29/10/11

ΤΙ ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ

«Αυτό που ζούμε είναι τραγικό», είπε καλώντας πρόσφατα τη Βουλή να υπερψηφίσει το πολυνομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών ο επόμενος Παπανδρέου. Και μίλησε για «στιγμές ιστορικές» και για «συνθήκες που δεν έχουμε καταλάβει». 

Ποιοι δεν έχουμε καταλάβει; Εσείς κι εγώ; Δεν νομίζω. Διότι απλοί, κανονικοί άνθρωποι όπως εμείς είναι σίγουρο ότι κάτι έχουμε καταλάβει. 

Έχουμε καταλάβει, για παράδειγμα, ότι για τα επόμενα 10, 20, μπορεί και 100 χρόνια θα ζούμε μόνο για να εξοφλούμε δημόσια χρέη, πληρώνοντας φόρους και έκτακτες εισφορές που θα συνεχίσουν να καταλήγουν στον ίδιο διάτρητο πίθο των ανίκανων να μηρυκάζουν και να πέρδονται ταυτόχρονα φοροαρπακτικών Δαναΐδων.

Έχουμε καταλάβει πόσο συστηματικά ψεύτες (ή επικίνδυνα βλάκες) ήταν και παραμένουν αυτοί που προεκλογικά μας καλούσαν να επιλέξουμε ανάμεσα σε «σοσιαλισμό ή βαρβαρότητα» υποσχόμενοι ότι «λεφτά υπάρχουν», ενώ μετεκλογικά διερρήγνυαν τα Vardas τους για το ότι «αποκλείεται αναδιάρθρωση του χρέους» διαβεβαιώνοντας ότι «δεν θα δεχόντουσαν κανενός είδους εποπτεία» κ.λπ. και, δυο χρόνια τώρα, αντί να περιορίσουν δραστικά ένα κράτος/Λερναία Ύδρα, σκαλίζουν τον αφαλό τους. 

Έχουμε καταλάβει ότι ακόμη κι αν το «κούρεμα» του χρέους (και η σφαλιάρα που παραδοσιακά ακολουθεί κάθε κούρεμα) αποδειχτεί βήμα θετικό, είναι το τελευταίο πριν την απομόνωση, τη μαγκρεμποποίηση και την επιστροφή στην ένδοξη μνα.

Έχουμε καταλάβει ότι μαζί με τα ψέματα τέλειωσαν και τα «αν δεν», του τύπου «αν δεν σταματήσει η κακοδιαχείριση…», «αν δεν συμμορφωθούμε…», «αν δεν παταχθεί η φοροδιαφυγή…», (συμπληρώστε εδώ τους δικούς σας επιθυμητούς όρους λύτρωσης).  

Έχουμε καταλάβει ότι, ενώ μόνοι μας κάναμε τα οικονομικά μας σώβρακο, μας φταίνε τώρα όλοι οι άλλοι.

Έχουμε καταλάβει ότι χάρη στους αξιοθρήνητους κυβερνητικούς χειρισμούς, η δική μας είναι η μόνη χώρα από τις προβληματικές PIGS που μπαίνει –περήφανα, είναι αλήθεια, και με το κεφάλι ψηλά μια και η ίδια το ζήτησε– σε καθεστώς εποπτείας, κάτι που προσωπικά δεν με ενοχλεί καθόλου.

Έχουμε καταλάβει πόσο ζώα (ή πόσο εθελούσια τυφλοί) ήμασταν τόσο καιρό που δεν ξέραμε (ή, χειρότερα, ξέραμε αλλά το θεωρούσαμε ανώδυνο, χαριτωμένο και γραφικό) τι συβαριτικό φαγοπότι γινόταν στο Δημόσιο, λες και το φρικαλέο, αδίστακτα παρασιτικό, σαδιστικά αυθάδες κηφηναριό που αμείβονταν κάθε μήνα με το ΑΕΠ του Λεσότο απλώς για να μετατρέπει οξυγόνο σε διοξείδιο του άνθρακα δεν συντηρούταν με τα δικά μας λεφτά.

Έχουμε καταλάβει, έστω κάποιοι, τη ματαιότητα των καταλήψεων και των απεργιών που τελικά το μόνο που σήμερα καταφέρνουν είναι να βασανίζουν περισσότερο τον αδύναμο, ανήμπορο να αντιδράσει πολίτη.

Έχουμε καταλάβει ότι το δικαίωμα στην απεργία είναι ιερό, ιερότερο βέβαια αυτού στην εργασία. 

Έχουμε καταλάβει ότι ο περήφανος νεοέλληνας ό,τι δεν κάνει αντικανονικά το κάνει αντικοινωνικά.

Έχουμε καταλάβει ότι κανενός είδους κούρεμα δεν μπορεί να μας γλυτώσει από την πολιτική χρεωκοπία. 

Έχουμε καταλάβει ότι ο θεσμός της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας υπάρχει απλώς για να κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι, προφανώς βαθιά προβληματισμένος, ένας καθόλα αξιοπρεπής, ηλικιωμένος κύριος όταν μοιάζει να ενημερώνεται από τον γιο του αφεντικού.

Έχουμε καταλάβει ότι όταν γίνουν εκλογές, ο κυρίαρχος, αλλά αδιόρθωτα μαλάκας, λαός θα ξαναστείλει στη Βουλή τους ίδιους φιλάρεσκους φελλούς, τους ίδιους πιο άχρηστους κι από λιμενεργάτη στα Βαρδούσια επαγγελματίες κομματάνθρωπους, αλλάζοντας απλώς τις θέσεις τους στην αίθουσα.

Έχουμε καταλάβει τη ματαιότητα αξιέπαινων, αρχικά, πολιτικών πρωτοβουλιών μέσα σ’ ένα περιβάλλον γενικού βολέματος, αδιάφορου «ελαμωρετώρα» και αθεράπευτου «ασεγιαύριο».

Έχουμε καταλάβει ότι κανένας πραγματικά ικανός, αφιλοκερδής, μη υστερόβουλος άνθρωπος δεν πρόκειται να βάλει το κεφάλι του στον απύθμενο ντορβά της πολιτικής για να δουν τα παιδιά μας άσπρη μέρα. 

Έχουμε καταλάβει, όσοι τουλάχιστον επιμένουμε να ενημερωνόμαστε από την ελληνική τηλεόραση, ότι θα παρακολουθούμε τηλεοπτικά σκουπίδια αφιερωμένα σε μια ατέρμονη αναζήτηση για τον επαναπροσδιορισμό αφενός των ανώτερων ορίων της υπερβολής και της κινδυνολογίας και αφετέρου των κατώτερων ορίων του κιτς και της κακογουστιάς. 

Έχουμε καταλάβει ότι ο κόσμος αλλάζει, η κοινωνία αλλάζει.

Έχουμε καταλάβει ότι θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τα όρια αντοχής μας – και να τα ξεπεράσουμε.

Έχουμε καταλάβει ότι τίποτε πλέον δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο ή σίγουρο.

Έχουμε καταλάβει ότι δύσκολα μπορεί να προγραμματίσει κανείς την επόμενη του μέρα, πόσω μάλλον την επόμενή του κίνηση.

Έχουμε καταλάβει ότι θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτά που χρειαζόμαστε και όχι με αυτά που θέλουμε, περισσότερο αυτάρκεις τώρα και ουσιαστικότερα ολιγαρκείς.

Έχουμε καταλάβει ότι οι στιγμές αναψυχής μας θα είναι πια ριζικά διαφορετικές, αλλά όχι απαραίτητα λιγότερες ή φτωχότερες σε συναισθήματα.

Έχουμε καταλάβει ότι, για να μας χαρίζουν περισσότερη ζέστη, θα πρέπει τώρα να κόβουμε μόνοι μας τα ξύλα μας. 

Έχουμε τέλος καταλάβει ότι χρειαζόμαστε επειγόντως έναν νέο Διαφωτισμό, μια νέα Αναγέννηση.



ΒΧ

18/10/11

ΑΥΤΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΑΞΙΤΖΗΔΕΣ

Διαβάζω στην Καθημερινή ότι σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιεί το  www.hotels.com, τα αποτελέσματα της οποίας δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα, τα ταξί του Λονδίνου επελέγησαν, για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά, ως «τα καλύτερα ταξί του κόσμου». 

Σύμφωνα με την έρευνα, το Λονδίνο πήρε την πρώτη θέση της κατάταξης, με μεγάλη μάλιστα διαφορά από τις άλλες πόλεις, σε ερωτήσεις που κυμαίνονταν από την ασφάλεια ως την φιλικότητα των οδηγών ταξί και την καλή γνώση της περιοχής. Η έρευνα αυτή έγινε τον Αύγουστο σε δείγμα περίπου 5.000 ανθρώπων που ρωτήθηκαν σε 23 χώρες.

Και θυμήθηκα τις βροχερές και κρύες νύχτες του Λονδρέζικου χειμώνα. Κι αυτούς τους παράξενους, αξιοθρήνητους τύπους που έβλεπα καβάλα σε κακορίζικα μηχανάκια, με το L (Learner) του μαθητευόμενου κολλημένο στην πινακίδα. Φορούσαν παλιομοδίτικα κράνη οι περισσότεροι, ναυτικές νιτσεράδες, χοντρές γαλότσες και άκαμπτα εργατικά γάντια, αλλά ήταν απαραίτητα ζωσμένοι όλοι με αντανακλαστικές λουρίδες.

Μπροστά τους, στερεωμένες όπως-όπως στο τιμόνι, είχαν διάφανες σακούλες με νοτισμένους χάρτες της πόλης. Κινούνταν αργά, σπασμωδικά και ανισόρροπα, σταματώντας πού και πού στην άκρη του δρόμου, σαν να έψαχναν κάτι. Κι έδειχναν να μη νοιάζονται διόλου για τον καιρό, την κυκλοφορία και τα διώροφα λεωφορεία που απειλούσαν την ύπαρξή τους.

Η πρώτη φορά που συνάντησα αυτή την περίεργη φυλή δικυκλιστών ήταν πίσω στο μακρινό 1976. Και ρώτησα βέβαια αν εξέτιαν κάποια ποινή, απ’ αυτές που μόνο Βρετανοί δικαστές έχουν την φαντασία να επιβάλλουν –δεν μπορεί, θα ‘χετε δει τις περούκες τους–, ή αν είχαν απλώς χάσει κάποιο στοίχημα. 

Όταν όμως έμαθα τι ήταν όλοι αυτοί και τι διάολο έκαναν στη βροχή και το κρύο, αψηφώντας την κίνηση και παίζοντας τη ζωή τους κορόνα-γράμματα, πραγματικά εντυπωσιάστηκα. Διότι εκείνοι οι μουσκεμένοι, ριψοκίνδυνοι, ατρόμητοι αναβάτες δεν ήταν παρά υποψήφιοι οδηγοί ταξί. Είχαν μάλιστα και όνομα: The Knowledge Boys

Βλέπετε, σε αντίθεση με τον αντίστοιχο, κατάφωρα αδικημένο Έλληνα «επαγγελματία», ο Λονδρέζος οδηγός ταξί απαιτείται να έχει πλήρη γνώση της μεγαλούπολης, γνώση που εκτός από δρόμους, πλατείες, πάρκα και σταθμούς τρένων ή μετρό, περιλαμβάνει κάθε ιστορικό ή άλλο αξιοθέατο, κάθε ξενοδοχείο, εστιατόριο, κλαμπ, αλλά και νοσοκομείο, αστυνομικό τμήμα, εκκλησία, δημόσια υπηρεσία κ.λπ. 

Και όχι μόνο. Πρέπει να γνωρίζει λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα, με ποιους δρόμους διασταυρώνεται κάθε λεωφόρος και ποια θέατρα συναντά κανείς σ’ αυτήν. Και με ποια σειρά. Οτιδήποτε δηλαδή χρειάζεται για να μεταφέρει οποιονδήποτε οπουδήποτε. Από την αμεσότερη και ταχύτερη διαδρομή. Αποφασίζοντας αστραπιαία. Χωρίς να συμβουλεύεται χάρτες, συστήματα πλοήγησης ή κέντρα ελέγχου. Και σκεφτείτε ότι μιλάμε για πάνω από 25.000 δρόμους σε μια ακτίνα 10 χιλιομέτρων από το νοητό κέντρο της πόλης.

Αναμφίβολα, πρόκειται για τις πιο απαιτητικές ανάλογες εξετάσεις στον κόσμο. Η «Γνώση» απαιτεί, κατά μέσο όρο, τρία χρόνια, ενώ κάθε υποψήφιος πρέπει να είναι ψυχολογικά και οικονομικά προετοιμασμένος να δώσει εξετάσεις τουλάχιστον 12 φορές(!) πριν αποκτήσει την άδεια.

Τα γράφω αυτά επειδή ο αξύριστος που χειριζόταν υποτυπωδώς –γιατί «οδηγούσε» δεν το ‘λεγες– τη βρομερή Toyota που μου ‘τυχε τις προάλλες ήταν, μέχρι πριν λίγους μήνες και πριν το upgrading, σερβιτόρος σε ταβέρνα στον Νέο Κόσμο.

Τα γράφω αυτά επειδή διαβάζω ότι «δεν είδαμε τίποτα ακόμη», ότι «θα τρίβουμε τα μάτια μας» και ότι «θα χυθεί αίμα», εκτός από λάδια. Τα γράφω επειδή ακούω τον μαινόμενο ταξί-αρχο Λυμπερόπουλο με το ροζ πουκάμισο και το κομοδινί μαλλί (ή μήπως είναι αντίστροφα;) να απειλεί κάποιους ότι θα τους «λιώσει», άλλους ότι θα τους «ξεπαστρέψει», ότι «δεν θα πάνε στο νεκροταφείο μόνοι τους» κι άλλα τέτοια εμπνευσμένα αντιστασιακά. 

Και ποιοι έχουν αυτόν τον ανεκδιήγητο τύπο εκλεγμένο μπροστάρη; Αυτοί που έγιναν ταξιτζήδες χωρίς μόρφωση, χωρίς ξένες γλώσσες, χωρίς ειδική εκπαίδευση, χωρίς μηχανολογικές γνώσεις, χωρίς εμπειρία. Με υποτυπώδεις, αστείες εξετάσεις. Είτε κληρονομώντας μια άδεια, είτε πληρώνοντας χιλιάδες κάποιον μεγαλομαντρά. Μαύρα, βέβαια. Για κάτι που κόστιζε κάποτε πενήντα και εκατό ευρώ. 

Αυτοί που έκλεισαν αεροδρόμια και λιμάνια μέσα στον Αύγουστο. Αυτοί που έχυσαν λάδια στους δρόμους. Αυτοί που προπηλάκισαν, που απείλησαν, που έσπασαν. Αυτοί που έχουν μετατρέψει τις αυτοκινούμενες παράγκες τους σε πειρατικά φορτο-ταξί της δεκαετίας του ’50. Αυτοί που όταν δεν σε κάνουν μαύρο στο καυσαέριο σε κάνουν μαύρο στο ξύλο. Αυτοί που «τάσσονταν και μάλιστα κατηγορηματικά» κατά των ταμειακών. Αυτοί που σέρνονται στους δρόμους. Με τσαμπουκά και το χέρι έξω, κρεμασμένο σαν συκωταριά. Οι φιλεύσπλαχνοι σουλτάνοι της διπλομίσθωσης. Οι μάγοι της διπλής ταρίφας.

Καλά όμως που η κυβέρνηση χαρακτήρισε «ακατανόητες» και «αδικαιολόγητες» και αυτές τις κινητοποιήσεις, τονίζοντας πως όσοι δεν συμμορφωθούν «θα υποστούν τις κυρώσεις που προβλέπονται από τον νόμο». Κι ήρθε η καρδιά μας στον τόπο της...


ΒΧ

11/10/11

WILLKOMMEN NIEDERDEUTSCHLAND!

Όσο η Ελλάδα παραμένει προπύργιο της αναρχίας, προμαχώνας της ασυδοσίας, εκτροφείο θλιβερών, επίκινδυνων, συστηματικά ψευδόμενων ερασιτεχνών πολιτικάντηδων, ένα κράτος-φαρσοκωμωδία όπου η συμμόρφωση με τους νόμους αντιμετωπίζεται ως ένδειξη γενετικής βλακείας, ενώ η εφαρμογή τους επαφίεται σε τυχαίους χωρίς ενδιαφέρον, γνώσεις ή ενθουσιασμό, ας γίνει επιτέλους Niederdeutschland, ή Basse Gaule μπας και δούμε άσπρη μέρα. Ή έστω, γκρίζα...

ΑΛΕΞΗΣ Ζ. / In memoriam

«Έλα, γλυκαίνει!» Αξέχαστη φράση, σήμα κατατεθέν του. Τον άκουγα, συνήθως ακολουθώντας τον καμιά εικοσαριά μέτρα πίσω, ενώ αναρωτιόμουν αν απείχα από την αναθεματισμένη κορυφή λιγότερο απ’ όσο το χόμπι απ’ την ψυχασθένεια. Τον άκουγα, κι εκεί που ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω, να δώσω μια στο ποδήλατο να γκρεμοτσακιστεί αυτό στην πλαγιά κι εγώ καταγής, έπαιρνα μια ακόμα ανάσα και με τα γόνατα να καίνε και την καρδιά να ανταγωνίζεται με τα πνεμόνια για το ποιος θα σκάσει πρώτος έξω απ’ τη μπλούζα, έσφιγγα τα ήδη παραμορφωμένα γκριπ κι έκανα εκείνα τα λίγα μέτρα που φάνταζαν πριν χιλιόμετρα. 

Και πάντα μ’ έπιαναν βέβαια τα νεύρα μου. Γιατί το ‘ξερα, πως όταν επιτέλους δρασκέλιζα τη ράχη, θα τον έβρισκα ξανά αραχτό στη σκιά. Ατάραχο. Σαν να ‘χει μόλις βγει από εκκλησία. Σαν να περίμενε ώρες. Μ’ εκείνο το άτιμο το τσιγάρο ήδη αναμμένο. Έχω πια πειστεί ότι το ‘κανε επίτηδες.

Θα πρέπει να ‘ταν το 97’ ή το ’98. Εκείνος κι εγώ, μαζί με τον Νίκο που είχε έρθει επί τούτου από την Αγγλία, είχαμε αφήσει τα αυτοκίνητα στην Ελάτη και είχαμε κινήσει να γυρίσουμε την Πίνδο με τα ποδήλατα. Κι αυτό το «έλα, γλυκαίνει!» θα το άκουγα πολλές φορές τις επόμενες μέρες, ανεβαίνοντας απ’ τη Χρυσομηλιά στο Παλιοχώρι και μετά ακόμα πιο ψηλά, στο Γκολέμι, στα 1.700μ., στην Κρανιά, στην Ανθούσα... Κι όλα αυτά με τα ποδήλατα φορτωμένα με ό,τι νομίζαμε πως θα μας χρειαζόταν για να περάσουμε έξι φθινοπωρινές μέρες (και νύχτες) στο βουνό. 

Αναγκάστηκα να τα παρατήσω την τέταρτη όταν το Cannondale έμεινε με μια σχέση στη μετάδοση και ο καβάλος μου χωρίς δέρμα. Έφταιγε εκείνη η χωροφυλακίστικη η σέλα που ‘χα μόλις βάλει. Για άνεση υποτίθεται. Σε μια γέφυρα αυτός κι ο Νίκος συνέχισαν για τα Αθαμανικά Όρη κι εγώ πήρα μόνος τον δρόμο της επιστροφής για το Περτούλι και την Ελάτη. 

Σ’ εκείνη την εκδρομή ήταν που το χώνεψα πως ο Αλέξης θα ‘ταν το πρότυπό μου στο ποδήλατο. Τι διάολο; Τόσα χρόνια μεγαλύτερος μου και πάντα μπροστά μου ήταν. Και κάπνιζε και σαν αράπης – άτιμο πράμα, το ‘κοψα το ’85 και δεν το ξανάγγιξα. Αυτός δεν ήταν άλλωστε που με είχε «βάλει», εμένα και διάφορους εξίσου βλαμμένους, στη χωμάτινη μοτοσυκλέτα και στα enduro των αρχών του ’80, με αποκορύφωμα εκείνον τον 10ωρο αγώνα στον Όλυμπο και τον Κίσσαβο; 

Μετά βέβαια, όταν εμείς λυσσάγαμε με τα IT και τα XR στα Βασιλικά, στην Πάρνηθα και στον Μαραθώνα, αυτός είχε πλέον «ωριμάσει». Καβαλούσε το «ορεινό» του ποδήλατο και ανεβοκατέβαινε την Πεντέλη. Φυσικά και τον αντιμετωπίζαμε τότε σαν παλαβό, σαν γραφικό γέρο του βουνού. Κι όμως, αυτός ήταν που, μέσα από τις σελίδες του Ποδηλάτη, περιοδικό που (κλασικός ασυμβίβαστος Αλέξης) στο τέλος έβγαζε μόνο όταν είχε κάτι να πει, έκανε γνωστό το mountain biking στην Ελλάδα.

Όλοι μας του χρωστάμε. Και τι δεν μ’ έμαθε σ’ εκείνη τη σκήτη του, στο σπίτι στην Καλλιτεχνούπολη… Τον έβρισκα μ’ ένα φλιτζάνι καφέ, ένα τσιγάρο να δουλεύει στο ραλαντί στο τασάκι, το αγαπημένο του Τρίτο πρόγραμμα στο ραδιόφωνο, τριγυρισμένο από σκυλιά και γάτες που η ψυχική του ηρεμία και η βιβλική σχεδόν μορφή του ανάγκαζε, θαρρείς, σε ειρηνική συμβίωση. Κι όλο και κάτι θα μαστόρευε, όλο και κάτι θα ετοίμαζε. Το Yeti για το χώμα, το Kettler για την άσφαλτο, τη «Βαλκυρία» για το Σαββατοκύριακο, το ντεσεβό της Φρανσέσκας... Ή κάτι για τον Ορέστη και τον Οδυσσέα. Πόσες φορές δεν τα παράτησε για να ασχοληθεί μ’ έμενα και το δικό μου ποδήλατο… Κι όταν έφευγα, αν δεν άκουγα: «Άντε, πάρ’ το και φύγε. Και κοίτα να το ξαναχαλάσεις, μ…..σμένο», σαν κάτι να μου ‘λειπε. 

Συνεχίσαμε, όλο και πιο αραιά όμως (και γι’ αυτό βέβαια έφταιγα εγώ), να κάνουμε μαζί ποδήλατο. Ακόμα και μετά τη σοβαρή περιπέτεια που είχε με την υγεία του, περιπέτεια που τον είχε αναγκάσει εδώ και πολλά χρόνια να κάνει αιμοκάθαρση δυο φορές τη βδομάδα. Αλλά, δεν ήταν ο παλιός Αλέξης. Και πώς θα μπορούσε να ‘ταν; 

Ναι, αλλά τώρα θα ‘παιρνα την εκδίκησή μου. Τώρα θα ‘μουν εγώ αυτός που θα φώναζε: «Έλα, γλυκαίνει!». Δεν μ’ άφησε όμως ο άτιμος να το ευχαριστηθώ... Στην τελευταία μας βόλτα μαζί, πάνε κάνα δυο χρόνια, τα παράτησε σε μια πλαγιά της Πεντέλης. Λίγο πιο πάνω από την ανηφόρα με το εκκλησάκι και το μικρό κοιμητήριο στο Νταού Πεντέλης. Εκεί που έμελλε να ξεκουραστεί για πάντα. Ξέρετε, εκεί που αρχίζει να γλυκαίνει… 

Αλέξη, άντε φύγε συ μπροστά και θα τα πούμε στην κορφή.

ΒΧ

ΑΝΤΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ

Θυμάμαι, παιδί, μια γελοιογραφία που έδειχνε ένα πανύψηλο ουρανοξύστη να χάνεται ψηλά στα σύννεφα και κάτω στο δρόμο έναν μπογιατζή μ’ έναν κουβά κι ένα πινέλο να ‘χει μόλις ξεκινήσει να τον βάφει. «Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός», έγραφε η λεζάντα… 

Απελπισμένος μπογιατζής. Έτσι νιώθω ξεκινώντας, μετά από χρόνια αναβλητικότητας, τεμπελιάς και κυρίως δειλίας τούτο δω το blog. Και πολύ φοβάμαι ότι αναζητώντας αδιάλειπτη έμπνευση, αυτό που θα βρω μπροστά μου είναι πολύ περπάτημα πάνω-κάτω, ή όποιο τέλος πάντων είναι το αντίστοιχο του αμήχανου μασουλήματος μολυβιού όταν γράφεις σε υπολογιστή. Αλλά να, μόλις πάτησα το πρώτο Ctrl+S

Θυμάμαι πάντως τη μητέρα μου να λέει, όταν γκρίνιαζα –πάντα έβρισκα κάτι να γκρινιάζω:– «μα εσύ θ’ αλλάξεις τον κόσμο;» Νομίζω ότι η πρώτη φορά που το άκουσα αυτό ήταν όταν γκρίνιαζα για το μέτρο τής εκ περιτροπής κυκλοφορίας των αυτοκινήτων που κάποια «κυβέρνηση» της δικτατορίας είχε εφαρμόσει, εν τη σοφία της, τα Σαββατοκύριακα! Ναι, αλλά εγώ μόλις είχα αποκτήσει δίπλωμα οδήγησης. Μόλις είχα (νόμιμη πλέον) πρόσβαση στο οικογενειακό αυτοκίνητο. Τρία αντικλείδια είχα βγάλει. Και δεν ήθελα κανείς να με κλείνει μέσα. 

Μπορεί και να 'ταν εκείνη η πρώτη φορά που σκέφτηκα: «Ναι. Γιατί όχι; Εγώ θα τον αλλάξω. Κοινή λογική χρειάζεται. Και λίγη καλή θέληση. Πόσο δύσκολο είναι, διάολε, ν’ αλλάξεις, αν όχι τον κόσμο, τουλάχιστον την Ελλάδα και τους νέους Έλληνες;» Πολύ, όπως αποδείχτηκε στην πορεία. Αλλά δεν το ‘βαλα κάτω. Γκρίνιαζα, διαμαρτυρόμουν, φώναζα… Μέχρι που άλλαξα χώρα. 

Τα 16 χρόνια στην Αγγλία και στη ναυτιλία τα ακολούθησαν 20 στην Ελλάδα και στον χώρο του αυτοκινήτου. Χρόνια που πέρασαν είτε πουλώντας αυτοκίνητα είτε γράφοντας γι’ αυτά, και όχι μόνο γι’ αυτά. Κι εκεί είναι που πρωτοάκουσα: «Ρε συ, γιατί δεν γράφεις κάτι; Ωραία τα λες.» Κι αυτό ειπώθηκε ξανά και ξανά. Περίεργο… Διότι εγώ πίστευα ότι το να γράφεις μια δυο εξυπνάδες δεν σημαίνει απαραίτητα ότι μπορείς να γράψεις και κάτι πιο ολοκληρωμένο. Εκτός κι αν το τελευταίο είναι μια ανθολογία των πρώτων. Με τρόπο όμως που να βγάζει νόημα, αντιλαμβάνεστε. 

Δυο πράγματα με ανησυχούσαν όταν άρχισα πλέον να το σκέφτομαι σοβαρότερα. Πρώτα, το ότι σκόρπιες προτάσεις και συγκροτημένο blog δεν είναι απαραίτητα έννοιες αλληλένδετες. Μπορεί δηλαδή, ναι, να έχεις την ικανότητα να γράψεις μια δυο έξυπνες ατάκες, αλλά προσπαθώντας να τις δέσεις μεταξύ τους πάνω από έναν κοινό παρονομαστή, να κινδυνεύεις να ακροβατείς στα όρια της ασάφειας, αν όχι της ασυναρτησίας. Βέβαια, είναι οπωσδήποτε ενθαρρυντικό το ότι πουλιούνται ολόκληρα βιβλία, για παράδειγμα, με προτάσεις που δεν βγάζουν κανένα απολύτως νόημα. Το δεύτερο πράγμα που με προβλημάτιζε ήταν, και παραμένει φυσικά, η ξαφνική αλλά όχι απαραίτητα ανεξήγητη έλλειψη έμπνευσης.  

Προς άμβλυνση λοιπόν της δεύτερής μου ανησυχίας, αυτό θα ‘ναι ένα blog που θα περιλαμβάνει και ορισμένα από τα γραπτά των προηγουμένων ετών. Κομμάτια που μέρη τους δημοσιεύτηκαν στα καλά περιοδικά Autocar και Drive. Από την εποχή που, διευθύνοντάς τα, συνήθως φορώντας στολή της αντιτρομοκρατικής, φρόντιζα να παρεμβάλλεται κείμενο ανάμεσα σε σελίδες διαφήμισης αυτοκινήτων ώστε να τις αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο. 

Θα ‘ναι ένα blog που θα έχει και κείμενα που θα γραφούν επί τούτου, παρατηρώντας την Ελλάδα και τους Έλληνες. 

Θα ‘ναι ένα blog που ελπίζω να διαβάζεται με τον τρόπο που θα γράφεται – με χιούμορ, συνήθως αυτοσαρκαστικό.

Θα ‘ναι τέλος ένα blog που θα ξεκινά μ' ένα απ’ αυτά τα μακροσκελή, ασυνάρτητα εισαγωγικά σημειώματα που σπάνια διαβάζονται…

ΒΧ