υπάρχει, αυτάρκης και αυτόνομη, αυτή η χώρα όταν, χάρη σ’ ένα υπερτροφικό, τεμπέλικο, διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό Δημόσιο το οποίο με τη σειρά του συντηρεί έναν παρασιτικό ιδιωτικό τομέα, συνεχίζει να ξοδεύει περισσότερο απ’ αυτά που εισπράττει;

Έτσι, μπας και βρούμε καμιά άκρη. Γιατί από θεωρίες, «κάτω», «έξω», «δεν θα περάσει», «Γουδή» και «κρεμάλες» χορτάσαμε, φτάνει πια.

ΒΧ

14/9/12

Τα ωραία του κουρέα


Το τελευταίο πράγμα που θα εγκαταλείψει το ταλαιπωρημένο αυτό σαρκίο θα ‘ναι σίγουρα τα μαλλιά μου. 

Αν και αναγκάζομαι να τα βάφω άσπρα τελευταία, για να συνάδουν με την ηλικία μου καταλαβαίνετε, βρίσκονται –αν όχι όλα, σίγουρα τα περισσότερα– στην αρχική τους θέση, έστω και με λιγότερο θεαματικές πια εξάρσεις.

Και χωρίς μάλιστα μερικά απ’ αυτά να έχουν αναγκαστεί να μετακομίσουν σε πιο ήσυχα μέρη. Όπως στ’ αυτιά μου, για παράδειγμα.

Έτσι, κάθε τόσο παίρνω τα μαλλιά μου και, με την ίδια αίσθηση ανασφάλειας που έχω κι όταν επισκέπτομαι την οδοντογιατρό μου, σπρώχνω την πόρτα του τοπικού μπαρμπέρικου – σε κομμωτήρια δεν πηγαίνω πια, μ’ έχουν κουράσει τα υποκοριστικά, ειδικά όταν συνδυάζονται με αυτό το γλιτσερό πρώτο πληθυντικό προσποιητής οικειότητας (λουσιματάκι θα κάνουμε;).

Και αφού κάτσω στην πολυθρόνα, έχοντας απωλέσει τη χρήση των χεριών μου κάτω από τον ζουρλομανδύα με το αγκαθωτό Velcro στον λαιμό, αφήνομαι στο έλεος της απάντησης των νοτίων προαστίων στον Vidal Sassoon.

-        Πώς θα τα πάρουμε σήμερα; Όπως και την άλλη φορά;
-        Σάμπως θυμάμαι πώς ήταν η άλλη φορά, ρε συ Vidal; Μάζεψέ τα λίγο, συγύρισέ τα λίγο, κόντυνέ τα λίγο. Τέλος πάντων, ξέρεις εσύ.

Έτσι κι αλλιώς, μετά από εκατοντάδες ανάλογες εμπειρίες, αυτό που έχω καταλάβει είναι πως ό,τι και να θες εσύ, ο μπαρμπέρης θα σε κάνει όπως θέλει εκείνος. Γι’ αυτό, καλά θα κάνεις να ‘χεις τελειώσει με τις άμεσες κοινωνικές σου υποχρεώσεις.  Ή να ‘χεις μαζί σου μεγάλο καπέλο.

Γιατί αυτό που θ’ ακούσεις από τον πρώτο γνωστό που θα συναντήσεις έξω, θα ‘ναι κάτι σαν «Κουρεύτηκες, βλέπω. Με γεια! Αλλά, τι τους είπες πάλι και τους εκνεύρισες;»

Σκύβεις λοιπόν μοιρολατρικά το κεφάλι και περιμένεις κάθε φορά να εκπλαγείς δυσάρεστα με το αποτέλεσμα, παρά την προσωρινότητά του. 

Κι είναι κι η κουβέντα. Α, η κουβέντα! Που όσο μονόπλευρη κι αν προσπαθήσεις να την κάνεις, δεν τη γλιτώνεις. Έτσι και σήμερα…

-        Πήγαμε πουθενά διακοπές φέτος; [ο πληθυντικός που λέγαμε]
-        Ναι.
-        Και πώς τα βλέπετε τα πράγματα με την κρίση; τσικ τσικ, τσικ τσικ…
-        Δύσκολα.
-        Θα μου σκύψετε λίγο;
-        Μάλιστα.
-        Πάντως, ένας κύριος που ήταν εδώ νωρίτερα μού έδωσε ένα πολύ ελπιδοφόρο μήνυμα! Ωχ, sorry! Ματώνετε εύκολα, πάντως.
-        Πέρασε από δω ο Μάριο Ντράγκι; Μην τα πάρεις πολύ!
-        Ποιος; Πού παίζει αυτός; Κάτω το κεφάλι, είπαμε!
-        Άστο, δεν πειράζει. Για πες; Τι σου είπε όποιος πέρασε, τέλος πάντων;
-        Ναι. Που λέτε, ο γέρων Παΐσιος… Τον ξέρετε τον γέροντα, έτσι δεν είναι;
-        Τι; Αυτός πέρασε;
-        Όχι, καλέ! Ο γέρων Παΐσιος λοιπόν, από το Όρος, είχε, λέει, προβλέψει πως στη Συρία, λέει, θα γινόταν, λέει, μεγάλο κακό! τσικ τσικ, τσικ τσικ…
-        Πριν πεθάνει, υποθέτω.
-        Ναι. Και πως θα ανακατευτεί κι η Ρωσία στον σαματά.
-        Θα κατέβει πάλι ο Μόσκοβος, δηλαδή.
-        Όχι, ο Πούτιν.
-        Α, μάλιστα. Σιγά! Μην το κάνουμε το κεφάλι σαν του Μπάγεβιτς, ηπειρώτικο.
-        Πώς τα λέτε, όμως! Ναι. Και θα χωρίσει λέει την Τουρκία στα τέσσερα.
-        Ο Παΐσιος; [Καλό είναι βέβαια να μην αστειεύεσαι όταν δεν έχεις πρόχειρα τα χέρια σου κι όταν από πάνω σου πειραματίζεται κάποιος αφηρημένα με κοφτερά αντικείμενα, αλλά σε μερικά πράγματα δεν μπορώ ν’ αντισταθώ].
-        Ποιος Παΐσιος, καλέ! Η Ρωσία! Ουπς! Κοντά είχαμε πει πίσω, έτσι δεν είναι;
-        Όχι, ΔΕΝ είχαμε πει κοντά πίσω, αλλά δεν πειράζει. Η Ρωσία λοιπόν θα χωρίσει την Τουρκία στα τέσσερα. Μάλιστα. Και μετά;
-        Ναι. Και θα κρατήσει, λέει, ένα δυο κομμάτια για δικά της και θα μοιράσει, λέει, τα άλλα σε όσους ενδιαφέρονται.
-        Σε τιμή ευκαιρίας, υποθέτω. Και χωρίς μνημόνια κ.λπ.
-        Ωραίο! Πάντως, το κομμάτι με την Κωνσταντινούπολη θα το πάρουμε εμείς!
-        Τι μου λες! Κι αυτό επειδή…
-        Δεν κατάλαβα ακριβώς, πάντως αυτό μου είπε ο κύριος που έφυγε λίγο πριν μπείτε, τσικ τσικ, τσικ τσικ…
-        Μάλιστα. Κρίμα που δεν τον πρόλαβα. Και πώς επηρεάζει η επανάλωση της Κωνσταντινουπόλεως τη σημερινή μας οικονομική κατάσταση;
-        Τι να σας πω κι εγώ τώρα; Αυτό δεν το εξήγησε.
-        Ο Παΐσιος;
-        Όχι, καλέ! Ο κύριος που έφυγε πριν.
-        Με μπερδεύεις όμως.
-        Ναι. Επειδή, λέει, δεν θα πληρώνουμε πια χαράτσια και τέτοια στη ΔΕΗ και στην τρόικα. Θα ‘χουμε, λέει, τα δικά μας πλούτη πια. Θησαυρούς!
-        Μάλιστα… Ν’ ανεβάσουμε λίγο τη φαβορίτα; 

Όχι μόνον κυκλοφορούν ανάμεσά μας, αλλά ψηφίζουν κιόλας.

ΒΧ

11/9/12

Το 1984 άργησε 30 χρόνια


Ακόμα κι ο Eric Arthur BlairGeorge Orwell, αν προτιμάτε) θα εντυπωσιαζόταν αν μάθαινε τι έβγαλε ξανά από το κάτω-κάτω συρτάρι, αυτό των επικίνδυνα βλακωδών ιδεών, το βρετανικό Υπουργείο Μεταφορών, δέκα ολόκληρα χρόνια από τότε που εμπνεύστηκαν την αρχική ιδέα οι Εργατικοί ενός άλλου Blair, καλή του ώρα…


Κι επειδή όταν παλαιοτέρα έγραφα για την φημολογούμενη τότε ηλεκτρονική παρακολούθηση και αυτόματη χρέωση όσων χρησιμοποιούν το αυτοκίνητό τους στο κέντρο του Λονδίνου, αλλά και σ’ άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, μερικοί εκεί πίσω γελάγατε, δείτε πώς έχουν τώρα τα πράγματα.

Μαθαίνω λοιπόν ότι η κυβέρνηση τού κ. Cameron, φρέσκια και ζεστή από την επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων και στον τομέα της ασφάλειας, ερευνά ξανά την πρόταση που θέλει κάθε αυτοκίνητο που θα κυκλοφορεί στο Ηνωμένο Βασίλειο να εφοδιάζεται μ’ ένα μικροτσίπ το οποίο θα επιτρέπει στον Μεγάλο Αδελφό να αναγνωρίζει, να παρακολουθεί και να στέλνει στον τοπικό magistrate κάθε οδηγό που παρανομεί.

Ξεχάστε δηλαδή τις κάμερες, ξεχάστε τα ραντάρ, ξεχάστε τα περιπολικά με τις συμβατικές πινακίδες. Γιατί τώρα όλα αυτά θα είναι εδώ, μαζί μας, στο πίσω κάθισμα. Να καταγράφουν μεθοδικά κάθε μας παράβαση κρώζοντας στον σβέρκο μας σαν μοχθηρές, χαιρέκακες πεθερές κάθε φορά που υπερβαίνουμε το όριο, πατάμε διπλή διαχωριστική ή μπαίνουμε σε λεωφορειολωρίδα (πείτε «λεωφορειολωρίδα» φωναχτά και μετά ψάξτε στο Google και για τα υπόλοιπα αίτια της αγγυλογλωσσίας). Ακόμα κι όταν έχουμε αμελήσει να πληρώσουμε τα τέλη κυκλοφορίας ή να εξοφλήσουμε την ασφάλεια. Όσο για τα points, το «σύστημα» θα μας τα χρεώνει αυτόματα και ανελλιπώς, με τα αδιαπραγμάτευτα πρόστιμα να ακολουθούν με το ταχυδρομείο. Αυτό κι αν είναι το τέλος της αυτοκίνησης όπως την ξέραμε…

Τέτοιες προοπτικές, αν βέβαια επαληθευτούν, για όλους όσοι ακόμα αγαπάμε και ζούμε για, ή έστω από, το αυτοκίνητο είναι δυσοίωνες. Κρίμα, γιατί ενώ το internet και ο θαυμαστός, ραγδαία εξελισσόμενος κόσμος της τεχνολογίας έχουν κάνει τον πλανήτη μας μια μικρή παγκόσμια γειτονιά, η προσωπική μας ελευθερία διαρκώς παραβιάζεται και το δικαίωμά μας στην αυτοκίνηση όλο και περιορίζεται.

Η επιστήμη της ψυχολογίας δέχεται πως στους δευτερεύοντες στόχους της αγοράς ενός αυτοκινήτου συγκαταλέγονται η επίδειξη κοινωνικού status και ο ερωτικός υπαινιγμός. Και ποιος είμαι εγώ που θα διαφωνήσω; Όμως, αυτό που δίνει στο αυτοκίνητο τη δύναμη να κρατά ασφυκτικά αιχμαλωτισμένη τη φαντασία είναι κάτι πολύ πιο ουσιαστικό, πολύ πιο σημαντικό, πολύ πιο δυνατό: η ελευθερία!

Αυτή η δυνατότητα του αυτοκινείσθαι την οποία υπόσχεται ακόμα και ακινητοποιημένο το αυτοκίνητο, πάντα κέντριζε επίμονα τα βαθύτερα και πιο ευαίσθητα σημεία της ψυχής μας. Την αγωνία μας μάλιστα αυτή, ερμηνεύει με τον καλύτερο τρόπο η φράση του Henry Ford: «Έπρεπε να εφεύρω το gasoline buggy (έτσι είχε ονομάσει το πρώτο του “αυτοκίνητο”) για να ξεφύγω από την ανία της ζωής στη φάρμα»!  

Να ‘μαστε λοιπόν σήμερα, 100 χρόνια μετά, ακόμα και πηγμένοι σε wall-to-wall μποτιλιαρίσματα, να ονειρευόμαστε αμετανόητοι πως αφήνουμε, λέει, πίσω μας κάθε πεζό δεσμό με την καθημερινότητα και πως βρισκόμαστε κάπου αλλού. Αν και το κυκλοφοριακό σήμερα καγχάζει στα μούτρα της φαντασίας του Ford, όσο πιο ουτοπική γίνεται μια διαδρομή με το αγαπημένο σου αυτοκίνητο τόσο περισσότερο την ονειρεύεσαι. Βλέπετε, η ανάγκη τού να κινείσαι ελεύθερα είναι προϋπόθεση του να ζεις πολιτισμένα.


Ορισμένοι λιγότερο αισιόδοξοι από μένα υποστηρίζουν πως δεν είναι μακριά οι μέρες που ακόμα και σε μας τους ίδιους θα εμφυτεύονται τσιπάκια, όπως στα κατοικίδια, για να είναι εξασφαλισμένο πως τρώμε σωστά, πίνουμε με εγκράτεια, καπνίζουμε με μέτρο, γυμναζόμαστε τακτικά, ενεργούμαστε κανονικά, ονειρευόμαστε λογικά και ερωτευόμαστε ιεραποστολικά. Και χωρίς πολλή φασαρία. Γιατί… 

... “when you make love you're using up energy; and afterwards you feel happy and don't give a damn about anything. They can't bear you to feel like that (…) We shall abolish the orgasm. Our neurologists are at work upon it now”.

Όσο για τα μυστικά μας; Αυτά θα πρέπει να μάθουμε να τα κρατάμε μυστικά. Κι από μας τους ίδιους.

Αλλά μην τα βάψετε και τελείως μαύρα, τα πράγματα θα μπορούσαν να ‘ναι πολύ χειρότερα. Σε λίγα χρόνια μάλιστα, αν το εκεί Ministry of Stupidity τα καταφέρει, δεν αποκλείεται και να ‘ναι, μακριά από μας...

ΒΧ