22/3/12

Αυτοκίνητα με προσωπικότητα, μέρος 1ον

«Η τέχνη οφείλει να ξαφνιάζει την πραγματικότητα», έλεγε η Φρανσουάζ Σαγκάν, πριν πεθάνει. Το ξάφνιασμα όμως είναι σχήμα λιτότητας μπροστά στο σοκ που πάθαμε όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά απέναντι σ’ εκείνο το φανταχτερό πορτοκαλί καβούρι με τις μαγουλάδες.




Ωστόσο, γρήγορα ερωτευτήκαμε –όσοι τουλάχιστον λατρεύουμε τις προκλήσεις– το Fiat Multipla του ’98. Δεν ήταν μόνο η αντικομφορμιστική του εμφάνιση και το επαναστατικό του εσωτερικό. Κανένα άλλο MPV δεν πάταγε στο δρόμο όπως ένα Multipla. Και πότε; Τον περασμένο αιώνα. Αφού, ακόμη και σήμερα, 14 χρόνια μετά, τα τωρινά «σημεία αναφοράς» τα βρίσκουν σκούρα απέναντι σ’ ένα κεφάτα οδηγημένο Multipla πρώτης γενιάς.

Βέβαια, το «πρώτης γενιάς» δεν είναι απόλυτα σωστό. Πάμε πίσω στη δεκαετία του ’50, όταν η Fiat έψαχνε τον αντικαταστάτη τού Topolino και την απάντηση στο 2CV της Citroën. Το τμήμα της εταιρείας που άκουγε στο υπέροχα ιταλικό Gruppo Motopropolsore Posteriore παρουσίασε τότε έναν 4κύλινδρο κινητήρα 633cc ο οποίος, αν κι έβγαζε μόνο 22 ίππους, κατάφερε να τρομάξει τον σινιόρ Ανιέλι που βρήκε το 600αράκι του ‘55 “un potroppo veloce”! Παρόλα αυτά, ο ντον Τζοβάνι συμφώνησε να βγει το Seicento στην παραγωγή, απαιτώντας όμως να αποτελέσει αυτό τη βάση για όσο περισσότερες παραλλαγές επέτρεπε η ιταλική μεταφασιστική ύφεση και επινοούσε η μεσογειακή μεταπολεμική εφευρετικότητα.

 O ορισμός της προσαρμοστικότητας. Το ίδιο και το αυτοκίνητο...


Μια απ’ αυτές ήταν το Multipla του ’56, ένα από τα πιο επαναστατικά σχέδια όλων των εποχών. Με 3,5m μήκος, όλα πίσω και έξι καθίσματα σε τρεις σειρές –ή δύο καθίσματα και σπηλαιώδη χώρο αποσκευών–, εκείνο το Fiat ήταν ο ορισμός της προσαρμοστικότητας. Και κάποιος έπρεπε να το εφεύρει γιατί τότε υπήρχε πραγματική ανάγκη. Βλέπετε, κάπως έπρεπε να μετακινηθούν οι πτωχοί, πλην πολύκαρποι, φαμελιάρηδες της Ιταλίας του ’50 και το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη. Ο Έντισον, για παράδειγμα, για ν’ ανακαλύψει τον ηλεκτρισμό, δούλευε με κεριά στο σκοτάδι. Μη μου πείτε ότι δεν πιεζόταν. Ή τα πολυβόλα. [Τι τα πολυβόλα;] Το ότι υπάρχουν σημαίνει πώς κάποιος κάποτε –ορίστε, ο Γκάτλινγκ, το 1861– σκέφτηκε: «στο στομάχι μού κάθονται όλοι αυτοί εκεί κάτω, αλλά και πολλοί είναι και δεν τους φτάνω από δω». Αλλά ξεφύγαμε.

Ο σχεδιαστής λοιπόν του πρώτου Multipla, Ντάντε Τζιακόζα, έχαιρε τότε φήμης ανάλογης σούπερσταρ της Τσινετσιτά κι αυτό έδωσε αίγλη στο αυτοκίνητο. Οι δε διαφημίσεις του είχαν έντονο το, πρωτόγονο τότε, στοιχείο του λάιφσταιλ, απεικονίζοντας οικογένειες να διασκεδάζουν και ευτυχισμένες παρέες σε πικνίκ. Τουλάχιστον το felino, η gorgonzola και το Montepulciano να ‘ταν της προκοπής γιατί από οδική συμπεριφορά και επιδόσεις εκείνο το Multipla… Όχι, φαντάζεστε ένα 600αράκι με 22 άλογα και 1.150 κιλά, φορτωμένο με έξι φαγωμένους Ιταλούς;

Η Fiat πάντως άργησε να μπει στα σύγχρονα MPV με αποτέλεσμα η Renault, με το Scénic, να την πιάσει στον ύπνο. Κι όταν οι Ιταλοί το αποφάσισαν, φαίνεται πως έμπνευση δεν ήταν η Τζίνα Λολομπρίτζιντα, αλλά ο Ντίζι Γκιλέσπι. Οι υπόλοιποι ευρωπαίοι δεν χώνεψαν το Multipla του ‘98. Φιγουράριζε σε μόνιμη βάση στην κορυφή κάθε είδους ψηφοφορίας για το ασχημότερο αυτοκίνητο της σημερινής, και όχι μόνο, εποχής. Καλά που η Fiat, με μια επιλογή τυπικά… Fiat, προνόησε να το κατασκευάζει σ’ ένα εργοστάσιο με περιορισμένη δυνατότητα παραγωγής.

Ντίζι Γκιλέσπι: η έμπνευση για το Multipla του '98


Μπορεί να μην το παραδεχόμαστε, ή απλώς να μην το καταλαβαίνουμε, αλλά 50% απ’ ό,τι αγοράζουμε είναι ό,τι βλέπουμε. Αν όμως πιστέψουμε τους γκουρού του μάρκετινγκ και τους μαχαρίσι της διαφήμισης, η ελαφρώς εμετική λαϊφσταϊλίστικη ευρωπαϊκή οικογένεια του σήμερα ούτε που θα γυρίσει να δει ένα MPV αν αυτό δεν διαθέτει γιαουρτοθήκες μπρος πίσω, DVD με γιγαντοοθόνες, συρόμενη οροφή-πλανητάριο, ενσωματωμένα ποδήλατα και δυο μπάνια. Κι όλα αυτά βέβαια είναι κόλπο της παγκόσμιας αυτοκινητοβιομηχανίας που υπόσχεται έναν κόσμο γεμάτο περιπέτεια, υγεία, ζωντάνια και σεξ ενώ, όπως η Εκκλησία, θέλει μόνο τα λεφτά σου. Και να γιατί όλο και περισσότερος κόσμος φεύγει από την Εκκλησία κι επιστρέφει στον Θεό. Αλλά πάλι ξεφύγαμε.

Το Multipla του ’98 λοιπόν άντεξε μέχρι το 2004 όταν αντικαταστάθηκε από μια έκδοση με μια πιο ήπια μάσκα. Σίγουρα έχασε κάτι από την προσωπικότητα του προηγουμένου, γιατί ποιος πραγματικά προτιμά εσπρέσο ντεκαφεϊνέ, αλλά τα βασικά στοιχεία που κάνουν τη ζωή μαζί του ξεχωριστή, παρέμειναν. Το μικρό του σχετικά μήκος, η πρωτοποριακή 3+3 διαρρύθμιση των καθισμάτων, οι μεγάλες, κυρτές, γυάλινες επιφάνειες με την ελληνοπρεπέστατη, χαμηλή μέση, το πιο κοντό κι απ’ τον Συναχωμένο κιβώτιο με τον επιλογέα δίπλα στο τιμόνι, το χωρίς μια επίπεδη επιφάνεια Who-Killed-Roger-Rabbit τρελό εσωτερικό... Αλλά και αυτό το Multipla κατέληξε ταξί για την εγχώρια αγορά, για να αντικατασταθεί, το 2010, από το Fiat Freemont. [Who?]

Στενοχωριέμαι πάντως όταν ικανά αυτοκίνητα πάνε αδιάβαστα τη στιγμή που συμβατικοί, απρόσωποι, μεταλλικοί κουβάδες δρέπουν δάφνες επειδή εξοπλίζονται με δωρεάν δερμάτινα σαλόνια και συνοδεύονται από «ευέλικτα χρηματοδοτικά προγράμματα». Και επειδή η αποτυχία είναι ευκαιρία ν’ αρχίσεις ξανά, αλλά αυτή τη φορά πιο έξυπνα, ελπίζω η Fiat να τολμήσει να σχεδιάσει σύντομα ένα ανάλογα πρωτοποριακό και τολμηρό Multipla – κι ας συνεχίσει αυτό να φοβίζει παιδάκια και γιαγιάδες…  

21/3/12

Τυφλοί τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματ’ εισίν


Το παρακάτω γράφεται με αφορμή ένα δήθεν εξώφυλλο του περιοδικού Focus, που φιλοτέχνησε ο αγαπητός συνάδελφος από των χώρο των εκδόσεων την προηγούμενη δεκαετία, Βασίλης Κ. Σ’ αυτό εμφανίζεται η γερμανίδα καγκελάριος να χαιρετά όπως διαβόητος προκάτοχός της, με τη συνοδεία κειμένου που θα περιμένατε.

Και αν διαβάζω σωστά την απάντησή του στο «ψυχραιμία» που του συνέστησα όταν το είδα, ο Βασίλης πρεσβεύει ότι πρέπει να αντιδράσουμε, δυναμικά υποθέτω, θεωρώντας ότι, ενώ στο παρελθόν βγαίναμε στους δρόμους για προεκλογικές συγκεντρώσεις και ποδοσφαιρικούς αγώνες κατά χιλιάδες, τώρα απλώς παρατηρούμε άπρακτοι – και να με συγχωρήσει αν ερμηνεύω τα γραφόμενά του λάθος.

Να συμφωνήσουμε όμως πρώτα στα ακόλουθα;  

1. Τα τελευταία χρόνια, η χώρα ζούσε σε μια «φούσκα» αδικαιολόγητης οικονομικής ευφορίας, με αποκορύφωμα τα χρόνια γύρω από το 2004.

2. Η είσοδός της στην ευρωζώνη δημιούργησε την, ας πούμε, παρανόηση ότι με μοναδικά μας εφόδια μια υπερχρεωμένη πλασματική ευμάρεια και μισθούς που διαρκώς αυξάνονταν (στο δε Δημόσιο, τη μόνη «επιχείρηση» που δεν εξαρτά την αμοιβή από την απόδοση, διπλασιάστηκαν!) χωρίς όμως να αυξάνεται ανάλογα η παραγωγικότητα, θα μπορούσε το βιοτικό μας επίπεδο να συγκλίνει με αυτό της ευρωζώνης εν μια νυκτί.

3. Κάθε κυβέρνηση, από το 2001 και μετά, υπερδανειζόταν και ξόδευε σαν να μην υπήρχε αύριο προκειμένου ημέτερα, κρατικοδίαιτα ασκέρια συντεχνιών, επαγγελματιών συνδικαλιστών, κρατικών λειτουργών και δημοσίων κηφήνων να συνεχίσουν να επιδίδονται σ’ ένα ατέρμονο γιουρούσι στα δικά μας – στα δικά μας χρήματα.

4. Όσο δε η χώρα δανειζόταν και υπερχρεωνόταν, λεφτά υπήρχαν και η φοροδιαφυγή και η διαφθορά διογκώνονταν. Αλλά όσο μας βόλευε αυτή η βρομιά, όχι μόνο την ανεχόμαστε, την ενθαρρύναμε κιόλας.

5. Η πρόσφατη ελεγχόμενη χρεωκοπία, «αναδιάρθρωση» αν προτιμάτε, είναι η καλύτερη δυνατή διευθέτηση του δημόσιου χρέους που θα μπορούσαμε να πετύχουμε στον πραγματικό κόσμο τουλάχιστον, αυτόν δηλαδή των σημερινών οικονομικών συνθηκών και πολιτικών συσχετισμών.

6. Ανερμάτιστες προτάσεις για επιστροφή σε δικό μας νόμισμα, το οποίο μάλιστα θα μπορούν να τυπώνουν κατά βούληση οι ίδιοι που μας έφεραν εδώ, δεν αποτελούν λύσεις, αλλά συνταγή όλες τους ενός πισωγυρίσματος κοινωνικού, οικονομικού και πιθανότατα εθνικού, δεκαετίες ολόκληρες πίσω.

Αν συμφωνούμε με τα παραπάνω συνεχίζουμε. Αν δεν συμφωνούμε και πιστεύουμε ότι θα μπορούσε το χρέος μας ή να διαγραφεί μονομερώς χωρίς συνέπειες, ή, έστω, να πάει στις καλένδες και «όποτε μπορούμε θα σας δίνουμε και πού ‘στε; μη τα σβήσετε αν δεν σας τα δώσουμε», αυτό το σημείωμα προφανώς απευθύνεται σε άλλους.

Συνεχίζοντας, δεν καταλαβαίνω τι πραγματικά θέλουν αυτοί που δεν βλέπουν τίποτε, που δεν ακούνε τίποτε, που φωνάζουν «όχι» σε όλα. Αυτοί που μας καλούν να οργανωθούμε, να αντισταθούμε δυναμικά, να κατέβουμε στους δρόμους, να κάνουμε το Σύνταγμα Ταχρίρ, να «τους καταργήσουμε»...

Ωραία, ας «καεί το μπουρδέλο η Βουλή». Κι ας πούμε στους «τοκογλύφους» και τους τοπικούς πρωτοκολλητές των αποφάσεών τους πως θα πάρουν τ’ α….. μας. Και να βάλουν τα ομόλογα τους εκεί που ξέρουν. Γιατί δεν τους έχουμε ανάγκη. Και δεν τα θέλουμε, ρε, τα λεφτά τους! Εντάξει, όχι τα παλιά, καινούρια δεν θέλουμε. Γιατί θα ‘χουμε τα δικά μας πια. Και θα τα τυπώνουμε όποτε μας τελειώνουν και θα δίνουμε ο ένας στον άλλον αυξήσεις, δώρα κι επιδόματα και θα περνάμε κιμπάρικα και δεν θα ‘χουμε και κανέναν στον σβέρκο μας. Και καλύτερα, εδώ που τα λέμε, γιατί η αντίσταση, λένε, είναι στο DNA του Έλληνα. Και σ’ όποιον αρέσει, στην τελική. Γιατί δεν έχουμε, ρε, ανάγκη κανέναν. Η ψωροκώσταινα ήταν, είναι και θα παραμείνει υπερήφανα αυτάρκης. Μέχρι και πετρέλαιο δικό μας θα ‘χουμε σε τρία τέρμινα. Και φυσικό αέριο σε άλλα τρία. Μπορεί και ντομάτες.

Έκτακτα. Και μετά τι; Θα αποφασίζει η νεοδημιουργηθείσα λαοκρατία της νέας Νότιας Βαϊμάρης για τα φλέγοντα θέματα, δια βοής, στην Ομόνοια και στον Άγιο Παντελεήμονα; Γιατί στο Σύνταγμα-Ταχρίρ δεν θα ‘χει χώρο. Εκεί θα ‘χουμε στήσει τα λαϊκά δικαστήρια για τους δωσίλογους και τους μπαρμπαθωμάδες. Και θα συναλλάσσεται σε είδος στη λαχαναγορά και στη Βαρβάκειο;

Έχει αλήθεια κανείς απ’ όλα αυτά τα troll που αναμασούν μπούρδες σαν τις παραπάνω, αναπαράγοντας τες ανώνυμα στο διαδίκτυο, μια εφικτή, ρεαλιστική πρόταση για την επόμενη μέρα; Όχι, βέβαια. Γιατί θέλουν είτε να αποφύγουν, πάση θυσία, το οποιοδήποτε ξεβόλεμα και την οποιαδήποτε συμμετοχή τους στην αντιμετώπιση της κρίσης, συνεχίζοντας βέβαια να αρπάζουν στην πορεία ό,τι προλάβουν, είτε απλώς μια άναρχη χώρα.

Φυσικά και νιώθω πίκρα και απογοήτευση για την κατάντια της χώρας. Σε ποιον αρέσει να εργάζεται για να πληρώνει φόρους, να μένει χωρίς εργασία, να ζει από ραγδαία μειούμενα «έτοιμα» κάτω από τα όρια της φτώχιας; Σε κανέναν. Και μακάρι να ξυπνούσαμε αύριο το πρωί έχοντας ζήσει ένα κακό όνειρο και μόνο. Και η ζωή, λέει, να συνεχιζόταν όπως πριν. Έστω και χωρίς Ferretti, Matsuhisa ή Cayenne. Και τώρα μάλιστα που θα ‘χαμε πάρει και μια εικόνα από το μέλλον και δεν θα μας άρεσε, θ’ αρχίζαμε να κάνουμε τις καβάτζες μας και να προετοιμαζόμαστε. Οικονομικά και ψυχολογικά. Αλλά τα πράγματα είναι δυστυχώς αυτά που είναι και δεν αλλάζουν. “And that’s the way the cookie crumbles”, που έλεγε κι ο Shakespeare.

Και για να έρθω στο επίμαχο θέμα, τι προσφέρουν ευρήματα όπως το συγκεκριμένο ersatz εξώφυλλο; Πείτε μου ένα καλό που κάνουν εικόνες σαν κι αυτή σ’ εμάς και τη χώρα. Ένα! Φοβάμαι δε ότι ανάλογες καλλιτεχνικές αναζητήσεις, αλλά και άλλες παρόμοιες που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, σε συνδυασμό με αψυχολόγητες ενέργειες τερατώδους βλακείας, από την επιμονή στις διεκδικήσεις πολεμικών αποζημιώσεων μέχρι το κάψιμο γερμανικών σημαιών, πρώτα απ’ όλα πλήττουν τη μόνη ελπίδα που μας έμεινε για ανάκαμψη και μείωση της ανεργίας και είναι δυστυχώς ο τουρισμός. Ενώ, εξάπτοντας το εθνικιστικό μένος ανεγκέφαλων ένθεν και ένθεν, κάνουν μόνο ζημιά.

Υπάρχει και καλύτερο και αποτελεσματικότερο χιούμορ, χιούμορ που σφάζει με το βαμβάκι. Κι ο Βασίλης είμαι σίγουρος ότι απ’ αυτό διαθέτει μπόλικο. Έτσι θυμάμαι τουλάχιστον. Γι αυτό ζήτησα «ψυχραιμία».

Κι ένας γενικός προβληματισμός για το τέλος: έχουμε άραγε αναλογιστεί πού θέλουμε να βρισκόμαστε δέκα χρόνια μετά; Προτιμάμε να είμαστε ένα φωτεινό παράδειγμα ανέλπιστης ανάκαμψης και απρόσμενης ανάπτυξης –άντε και μνημειώδους αντοχής, σας λέω εγώ– ή μια χώρα-σκιά της ιστορίας της, η Κούβα της Μεσογείου;

ΒΧ

13/3/12

Συνασπισμός Κοινής Λογικής τώρα!


Χωρίς να θέλω να μειώσω ούτε κατ’ ελάχιστο την πρωτοβουλία του νέου σχήματος «Δημιουργία Ξανά» του κ. Τζήμερου, πιστεύω πως αξιέπαινες κινήσεις όπως αυτές, αλλά και παλαιότερες με βάσεις ευρύτερες, όπως η «Δράση» του κ. Μάνου, για παράδειγμα, πρέπει να αξιολογούνται όχι με το τι θα κάνουν αν μπουν στη Βουλή [αυτό διόλου ενδιαφέρει, αφού μια σοβαρή και αξιοπρεπής φωνή θα είναι ένα ακόμη ευχάριστο διάλειμμα στη μπουρδολογία και τους λεκτικούς ακροβατισμούς των εκκολαπτόμενων Disraeli του ελληνικού κοινοβουλίου, χωρίς μάλιστα τη δυνατότητα να αλλάξει νοοτροπίες εδραιωμένες σε βάθος δεκαετιών], αλλά με το τι θα κάνουν αν κληθούν να κυβερνήσουν

Πώς αλήθεια και με ποιους θα κυβερνήσουν; Και θα αφεθούν άραγε να το κάνουν από τα συντεχνιακά καρκινώματα του εσωτερικού, όσο κι αν τα τελευταία φθίνουν, και τα οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντα εσωτερικού και εξωτερικού;

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ίσως να είναι αυτή η καταλληλότερη ώρα για τη σύμπραξη, σ’ έναν Συνασπισμό Κοινής Λογικής, όλων αυτών των υγιώς σκεπτόμενων, φρέσκων και εν πολλοίς άφθαρτων σχημάτων προκειμένου να μη καταδικαστούν αυτά να μείνουν στην αφάνεια, κινούμενα στο περιθώριο της πολιτικής ζωής και στα όρια της γραφικότητας.

Αλλιώς, φοβάμαι ότι τα δυο μεγάλα πολιτικά κόμματα είναι τόσο βαθιά ριζωμένα στις ζωές των περισσοτέρων –Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός, ένα πράγμα, με το ΚΚΕ στον ρόλο τού «ναι ρε, ΠΑΟΚ!»– που δεν θα φύγουν από το «πολιτικό προσκήνιο» ούτε με γαλαζόπετρα…

BX

Ελβετικές προχειροδουλειές


Δεν τα ‘γραφα, πριν λίγες μέρες, για την Ελβετία και τους Ελβετούς που είχαν ψηφίσει για χαμηλότερα όρια ταχύτητας στις εθνικές τους οδούς;  Ορίστε: «όχι», ψήφισαν, στην αύξηση των ημερών αδείας τους, από τέσσερις σε έξι εβδομάδες, σ’ ένα ακόμη απ’ αυτά τα δημοψηφίσματα που κατά καιρούς σκαρφίζονται για να διασκεδάσουν μια βαρετή ζωή που χωρίς συγκινήσεις όπως αυτές θα τους οδηγούσε προς μια αξιοπρεπή, αλλά απόλυτα προβλέψιμη αφάνεια.

Δεν θα επέστρεφα στο θέμα ωστόσο, αν δεν μου είχαν κάνει εντύπωση οι εικόνες από τα εκλογικά τμήματα. Καταρχάς, ο φάκελος για το ψηφοδέλτιο: πάλλευκος, από βαρύ χαρτί, με αφαιρούμενο αυτοκόλλητο για τη σφράγισή του κι ένα “envelope de vote” πάνω, για να μη μπερδεύει. Και μετά η κάλπη: μεταλλική και κομψή, χωρίς γωνίες μπας και χτυπήσει κανείς μέσ' στον αναμενόμενο συνωστισμό, με τη σχισμή της να καλύπτεται από πορτάκι με ελατήρια (ίσως και μικρά αμορτισέρ της Patek Philippe) για να μη κάνει θόρυβο και ενοχλεί στο άνοιγμα.

Είναι τώρα αυτά ελβετικές υπερβολές ή δεν είναι; Δεν κοιτάνε εμάς; Τυπώνουμε, σε ημέτερους, κάτι παλιοφακέλους από ανακυκλωμένο χαρτί τουαλέτας, πασαλείβουμε μια μπάντα με κάτι ύποπτο που αντιδρά στο σάλιο, κολλάμε μεταξύ τους έξι κομμάτια παλιό πλεξιγκλάς, να φέρνουν σε κουτί, βάζουμε κι από πάνω το Συντακτικό του Τζάρτζανου και μας έρχεται και φτηνότερα…

4/3/12

500 χρόνια δημοκρατίας κι έφτιαξαν… τον κούκο


Δεν θα μου λείψει η Ελβετία και η φετινή Γενεύη. Όπως δεν μου ‘λειψε και η περσινή. Η Bentley Athens βρισκόταν τότε σε get-you-home mode περιστολής εξόδων και, μιας και το εργοστάσιο δεν είχε να παρουσιάσει τίποτε νέο πέρα από έναν καινούριο καπλαμά, έμεινα στο μαγαζί… 


Δεν παύει πάντως να με εκπλήσσει το ότι η σημαντικότερη έκθεση για αυτοκίνητα παγκοσμίως γίνεται σε μια χώρα όπου πολλοί τα μισούν (το ‘85, οι Ελβετοί ψήφισαν σε δημοψήφισμα για χαμηλότερο όριο ταχύτητας στις εθνικές – 120 km/h από 130), όλοι υπερηφανεύονται για τα τρένα τους και όσοι οδηγούν, αντιμετωπίζουν την οδήγηση όπως οι νεκροθάφτες τις κηδείες.  

Δεν πρέπει βέβαια να γενικεύεις, ειδικά όταν πρόκειται περί λαών, αλλά θα κάτσουμε τώρα να μιλάμε μ’ έναν-έναν Ελβετό ξεχωριστά;  Από τη δική μου εμπειρία, τουλάχιστον, οι Ελβετοί είναι ο πιο αυτάρεσκος, ο πιο αλαζονικός, αλλά και ο πιο νομοταγής και ο πιο βαρετός λαός της Ευρώπης. Και όχι, δεν ξεχνάω τους Ολλανδούς.

Θα περίμενε κανείς ότι ένας τόπος που συνορεύει με τόσο διαφορετικές μεταξύ τους χώρες, θα ήταν ένα χωνευτήρι φυλών, ιδεολογιών, θρησκειών, κουλτούρας… Αλλά η Ελβετία δεν είναι πολύ παραπάνω από μια πλούσια, αλλά άκεφα φτιαγμένη κουβερτούρα. Κι όπου κι αν κοιτάξεις, βρίσκεις παντού το ίδιο. Περισσότερη σοκολάτα.

Κρίμα, γιατί τούτη εδώ η χώρα έχει πολλά υπέρ της. Τοπία που κόβουν την ανάσα, πολύ πράσινο, όμορφες λίμνες, γραφικά χωριά, καθαρά νερά, μεγαλοπρεπή βουνά, σωστές πίστες σκι, ωραίες σοκολάτες, σπάνια πούρα, ακριβά ρολόγια, ακριβή τρένα, αξιόπιστες υπηρεσίες, εχέμυθους τραπεζίτες…

Άσε που κανείς δεν της κήρυξε ποτέ τον πόλεμο. Και γιατί να το κάνει, άλλωστε; Πέρα από την γεωγραφία της που την κάνει τον εφιάλτη κάθε επίδοξου κατακτητή, η αμυντική της οργάνωση είναι εντυπωσιακή περιλαμβάνοντας από κρυμμένα αεροσκάφη και δρόμους που μετατρέπονται σε διαδρόμους απογείωσης, μέχρι οχυρωμένες σήραγγες και ναρκοθετημένες γέφυρες. Άσε τους σουγιάδες…

Αλλά, άντε και την κατέκτησες, σου λέω εγώ, τι κέρδισες; Μερικά λιβάδια, πολλές αγελάδες, αρκετά τρύπια τυριά και δυο τρεις βιοτεχνίες που φτιάχνουν κούκους. Γιατί με τις εκατοντάδες τράπεζες δεν πρόκειται βέβαια να βρεις ποτέ άκρη... Εδώ κοτζάμ Αδόλφος και δεν ασχολήθηκε με δαύτη – αν και διάφοροι κακεντρεχείς ισχυρίζονται ότι δεν το έκανε επειδή είχε βάλει τους Ελβετούς Εβραίους να φυλάνε τα εκατομμύρια που άρπαξε από τους υπόλοιπους. Πάντως, στους Ελβετούς δεν αρέσει να πολεμούν. Έτσι, βάζουν άλλους να το κάνουν γι’ αυτούς, ενώ οι ίδιοι πάνε για σκι και τρώνε σοκολάτα.

Αλλά ξεφύγαμε. Λέγαμε για την οδήγηση. Ένα περίεργο συναίσθημα λοιπόν με διακατέχει κάθε φορά που αναγκάζομαι να οδηγώ στην Ελβετία – η έμφαση στο «αναγκάζομαι». Κάτι ανάμεσα σε επιφυλακτικότητα και δέος, διανθισμένο με δόσεις ανίας. Από παλιά, από τότε που οδηγούσα Λονδίνο-Γενεύη κάθε μήνα για να παρακολουθώ από κοντά τους λογαριασμούς μου. Κι αν μια χώρα σε υποχρεώνει, υποσυνείδητα, να τηρείς ευλαβικά τα όρια, αυτή είναι η Ελβετία. Γιατί κάνε ότι πας με 121. Πριν τις κάμερες και τα ραντάρ, τα κινητά γύρω σου είναι αυτά που παίρνουν φωτιά. Κανένας άλλος λαός δεν αρέσκεται στο να καρφώνει τόσο. Αν έχεις δε και ξένες πινακίδες είναι σαν να φιλάς σμέρνα στο στόμα.

Ναι, η Ελβετία είναι μια χώρα μ’ ένα από τα υψηλότερα βιοτικά επίπεδα στον κόσμο, μια χώρα που, έχοντας τη διορατικότητα να μείνει εκτός ΕΕ, κατάφερε να κάνει τους κατοίκους της πλούσιους πέρα από κάθε κοινοτική φιλοδοξία. Αλλά να ζεις και να οδηγείς εκεί; Ειδικά στη Γενεύη, με τα μποτιλιαρίσματα και τα φανάρια που κόβεις τον λαιμό σου ότι έχουν κολλήσει; Χωρίς να είσαι τραπεζίτης, ρολογάς, ή ο Davidoff; Δεν νομίζω. “Vedi Napoli e poi muori ”, λένε. Δες τη Γενεύη και αναρωτήσου μήπως τα έχεις ήδη τινάξει. 

28/2/12

Κίνημα τρία-σε-ένα


Το κομμάτι αυτό γράφεται με την έμπνευση που χαρίζει ένας χιονισμένος Ταΰγετος που σταλάζει στην αγκαλιά του Μεσσηνιακού.

Από μια ιδέα του αξεπέραστου Alan C.

Άλλη μια απ’ αυτές τις βροχερές Φλεβαριάτικες μέρες. Απ’ αυτές που δεν αξιώνονται ποτέ τους να πιστωθούν στο ημερολόγιο σαν πραγματικές μέρες. Απ’ αυτές που το μόνο που τελικά κατορθώνουν είναι να καταλήγουν κρύα, βρεγμένα διαλείμματα μεταξύ μιας νύχτας και της επόμενης.

Στέκομαι μπρος στο παράθυρο ακούγοντας την καφετιέρα να καθαρίζει ρυθμικά τον λαιμό της και χαζεύω τους λίγους περαστικούς να τρέχουν στις δουλειές τους παραμερίζοντας με σκυφτούς ώμους τη βροχή, όπως ο Sydney Greenstreet τις κρεμαστές χάντρες στην είσοδο του μπαρ του, στην Casablanca. Μόνο που το φέσι τού Signor Ferrari έχει δώσει εδώ τη θέση του στην ανεμοδαρμένη ομπρέλα. Όχι και το καλύτερο ξύπνημα, είναι αλήθεια, για να κάνει την καρδιά να φτερουγίσει στην προοπτική των καινούριων απολαύσεων που μια «μέρα» όπως αυτή επιφυλάσσει. Αντίθετα, ένα πρωινό που ταιριάζει γάντι στον δύστυχο τόπο πάνω από τον οποίο αποφάσισε να ξημερώσει.

Η καφετιέρα βγάζει τον επιθανάτιο ρόγχο της, παίρνω τον αχνιστό καφέ και ανοίγω την τηλεόραση που παρακολουθώ μόνο νωρίς το πρωί και αργά το βράδυ μιας και οτιδήποτε παρεμβάλλεται ενδιάμεσα σε παραμορφώνει αθεράπευτα. Προετοιμάζομαι ν’ ακούσω ξανά τα σαρακοφαγωμένα σανίδια της οικονομίας να τρίζουν και τον υπόκωφο βρυχηθμό του ελλείμματος που απειλεί ν’ ανοίξει τη γη και να μας καταπιεί. Την Ελλάδα τουλάχιστον. Και παρατηρώ μηχανικά τις ίδιες και τις ίδιες εικόνες να περνάνε φορτωμένες καταστροφή μέχρι τις κουπαστές, ενώ λεπτό με το λεπτό, η γκρίζα πρωινή μιζέρια δίνει τη θέση της σε μια δυστυχία μαύρη του πιάνου.

Κι είμαι στο τσακ να εκσφενδονίσω την κούπα στο δοξαπατρί του Οικονόμου, Οικονομίδη, Οικονομέα, ή όπως διάολο λέγονται όλοι αυτοί οι τοπικοί Cronkite. Όταν ξαφνικά… μια απ’ αυτές τις παραμιλούσες κεφαλές κάνει μια παύση και, σπρώχνοντας  το ακουστικό πιο βαθιά στο αυτί για να ακούσει καλύτερα την είδηση από το «κοντρόλ», παίρνει ανάσα και, με τρεμάμενη από συγκίνηση φωνή, αναγγέλλει τη δημιουργία κινήματος «με σαφή αντιμνημονιακό, εθνικοπατριωτικό και χριστιανορθόδοξο προσανατολισμό και την ονομασία Ανεξάρτητοι Έλληνες» που ανακοίνωσε ο, εκ διαγραφής, ανεξάρτητος βουλευτής κ. Πάνος Καμμένος, «κάνοντας, υπό την πίεση της κοινωνίας, την πολιτική κίνηση εν μέσω σφύρας και άκμονος».

Είχε κι άλλα νέα μετά; Πιθανότατα ναι. Αλλά ποιος πρόσεχε! Εγώ πάντως σίγουρα όχι. Σηκώνομαι όρθιος και βηματίζω πάνω κάτω με καρδιά που πάει να σπάσει. Το τηλέφωνο με ξαφνιάζει. Ο Τάκης...

-       Σε ξύπνησα;
-       Όχι, το βλέπω.
-       Λες να ‘ναι αλήθεια;
-       Θα πρέπει. Αφού το ‘πε η τηλεόραση.
-       Να ‘ναι άραγε αυτό που μας έλειπε τόσο καιρό;
-       Νομίζω πως ναι.
-       Και λες τελικά να τη βγάλουμε καθαρή;
-       Σίγουρα! Θέμα χρόνου είναι. Με τέτοια τρία-σε-ένα κόμματα –και αντιμνημονιακό, και  εθνικοπατριωτικό και χριστιανορθόδοξο– ποιος ξέρει μέχρι πού μπορεί να φτάσουμε!
-       Μα κι ο Καρατζαφέρης τα ίδια δεν λέει;
-       Τις Τρίτες και Πέμπτες.
-       Και το κόμμα των αιωνίων φοιτητών; Τα σταλινικά απολιθώματα; Οι άλλοι, οι ευγενείς, οι καλοήθεις αριστεροί; Τις ίδιες θέσεις δεν έχουν κι αυτοί;
-       Για το αντιμνημονιακό, πάνω κάτω τα ίδια λένε, ναι. Για το εθνικοπατριωτικό, δεν παίρνω και όρκο. Καλά το χριστιανορθόδοξο…
-       Και δηλαδή, δεν θα ‘μαστε πια προδομένοι, ορφανοί σε ξένα χέρια, οι απόκληροι της κοινωνίας; Η Μάρθα Βούρτση της ευρωζώνης;
-       Ποσώς! Νέοι ορίζοντες ανοίγονται μπροστά μας. Αέρα, Μέρκελ! Τρέμε, Σόιμπλε! Οι χαρο-Καμμένοι της ελληνικής γης ξεσηκωθήκαμε. Και διψάμε για γοτθικό αίμα.
-       Ολλανδικό, εν ανάγκη…
-       Άκου… Όπου να ‘ναι θα σημάνουν κι οι καμπάνες.
-       Εγώ ακούω κορναρίσματα. Αλλά θα ‘ναι μάλλον για το σκουπιδιάρικο στην Εθνικής Αντιστάσεως.
-       Τούτο το χώμα δεν είν’ δικό τους, είν’ δικό μας! Να δεις που, με τη βοήθεια της Παναγίας, θα τη ξαναπάρουμε πίσω την Ελλάδα. Το Ελληνικό σίγουρα.
-       Ναι, ρε! Το ‘πε κι ο κ. Πάνος: «Η Παναγία να είναι βοηθός και προστάτης.»
-       Κάτι μου λέει ότι η ίδρυση του νέου κόμματος μας γλίτωσε στο παρατρίχα και πως από τώρα η ζωή θ’ αρχίσει να τραβά την κατηφόρα. Με την καλή έννοια. Έστω και χωρίς σημαίες. Ή ταμπούρλα.
-       Κλείνω. Πάω να γραφτώ.
-       Κι εγώ να κρεμάσω τη γαλανόλευκη.

Επιτέλους! Να ένα κόμμα που, μέσα από μια ιδρυτική διακήρυξη η οποία αν και ακροβατεί με τις μύτες δίπλα στον γκρεμό της ασυναρτησίας, «καθιστά αδιαπραγμάτευτες τις αρχές της Εθνικής Ανεξαρτησίας και περηφάνιας και της λαϊκής κυριαρχίας»! Να ένα κόμμα [κάνει να λέμε «κόμμα» όταν πρόκειται περί κινήματος;] που «απορρίπτει την εκχώρηση της Εθνικής Κυριαρχίας και την κατάργηση του Έθνους-Κράτους».

Πώς και δεν τα ‘χαμε σκεφτεί, μωρέ, νωρίτερα αυτά! Τα μόνα που χρειαζόμασταν τόσο καιρό ήταν η στεντόρεια, οργίλη, ασίγαστη φωνή ενός ικανού, ευρύστερνου και προγάστορος πολιτευτού, αμόλυντου από οιανδήποτε άσκηση εξουσίας [εντάξει, πλην ενός υφυπουργείου παλαιότερα, πώς κάνετε έτσι;], με άμεμπτο και σεμνό πολιτικό παρελθόν, καθώς και μια ψαρωτική ιδρυτική διακήρυξη που θα τους τη μεταφράσουν εκεί στο Βερολίνο, ειδικά το κομμάτι για τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων και κατοχικών δανείων, και θα τους κοπούν τα ήπατα. Α, και λίγη Ορθοδοξία –όσο πάρει– για να ‘χουμε και τις καβάτζες μας, στης οποίας «τις αξίες και τη διαχρονικότητα πιστεύουμε», και φύγαμε.  

Είναι δε να μη πιάσει να καλοκαιρεύει. Γιατί τότε μαύρο φίδι και κολοβό που τους έφαγε τους Ούννους! Πριν σηκωθεί το αυγουστιάτικο μελτέμι, οι ουρανοί θα σκοτεινιάσουν, αστροπελέκια θα σκίσουν το στερέωμα, ένα αφράτο, ρολεξοφόρο χέρι θα ξεπροβάλει από τα σύννεφα για να δείξει τον στόχο, σαν σε εξώφυλλο των Moody Blues, ενώ ναυτικές μπουρούδες θα κλονίσουν τα χάρτινα τείχη της Ιεριχούς των Βρυξελλών.

Την ίδια στιγμή, πάλλευκα πλεούμενα θα επιπέσουν στους ανίκανους τροϊκανούς, σαν το άρμα του Θεού στο όραμα του Ιεζεκιήλ, ένα πράγμα. Σκιαγμένοι αυτοί θα τρέξουν πανικόβλητοι να χωθούν πίσω στις σπηλιές τους φωνάζοντας “T’ είν’ μωρ’ τούτα τα μηχανήματα του διαβόλου που μας βάλαν’ στο κατόπι;” Για να απαντήσουμε εμείς με φωνή που θα πάλλεται από αδιαπραγμάτευτη εθνική περηφάνια “Είναι τα RIBs του αρχιναύαρχου Καμμένου, ωρέ απολίτιστοι, βάρβαροι, αιμοσταγείς τοκογλύφοι! Σταλμένα από τον ίδιο τον κυρ-Πάνο, με «τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας» αποθηκευμένο στα Raymarine και τον καπτα-Γιάννη τον Μανώλη, με τ’ όνομα, τον μπουρλοτιέρη, στο διάκι. Έχετε ένα λεπτό να διαγράψετε «το επαχθές, παράνομο χρέος» και να ξεχάσετε κάθε μνημόνιο. Κάφροι. Ε, κάφροι!”

Και μετά, θα επαναλάβουμε για μια ακόμη φορά την ιστορία με τους Παρθενώνες και τα βελανίδια, γιατί δεν δείχνουν να ‘χουν καταλάβει, τα βόιδια, πόσο πίσω είναι και τι θα κάνουμε πια με δαύτους. Κι όταν έχουν πια σκύψει το κεφάλι, υποταγμένοι και οδηγημένοι «στη διεθνή απομόνωση», στερημένοι, αυτοί πλέον, από άξιες λόγου «γεωπολιτικές συμμαχίες», θα μπορέσουμε επιτέλους μεγαλόθυμα να τους κατευθύνουμε σε «μια ορθολογική ανάπτυξη με κυρίαρχο μοχλό την ελεύθερη αγορά». 

Αλλά βέβαια! Έπρεπε να ‘ρθουν οι Ανεξάρτητοι Έλληνες για να μας βγάλουν απ’ τον λήθαργο. Ποιος ξέρει για πόσο ακόμη θα ζούσαμε «την εθνική ταπείνωση και τη βίαιη οικονομική επίθεση στην Ελληνική οικογένεια»; Ξυπνάτε, ρε!

ΒΧ

12/2/12

Με Mach 1 στη Μαραθώνος


Ο Αντώνης ήταν ελληνοαμερικανός λοχίας σε μια από εκείνες τις αξέχαστες «βάσεις του θανάτου» που όλο έμεναν πριν τελικά φύγουν. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν εμείς κυκλοφορούσαμε με Fiat 850, Mini, Σκαραβαίους, ή συχνότερα, με το λεωφορείο, αυτός οδηγούσε μια μπλε Mustang Mach 1 με 7λιτρο κινητήρα και 4άρι stick-shift κιβώτιο μ’ ένα μεγάλο, γυαλιστερό, αλουμινένιο Τ για λεβιέ!


Συχνά πυκνά το καλοκαίρι, κατέβαινε στη Ραφήνα και τα βράδια βγαίναμε για μπίρες, πολλές μπίρες, καταστρέφοντας στην πορεία ακόμη πιο πολλά κύτταρα φαιάς ουσίας, γεγονός που εξηγεί το γιατί έχω αρχίσει, εδώ και κάμποσο καιρό, να ξεχνάω… Πού είχαμε μείνει; Α, ναι. Βόλτες ατελείωτες που λέτε με τη Mustang, “juscruisin’”, στη Ραφήνα, στο Μάτι και στη Νέα Μάκρη, καίγοντας κάθε βράδυ σε βενζίνη το ακαθάριστο εθνικό προϊόν του Λεσότο και ακούγοντας Isaac Hayes, Temptations και OJays από το 8-track της Lear που φορούσαν τότε όλα τα καλά σπορ Ford. (Παρένθεση: ο Bill Lear, δημιουργός της Learjet, εφεύρε όχι μόνο το ραδιόφωνο αυτοκινήτου, αλλά και το κασετόφωνο 8-track. Αλλά αυτό βέβαια το ξέρατε.)

Την εποχή λοιπόν που τα δικά μας αυτοκίνητα είχαν μεγάφωνα(sic) από corn flakes στο πίσω ράφι, ο ήχος που ανήγγειλε από μακριά τη Mustang –φέρτε στο μυαλό σας τον μπάσο ήχο που βγάζουν τα sub(human)woofers των βλοσυρών πιτσιρικάδων τού σήμερα, αλλά στο πιο soulful– ήtαν πρωτόγνωρος για την ησυχία, τάξη και ασφάλεια των καλοκαιρινών νυχτών της εποχής της εθνοσωτηρίου επαναστάσεως του ’67. Την τελευταία μπορεί και να την έχετε ακουστά ως «επταετία της χούντας των συνταγματαρχών», αλλά δεν παίρνω και όρκο, εδώ δεν ξέρατε (καλά, όχι εσείς) για Isaac Hayes, Temptations και OJays...

Μια τέτοια καλοκαιρινή νύχτα λοιπόν, πάνω που είχαμε διπλαρώσει ένα λιλιπούτειο Innocenti με δυο δύστυχες μικρές που ελπίζαμε να ρίξουμε με τη βοήθεια του Ellies Love Theme, του ξανθού crew-cut του Αντώνη, των δικών μου μαύρων σγουρών βοστρύχων και της Mustang, όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά, να ‘σου ένα περιπολικό –Vauxhall Cresta, αν θυμάμαι καλά–, με νυσταγμένο μπλε φάρο πάνω και ψαρωτικούς χωροφύλακες μέσα, να μας σταματάει για έλεγχο, κάπου στο Ζούμπερι. Υπηρετούσα στο Ναυτικό τότε, σιγά μη φορούσα την υποχρεωτική στολή βραδιάτικα και όσο να ‘ναι τα χρειάστηκα, παρά το “dont worry” του Αντώνη.

Οι χωροφύλακες βγήκαν από το περιπολικό με την αυταρχική μεγαλοπρέπεια που, εξ επαγωγής, τους προσέδιδε το στρατιωτικό καθεστώς. Ο ένας άναψε τσιγάρο κι ακούμπησε νωχελικά στο καπό του Cresta, ενώ ο άλλος πλησίασε το παράθυρο της Mustang με το περιφρονητικό ύφος που φυλάνε οι ηλίθιοι για όσους θεωρούν πιο ηλίθιους από τους ίδιους, αυτό που χαρακτηρίζει κάθε επικίνδυνα ηλίθιο όταν χρεώνεται υπηρεσιακό περίστροφο και αυτοκίνητο.

- Τι σαματάς είν’ τούτους, ρε; Άδεια, δίπλουμα!
- I’m sorry, officer?
- Αδειαδίπλουμα, ρε! Κι έξ’ απ’ τ’ αμάξ’!

Έπρεπε να σας έχω εκεί! Με το που ο Αντώνης έβγαλε, πολύ προσεκτικά, κάτι πλαστικό απ’ την πίσω τσέπη –τι είδους «ταυτότητα» ήταν εκείνη ποτέ δεν έμαθα, εμένα πάντως μου ‘λεγε ότι ήταν κανονικός λοχίας, αλήθεια!– το όργανο στάθηκε κλαρίνο και το Vauxhall εξαϋλώθηκε σε δευτερόλεπτα. Το ίδιο και το Innocenti, βέβαια, αλλά η βραδιά (και η Mustang) μού ‘μεινε αξέχαστη.