9/11/11

PLUS ҪA CHANGE...


Την δεκαετία του ’50, με τις πληγές τού Β’ Μεγάλου Πολέμου και του Εμφύλιου ακόμη ανεπούλωτες, αυτό από το οποίο η χώρα είχε ανάγκη ήταν σταθερότητα. Αναζητώντας την, η πολιτική νομενκλατούρα της εποχής έκανε το προφανές. Άλλαζε κυβερνήσεις.  

Στις 30 Ιουνίου του ’51 άλλη μια κυβέρνηση, του Σοφοκλή Βενιζέλου, διασπάστηκε λόγω μιας ακόμη ασήμαντης αφορμής και παραιτήθηκε. Ο τότε βασιλιάς Παύλος έκανε προσπάθειες να σχηματίσει οικουμενική κυβέρνηση, ή έστω, μια με πολιτικούς των τριών μεγάλων κομμάτων. Μετά από πολλές άκαρπες προσπάθειες, έστειλε αυτή την έκκληση στους αρχηγούς τους:

«Δεκατρείς κυβερνήσεις διεδέχθησαν η μια την άλλη κατά το σύντομο διάστημα της βασιλείας μου (σ.σ. μέχρι τότε 4 χρόνια). Αλλά η πατρίς μας ζητεί την ανεπιφύλακτον συνεργασίαν όλων των πολιτικών αρχηγών εις τρόπον ώστε, δια κοινών αγώνων και προσπαθειών, να παρακαμφθούν όλαι αι δυσχέρειαι…»

Για να καταλήξει:

«Εάν παρά την έκκλησιν ταύτην δεν δυνηθήτε να πραγματοποιήσητε την αναγκαίαν συνεργασίαν και δεν επιτύχετε εις τον σχηματισμόν κυβερνήσεως, τότε θα αναγκασθώ εγώ να εύρω ο ίδιος μιαν λύσιν. Εις την περίπτωσιν όμως ταύτην, ο πολιτικός κόσμος της χώρας θα φέρη το βάρος της ευθύνης ότι δεν με εβοήθησε εις την παρούσαν προσπάθειαν όπως πραγματοποιηθή ένας εθνικός συνασπισμός».

Τρεις μέρες μετά σχηματίστηκε κυβέρνηση.

Γιατί δεν μπορεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να κάνει σήμερα κάτι αντίστοιχο και δείχνει απλώς να παρακολουθεί αμήχανος το ανούσιο, μπροστά στο τι μας περιμένει, παρασκηνιακό αλισβερίσι το αποτέλεσμα του οποίου θα κληθεί μετά, εκών άκων, να ευλογήσει; Δεν το επιτρέπει το Σύνταγμα; Ελάτε τώρα…

Και κάτι ακόμη. Θα καταλάβουν ποτέ οι σημερινοί πολιτικοί ότι βρίσκονται στην πολιτική για να πάρουν αποφάσεις, να τολμήσουν, να δώσουν λύσεις, να βγάλουν τη χώρα από το λούκι που οι ίδιοι την έβαλαν; Για να επιδείξουν πραγματική ευθύνη; Η εποχή που το job description του Έλληνα πολιτευτή συνοψιζόταν στα «άντε στο γραφείο, παράγγειλε καφέ, διάβασε εφημερίδες, βάλε μια δυο υπογραφές, χούφτωσε την καινούρια μικρή, δέξου υπηκόους, διόρισε ανιψιούς, πάρε τηλέφωνα για ρουσφέτια, πήγαινε για φαγητό στον Γεροφοίνικα και μετά σπίτι για ύπνο», δεν υπάρχει πια. Ούτε θα ξανάρθει.

Όποιος δεν μπορεί να το καταλάβει αυτό, ας πάει σπίτι του. Ή στο Da Capo. Ή σε κάποιο ΔΣ…

ΒΧ

8/11/11

ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΛΙΚΗ

Αγαπητή Αλίκη,

Σχετικά με το σχόλιο που βρήκες τον χρόνο να κάνεις για την ανάρτησή μου (τι λέξη κι αυτή, ε;) "Τι Έχουμε Καταλάβει", λέω να σχολιάσω μόνο το θέμα της εποπτείας. Βλέπεις, ο κοινωνικός ρόλος τού κράτους που, για αμόλυντους ιδεαλιστές όπως εσύ, περιλαμβάνει και αναδιανομή του πλούτου, είναι για μένα, που έχω προ πολύ περισσότερου περάσει τα 18, η απόλυτη ουτοπία. Θα μου αρκούσε ένα κράτος που να με σέβεται, να μη με μεταχειρίζεται εκ προοιμίου ως απατεώνα και να μου επιστρέφει σε υπηρεσίες αυτά που μια ζωή του πληρώνω σε χρήμα, στο ακέραιο.  

Όσο για την εθνική μας κυριαρχία φοβάμαι πως αυτή έχει προ πολλού "χαθεί". Από τότε ίσως που, ως ισότιμα μέλη μιας ενωμένης Ευρώπης, εκχωρήσαμε και την οικονομική μας αυτονομία. Τι σ' ενοχλεί όμως αν πάνω από άχρηστους, βολεμένους, τεμπέληδες, βολτέρους(*) ή διεφθαρμένους κηφήνες τοποθετηθεί ένας αποτελεσματικός, αδιάφθορος τεχνοκράτης για να βάλει μια τάξη σ’ ένα κράτος-οπερέτα;  Δεν θα μειωθεί έτσι το κόστος, άρα και οι φόροι που εσύ κι εγώ πληρώνουμε, για τη λειτουργία αυτού του απίστευτα αναποτελεσματικού μηχανισμού;  

Οι μόνοι που πραγματικά θα ενοχληθούν θα είναι οι κρατικοδίαιτες αλογόμυγες που το απομυζούν εδώ και χρόνια. Σε τελική ανάλυση, από τη στιγμή που δεν μπορούμε, ή δεν τολμάμε, να κάνουμε στοιχειώδες μεταρρυθμίσεις και αναγκαζόμαστε να καταφεύγουμε σε σπασμωδικά, βαθύτατα αντικοινωνικά μέτρα, όπως οι έκτακτες εισφορές και τα κάθε λογής χαράτσια, δεν μ' ενοχλεί διόλου αν έρθει άλλος να κάνει αυτές τις αλλαγές για μένα. 

Και να σου πω και κάτι άλλο; Να φέρουμε κι άλλους επόπτες, ελεγκτές, επιτηρητές, παιδονόμους... Για να φροντίζουν να εφαρμόζονται και οι νόμοι. Όλοι όμως. Από την ολοκληρωτική πάταξη της φοροδιαφυγής (που μπορεί πράγματι να οδηγήσει σε μια «αναδιανομή» του πλούτου) ως την παραβίαση του κόκκινου. Διότι μόνο έτσι ασκείται πραγματική, και όχι a la carte, δικαιοσύνη. Εκτός αν επιμένουμε να βασιζόμαστε στον αλήστου μνήμης πατριωτισμό και το υπερτιμημένο φιλότιμο των Ελλήνων.

ΒΧ

(*) "Βολτέρους" ονόμαζαν οι συνάδελφοί τους, τη δεκαετία του '50, κάποιους υπαλλήλους της Εθνικής Τράπεζας που, αντί να δουλεύουν, έκοβαν βόλτες στους διαδρόμους (Ιστορία Της Σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974, Σόλων Ν. Γρηγοριάδης). Εύστοχος χαρακτηρισμός και, πολύ φοβάμαι, διαχρονικός.

5/11/11

Όιρο-Ένγκλις

The European Commission has just announced an agreement whereby English will be the official language of the European Union rather than German, which was the other possibility. As part of the negotiations, the Commission conceded that English spelling had some room for improvement and has accepted a 5-year phase-in plan that would become known as "Euro-English".

In the first year, "s" will replace the soft "c". Sertainly, this will make the sivil servants jump with joy. The hard "c" will be dropped in favor of "k". This should klear up konfusion, while keyboards kan have one less letter.

There will be growing publik enthusiasm in the sekond year when the troublesome "ph" will be replaced with "f". This will make words like fotograf 20% shorter.
In the 3rd year, publik akseptanse of the new spelling kan be expekted to reach the stage where more komplikated changes are possible. Governments will enkourage the removal of double letters which have always ben a deterent to akurate speling. Also, al wil agre that the horibl mes of the silent "e" in the languag is disgrasful and should go away.
By the 4th yer, people wil be reseptiv to steps such as replasing "th" with "z" and "w" with "v".
During ze fifz yer, ze unesesary leter "o" kan be dropd from vords kontaining "ou" and after ziz fifz yer, ve vil hav a reil sensibl ritin styl. Zer vil be no mor trubl or difikultis and evrivun vil find it ezi tu understand ech oza. Ze drem of a united urop vil finali kam tru.
Und efter ze fifz yer, ve vil al be speking German like zey vunted in ze ferst plas...

29/10/11

ΤΙ ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ

«Αυτό που ζούμε είναι τραγικό», είπε καλώντας πρόσφατα τη Βουλή να υπερψηφίσει το πολυνομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών ο επόμενος Παπανδρέου. Και μίλησε για «στιγμές ιστορικές» και για «συνθήκες που δεν έχουμε καταλάβει». 

Ποιοι δεν έχουμε καταλάβει; Εσείς κι εγώ; Δεν νομίζω. Διότι απλοί, κανονικοί άνθρωποι όπως εμείς είναι σίγουρο ότι κάτι έχουμε καταλάβει. 

Έχουμε καταλάβει, για παράδειγμα, ότι για τα επόμενα 10, 20, μπορεί και 100 χρόνια θα ζούμε μόνο για να εξοφλούμε δημόσια χρέη, πληρώνοντας φόρους και έκτακτες εισφορές που θα συνεχίσουν να καταλήγουν στον ίδιο διάτρητο πίθο των ανίκανων να μηρυκάζουν και να πέρδονται ταυτόχρονα φοροαρπακτικών Δαναΐδων.

Έχουμε καταλάβει πόσο συστηματικά ψεύτες (ή επικίνδυνα βλάκες) ήταν και παραμένουν αυτοί που προεκλογικά μας καλούσαν να επιλέξουμε ανάμεσα σε «σοσιαλισμό ή βαρβαρότητα» υποσχόμενοι ότι «λεφτά υπάρχουν», ενώ μετεκλογικά διερρήγνυαν τα Vardas τους για το ότι «αποκλείεται αναδιάρθρωση του χρέους» διαβεβαιώνοντας ότι «δεν θα δεχόντουσαν κανενός είδους εποπτεία» κ.λπ. και, δυο χρόνια τώρα, αντί να περιορίσουν δραστικά ένα κράτος/Λερναία Ύδρα, σκαλίζουν τον αφαλό τους. 

Έχουμε καταλάβει ότι ακόμη κι αν το «κούρεμα» του χρέους (και η σφαλιάρα που παραδοσιακά ακολουθεί κάθε κούρεμα) αποδειχτεί βήμα θετικό, είναι το τελευταίο πριν την απομόνωση, τη μαγκρεμποποίηση και την επιστροφή στην ένδοξη μνα.

Έχουμε καταλάβει ότι μαζί με τα ψέματα τέλειωσαν και τα «αν δεν», του τύπου «αν δεν σταματήσει η κακοδιαχείριση…», «αν δεν συμμορφωθούμε…», «αν δεν παταχθεί η φοροδιαφυγή…», (συμπληρώστε εδώ τους δικούς σας επιθυμητούς όρους λύτρωσης).  

Έχουμε καταλάβει ότι, ενώ μόνοι μας κάναμε τα οικονομικά μας σώβρακο, μας φταίνε τώρα όλοι οι άλλοι.

Έχουμε καταλάβει ότι χάρη στους αξιοθρήνητους κυβερνητικούς χειρισμούς, η δική μας είναι η μόνη χώρα από τις προβληματικές PIGS που μπαίνει –περήφανα, είναι αλήθεια, και με το κεφάλι ψηλά μια και η ίδια το ζήτησε– σε καθεστώς εποπτείας, κάτι που προσωπικά δεν με ενοχλεί καθόλου.

Έχουμε καταλάβει πόσο ζώα (ή πόσο εθελούσια τυφλοί) ήμασταν τόσο καιρό που δεν ξέραμε (ή, χειρότερα, ξέραμε αλλά το θεωρούσαμε ανώδυνο, χαριτωμένο και γραφικό) τι συβαριτικό φαγοπότι γινόταν στο Δημόσιο, λες και το φρικαλέο, αδίστακτα παρασιτικό, σαδιστικά αυθάδες κηφηναριό που αμείβονταν κάθε μήνα με το ΑΕΠ του Λεσότο απλώς για να μετατρέπει οξυγόνο σε διοξείδιο του άνθρακα δεν συντηρούταν με τα δικά μας λεφτά.

Έχουμε καταλάβει, έστω κάποιοι, τη ματαιότητα των καταλήψεων και των απεργιών που τελικά το μόνο που σήμερα καταφέρνουν είναι να βασανίζουν περισσότερο τον αδύναμο, ανήμπορο να αντιδράσει πολίτη.

Έχουμε καταλάβει ότι το δικαίωμα στην απεργία είναι ιερό, ιερότερο βέβαια αυτού στην εργασία. 

Έχουμε καταλάβει ότι ο περήφανος νεοέλληνας ό,τι δεν κάνει αντικανονικά το κάνει αντικοινωνικά.

Έχουμε καταλάβει ότι κανενός είδους κούρεμα δεν μπορεί να μας γλυτώσει από την πολιτική χρεωκοπία. 

Έχουμε καταλάβει ότι ο θεσμός της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας υπάρχει απλώς για να κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι, προφανώς βαθιά προβληματισμένος, ένας καθόλα αξιοπρεπής, ηλικιωμένος κύριος όταν μοιάζει να ενημερώνεται από τον γιο του αφεντικού.

Έχουμε καταλάβει ότι όταν γίνουν εκλογές, ο κυρίαρχος, αλλά αδιόρθωτα μαλάκας, λαός θα ξαναστείλει στη Βουλή τους ίδιους φιλάρεσκους φελλούς, τους ίδιους πιο άχρηστους κι από λιμενεργάτη στα Βαρδούσια επαγγελματίες κομματάνθρωπους, αλλάζοντας απλώς τις θέσεις τους στην αίθουσα.

Έχουμε καταλάβει τη ματαιότητα αξιέπαινων, αρχικά, πολιτικών πρωτοβουλιών μέσα σ’ ένα περιβάλλον γενικού βολέματος, αδιάφορου «ελαμωρετώρα» και αθεράπευτου «ασεγιαύριο».

Έχουμε καταλάβει ότι κανένας πραγματικά ικανός, αφιλοκερδής, μη υστερόβουλος άνθρωπος δεν πρόκειται να βάλει το κεφάλι του στον απύθμενο ντορβά της πολιτικής για να δουν τα παιδιά μας άσπρη μέρα. 

Έχουμε καταλάβει, όσοι τουλάχιστον επιμένουμε να ενημερωνόμαστε από την ελληνική τηλεόραση, ότι θα παρακολουθούμε τηλεοπτικά σκουπίδια αφιερωμένα σε μια ατέρμονη αναζήτηση για τον επαναπροσδιορισμό αφενός των ανώτερων ορίων της υπερβολής και της κινδυνολογίας και αφετέρου των κατώτερων ορίων του κιτς και της κακογουστιάς. 

Έχουμε καταλάβει ότι ο κόσμος αλλάζει, η κοινωνία αλλάζει.

Έχουμε καταλάβει ότι θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τα όρια αντοχής μας – και να τα ξεπεράσουμε.

Έχουμε καταλάβει ότι τίποτε πλέον δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο ή σίγουρο.

Έχουμε καταλάβει ότι δύσκολα μπορεί να προγραμματίσει κανείς την επόμενη του μέρα, πόσω μάλλον την επόμενή του κίνηση.

Έχουμε καταλάβει ότι θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτά που χρειαζόμαστε και όχι με αυτά που θέλουμε, περισσότερο αυτάρκεις τώρα και ουσιαστικότερα ολιγαρκείς.

Έχουμε καταλάβει ότι οι στιγμές αναψυχής μας θα είναι πια ριζικά διαφορετικές, αλλά όχι απαραίτητα λιγότερες ή φτωχότερες σε συναισθήματα.

Έχουμε καταλάβει ότι, για να μας χαρίζουν περισσότερη ζέστη, θα πρέπει τώρα να κόβουμε μόνοι μας τα ξύλα μας. 

Έχουμε τέλος καταλάβει ότι χρειαζόμαστε επειγόντως έναν νέο Διαφωτισμό, μια νέα Αναγέννηση.



ΒΧ

18/10/11

ΑΥΤΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΑΞΙΤΖΗΔΕΣ

Διαβάζω στην Καθημερινή ότι σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιεί το  www.hotels.com, τα αποτελέσματα της οποίας δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα, τα ταξί του Λονδίνου επελέγησαν, για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά, ως «τα καλύτερα ταξί του κόσμου». 

Σύμφωνα με την έρευνα, το Λονδίνο πήρε την πρώτη θέση της κατάταξης, με μεγάλη μάλιστα διαφορά από τις άλλες πόλεις, σε ερωτήσεις που κυμαίνονταν από την ασφάλεια ως την φιλικότητα των οδηγών ταξί και την καλή γνώση της περιοχής. Η έρευνα αυτή έγινε τον Αύγουστο σε δείγμα περίπου 5.000 ανθρώπων που ρωτήθηκαν σε 23 χώρες.

Και θυμήθηκα τις βροχερές και κρύες νύχτες του Λονδρέζικου χειμώνα. Κι αυτούς τους παράξενους, αξιοθρήνητους τύπους που έβλεπα καβάλα σε κακορίζικα μηχανάκια, με το L (Learner) του μαθητευόμενου κολλημένο στην πινακίδα. Φορούσαν παλιομοδίτικα κράνη οι περισσότεροι, ναυτικές νιτσεράδες, χοντρές γαλότσες και άκαμπτα εργατικά γάντια, αλλά ήταν απαραίτητα ζωσμένοι όλοι με αντανακλαστικές λουρίδες.

Μπροστά τους, στερεωμένες όπως-όπως στο τιμόνι, είχαν διάφανες σακούλες με νοτισμένους χάρτες της πόλης. Κινούνταν αργά, σπασμωδικά και ανισόρροπα, σταματώντας πού και πού στην άκρη του δρόμου, σαν να έψαχναν κάτι. Κι έδειχναν να μη νοιάζονται διόλου για τον καιρό, την κυκλοφορία και τα διώροφα λεωφορεία που απειλούσαν την ύπαρξή τους.

Η πρώτη φορά που συνάντησα αυτή την περίεργη φυλή δικυκλιστών ήταν πίσω στο μακρινό 1976. Και ρώτησα βέβαια αν εξέτιαν κάποια ποινή, απ’ αυτές που μόνο Βρετανοί δικαστές έχουν την φαντασία να επιβάλλουν –δεν μπορεί, θα ‘χετε δει τις περούκες τους–, ή αν είχαν απλώς χάσει κάποιο στοίχημα. 

Όταν όμως έμαθα τι ήταν όλοι αυτοί και τι διάολο έκαναν στη βροχή και το κρύο, αψηφώντας την κίνηση και παίζοντας τη ζωή τους κορόνα-γράμματα, πραγματικά εντυπωσιάστηκα. Διότι εκείνοι οι μουσκεμένοι, ριψοκίνδυνοι, ατρόμητοι αναβάτες δεν ήταν παρά υποψήφιοι οδηγοί ταξί. Είχαν μάλιστα και όνομα: The Knowledge Boys

Βλέπετε, σε αντίθεση με τον αντίστοιχο, κατάφωρα αδικημένο Έλληνα «επαγγελματία», ο Λονδρέζος οδηγός ταξί απαιτείται να έχει πλήρη γνώση της μεγαλούπολης, γνώση που εκτός από δρόμους, πλατείες, πάρκα και σταθμούς τρένων ή μετρό, περιλαμβάνει κάθε ιστορικό ή άλλο αξιοθέατο, κάθε ξενοδοχείο, εστιατόριο, κλαμπ, αλλά και νοσοκομείο, αστυνομικό τμήμα, εκκλησία, δημόσια υπηρεσία κ.λπ. 

Και όχι μόνο. Πρέπει να γνωρίζει λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα, με ποιους δρόμους διασταυρώνεται κάθε λεωφόρος και ποια θέατρα συναντά κανείς σ’ αυτήν. Και με ποια σειρά. Οτιδήποτε δηλαδή χρειάζεται για να μεταφέρει οποιονδήποτε οπουδήποτε. Από την αμεσότερη και ταχύτερη διαδρομή. Αποφασίζοντας αστραπιαία. Χωρίς να συμβουλεύεται χάρτες, συστήματα πλοήγησης ή κέντρα ελέγχου. Και σκεφτείτε ότι μιλάμε για πάνω από 25.000 δρόμους σε μια ακτίνα 10 χιλιομέτρων από το νοητό κέντρο της πόλης.

Αναμφίβολα, πρόκειται για τις πιο απαιτητικές ανάλογες εξετάσεις στον κόσμο. Η «Γνώση» απαιτεί, κατά μέσο όρο, τρία χρόνια, ενώ κάθε υποψήφιος πρέπει να είναι ψυχολογικά και οικονομικά προετοιμασμένος να δώσει εξετάσεις τουλάχιστον 12 φορές(!) πριν αποκτήσει την άδεια.

Τα γράφω αυτά επειδή ο αξύριστος που χειριζόταν υποτυπωδώς –γιατί «οδηγούσε» δεν το ‘λεγες– τη βρομερή Toyota που μου ‘τυχε τις προάλλες ήταν, μέχρι πριν λίγους μήνες και πριν το upgrading, σερβιτόρος σε ταβέρνα στον Νέο Κόσμο.

Τα γράφω αυτά επειδή διαβάζω ότι «δεν είδαμε τίποτα ακόμη», ότι «θα τρίβουμε τα μάτια μας» και ότι «θα χυθεί αίμα», εκτός από λάδια. Τα γράφω επειδή ακούω τον μαινόμενο ταξί-αρχο Λυμπερόπουλο με το ροζ πουκάμισο και το κομοδινί μαλλί (ή μήπως είναι αντίστροφα;) να απειλεί κάποιους ότι θα τους «λιώσει», άλλους ότι θα τους «ξεπαστρέψει», ότι «δεν θα πάνε στο νεκροταφείο μόνοι τους» κι άλλα τέτοια εμπνευσμένα αντιστασιακά. 

Και ποιοι έχουν αυτόν τον ανεκδιήγητο τύπο εκλεγμένο μπροστάρη; Αυτοί που έγιναν ταξιτζήδες χωρίς μόρφωση, χωρίς ξένες γλώσσες, χωρίς ειδική εκπαίδευση, χωρίς μηχανολογικές γνώσεις, χωρίς εμπειρία. Με υποτυπώδεις, αστείες εξετάσεις. Είτε κληρονομώντας μια άδεια, είτε πληρώνοντας χιλιάδες κάποιον μεγαλομαντρά. Μαύρα, βέβαια. Για κάτι που κόστιζε κάποτε πενήντα και εκατό ευρώ. 

Αυτοί που έκλεισαν αεροδρόμια και λιμάνια μέσα στον Αύγουστο. Αυτοί που έχυσαν λάδια στους δρόμους. Αυτοί που προπηλάκισαν, που απείλησαν, που έσπασαν. Αυτοί που έχουν μετατρέψει τις αυτοκινούμενες παράγκες τους σε πειρατικά φορτο-ταξί της δεκαετίας του ’50. Αυτοί που όταν δεν σε κάνουν μαύρο στο καυσαέριο σε κάνουν μαύρο στο ξύλο. Αυτοί που «τάσσονταν και μάλιστα κατηγορηματικά» κατά των ταμειακών. Αυτοί που σέρνονται στους δρόμους. Με τσαμπουκά και το χέρι έξω, κρεμασμένο σαν συκωταριά. Οι φιλεύσπλαχνοι σουλτάνοι της διπλομίσθωσης. Οι μάγοι της διπλής ταρίφας.

Καλά όμως που η κυβέρνηση χαρακτήρισε «ακατανόητες» και «αδικαιολόγητες» και αυτές τις κινητοποιήσεις, τονίζοντας πως όσοι δεν συμμορφωθούν «θα υποστούν τις κυρώσεις που προβλέπονται από τον νόμο». Κι ήρθε η καρδιά μας στον τόπο της...


ΒΧ

11/10/11

WILLKOMMEN NIEDERDEUTSCHLAND!

Όσο η Ελλάδα παραμένει προπύργιο της αναρχίας, προμαχώνας της ασυδοσίας, εκτροφείο θλιβερών, επίκινδυνων, συστηματικά ψευδόμενων ερασιτεχνών πολιτικάντηδων, ένα κράτος-φαρσοκωμωδία όπου η συμμόρφωση με τους νόμους αντιμετωπίζεται ως ένδειξη γενετικής βλακείας, ενώ η εφαρμογή τους επαφίεται σε τυχαίους χωρίς ενδιαφέρον, γνώσεις ή ενθουσιασμό, ας γίνει επιτέλους Niederdeutschland, ή Basse Gaule μπας και δούμε άσπρη μέρα. Ή έστω, γκρίζα...

ΑΛΕΞΗΣ Ζ. / In memoriam

«Έλα, γλυκαίνει!» Αξέχαστη φράση, σήμα κατατεθέν του. Τον άκουγα, συνήθως ακολουθώντας τον καμιά εικοσαριά μέτρα πίσω, ενώ αναρωτιόμουν αν απείχα από την αναθεματισμένη κορυφή λιγότερο απ’ όσο το χόμπι απ’ την ψυχασθένεια. Τον άκουγα, κι εκεί που ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω, να δώσω μια στο ποδήλατο να γκρεμοτσακιστεί αυτό στην πλαγιά κι εγώ καταγής, έπαιρνα μια ακόμα ανάσα και με τα γόνατα να καίνε και την καρδιά να ανταγωνίζεται με τα πνεμόνια για το ποιος θα σκάσει πρώτος έξω απ’ τη μπλούζα, έσφιγγα τα ήδη παραμορφωμένα γκριπ κι έκανα εκείνα τα λίγα μέτρα που φάνταζαν πριν χιλιόμετρα. 

Και πάντα μ’ έπιαναν βέβαια τα νεύρα μου. Γιατί το ‘ξερα, πως όταν επιτέλους δρασκέλιζα τη ράχη, θα τον έβρισκα ξανά αραχτό στη σκιά. Ατάραχο. Σαν να ‘χει μόλις βγει από εκκλησία. Σαν να περίμενε ώρες. Μ’ εκείνο το άτιμο το τσιγάρο ήδη αναμμένο. Έχω πια πειστεί ότι το ‘κανε επίτηδες.

Θα πρέπει να ‘ταν το 97’ ή το ’98. Εκείνος κι εγώ, μαζί με τον Νίκο που είχε έρθει επί τούτου από την Αγγλία, είχαμε αφήσει τα αυτοκίνητα στην Ελάτη και είχαμε κινήσει να γυρίσουμε την Πίνδο με τα ποδήλατα. Κι αυτό το «έλα, γλυκαίνει!» θα το άκουγα πολλές φορές τις επόμενες μέρες, ανεβαίνοντας απ’ τη Χρυσομηλιά στο Παλιοχώρι και μετά ακόμα πιο ψηλά, στο Γκολέμι, στα 1.700μ., στην Κρανιά, στην Ανθούσα... Κι όλα αυτά με τα ποδήλατα φορτωμένα με ό,τι νομίζαμε πως θα μας χρειαζόταν για να περάσουμε έξι φθινοπωρινές μέρες (και νύχτες) στο βουνό. 

Αναγκάστηκα να τα παρατήσω την τέταρτη όταν το Cannondale έμεινε με μια σχέση στη μετάδοση και ο καβάλος μου χωρίς δέρμα. Έφταιγε εκείνη η χωροφυλακίστικη η σέλα που ‘χα μόλις βάλει. Για άνεση υποτίθεται. Σε μια γέφυρα αυτός κι ο Νίκος συνέχισαν για τα Αθαμανικά Όρη κι εγώ πήρα μόνος τον δρόμο της επιστροφής για το Περτούλι και την Ελάτη. 

Σ’ εκείνη την εκδρομή ήταν που το χώνεψα πως ο Αλέξης θα ‘ταν το πρότυπό μου στο ποδήλατο. Τι διάολο; Τόσα χρόνια μεγαλύτερος μου και πάντα μπροστά μου ήταν. Και κάπνιζε και σαν αράπης – άτιμο πράμα, το ‘κοψα το ’85 και δεν το ξανάγγιξα. Αυτός δεν ήταν άλλωστε που με είχε «βάλει», εμένα και διάφορους εξίσου βλαμμένους, στη χωμάτινη μοτοσυκλέτα και στα enduro των αρχών του ’80, με αποκορύφωμα εκείνον τον 10ωρο αγώνα στον Όλυμπο και τον Κίσσαβο; 

Μετά βέβαια, όταν εμείς λυσσάγαμε με τα IT και τα XR στα Βασιλικά, στην Πάρνηθα και στον Μαραθώνα, αυτός είχε πλέον «ωριμάσει». Καβαλούσε το «ορεινό» του ποδήλατο και ανεβοκατέβαινε την Πεντέλη. Φυσικά και τον αντιμετωπίζαμε τότε σαν παλαβό, σαν γραφικό γέρο του βουνού. Κι όμως, αυτός ήταν που, μέσα από τις σελίδες του Ποδηλάτη, περιοδικό που (κλασικός ασυμβίβαστος Αλέξης) στο τέλος έβγαζε μόνο όταν είχε κάτι να πει, έκανε γνωστό το mountain biking στην Ελλάδα.

Όλοι μας του χρωστάμε. Και τι δεν μ’ έμαθε σ’ εκείνη τη σκήτη του, στο σπίτι στην Καλλιτεχνούπολη… Τον έβρισκα μ’ ένα φλιτζάνι καφέ, ένα τσιγάρο να δουλεύει στο ραλαντί στο τασάκι, το αγαπημένο του Τρίτο πρόγραμμα στο ραδιόφωνο, τριγυρισμένο από σκυλιά και γάτες που η ψυχική του ηρεμία και η βιβλική σχεδόν μορφή του ανάγκαζε, θαρρείς, σε ειρηνική συμβίωση. Κι όλο και κάτι θα μαστόρευε, όλο και κάτι θα ετοίμαζε. Το Yeti για το χώμα, το Kettler για την άσφαλτο, τη «Βαλκυρία» για το Σαββατοκύριακο, το ντεσεβό της Φρανσέσκας... Ή κάτι για τον Ορέστη και τον Οδυσσέα. Πόσες φορές δεν τα παράτησε για να ασχοληθεί μ’ έμενα και το δικό μου ποδήλατο… Κι όταν έφευγα, αν δεν άκουγα: «Άντε, πάρ’ το και φύγε. Και κοίτα να το ξαναχαλάσεις, μ…..σμένο», σαν κάτι να μου ‘λειπε. 

Συνεχίσαμε, όλο και πιο αραιά όμως (και γι’ αυτό βέβαια έφταιγα εγώ), να κάνουμε μαζί ποδήλατο. Ακόμα και μετά τη σοβαρή περιπέτεια που είχε με την υγεία του, περιπέτεια που τον είχε αναγκάσει εδώ και πολλά χρόνια να κάνει αιμοκάθαρση δυο φορές τη βδομάδα. Αλλά, δεν ήταν ο παλιός Αλέξης. Και πώς θα μπορούσε να ‘ταν; 

Ναι, αλλά τώρα θα ‘παιρνα την εκδίκησή μου. Τώρα θα ‘μουν εγώ αυτός που θα φώναζε: «Έλα, γλυκαίνει!». Δεν μ’ άφησε όμως ο άτιμος να το ευχαριστηθώ... Στην τελευταία μας βόλτα μαζί, πάνε κάνα δυο χρόνια, τα παράτησε σε μια πλαγιά της Πεντέλης. Λίγο πιο πάνω από την ανηφόρα με το εκκλησάκι και το μικρό κοιμητήριο στο Νταού Πεντέλης. Εκεί που έμελλε να ξεκουραστεί για πάντα. Ξέρετε, εκεί που αρχίζει να γλυκαίνει… 

Αλέξη, άντε φύγε συ μπροστά και θα τα πούμε στην κορφή.

ΒΧ