11/10/11

ΑΛΕΞΗΣ Ζ. / In memoriam

«Έλα, γλυκαίνει!» Αξέχαστη φράση, σήμα κατατεθέν του. Τον άκουγα, συνήθως ακολουθώντας τον καμιά εικοσαριά μέτρα πίσω, ενώ αναρωτιόμουν αν απείχα από την αναθεματισμένη κορυφή λιγότερο απ’ όσο το χόμπι απ’ την ψυχασθένεια. Τον άκουγα, κι εκεί που ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω, να δώσω μια στο ποδήλατο να γκρεμοτσακιστεί αυτό στην πλαγιά κι εγώ καταγής, έπαιρνα μια ακόμα ανάσα και με τα γόνατα να καίνε και την καρδιά να ανταγωνίζεται με τα πνεμόνια για το ποιος θα σκάσει πρώτος έξω απ’ τη μπλούζα, έσφιγγα τα ήδη παραμορφωμένα γκριπ κι έκανα εκείνα τα λίγα μέτρα που φάνταζαν πριν χιλιόμετρα. 

Και πάντα μ’ έπιαναν βέβαια τα νεύρα μου. Γιατί το ‘ξερα, πως όταν επιτέλους δρασκέλιζα τη ράχη, θα τον έβρισκα ξανά αραχτό στη σκιά. Ατάραχο. Σαν να ‘χει μόλις βγει από εκκλησία. Σαν να περίμενε ώρες. Μ’ εκείνο το άτιμο το τσιγάρο ήδη αναμμένο. Έχω πια πειστεί ότι το ‘κανε επίτηδες.

Θα πρέπει να ‘ταν το 97’ ή το ’98. Εκείνος κι εγώ, μαζί με τον Νίκο που είχε έρθει επί τούτου από την Αγγλία, είχαμε αφήσει τα αυτοκίνητα στην Ελάτη και είχαμε κινήσει να γυρίσουμε την Πίνδο με τα ποδήλατα. Κι αυτό το «έλα, γλυκαίνει!» θα το άκουγα πολλές φορές τις επόμενες μέρες, ανεβαίνοντας απ’ τη Χρυσομηλιά στο Παλιοχώρι και μετά ακόμα πιο ψηλά, στο Γκολέμι, στα 1.700μ., στην Κρανιά, στην Ανθούσα... Κι όλα αυτά με τα ποδήλατα φορτωμένα με ό,τι νομίζαμε πως θα μας χρειαζόταν για να περάσουμε έξι φθινοπωρινές μέρες (και νύχτες) στο βουνό. 

Αναγκάστηκα να τα παρατήσω την τέταρτη όταν το Cannondale έμεινε με μια σχέση στη μετάδοση και ο καβάλος μου χωρίς δέρμα. Έφταιγε εκείνη η χωροφυλακίστικη η σέλα που ‘χα μόλις βάλει. Για άνεση υποτίθεται. Σε μια γέφυρα αυτός κι ο Νίκος συνέχισαν για τα Αθαμανικά Όρη κι εγώ πήρα μόνος τον δρόμο της επιστροφής για το Περτούλι και την Ελάτη. 

Σ’ εκείνη την εκδρομή ήταν που το χώνεψα πως ο Αλέξης θα ‘ταν το πρότυπό μου στο ποδήλατο. Τι διάολο; Τόσα χρόνια μεγαλύτερος μου και πάντα μπροστά μου ήταν. Και κάπνιζε και σαν αράπης – άτιμο πράμα, το ‘κοψα το ’85 και δεν το ξανάγγιξα. Αυτός δεν ήταν άλλωστε που με είχε «βάλει», εμένα και διάφορους εξίσου βλαμμένους, στη χωμάτινη μοτοσυκλέτα και στα enduro των αρχών του ’80, με αποκορύφωμα εκείνον τον 10ωρο αγώνα στον Όλυμπο και τον Κίσσαβο; 

Μετά βέβαια, όταν εμείς λυσσάγαμε με τα IT και τα XR στα Βασιλικά, στην Πάρνηθα και στον Μαραθώνα, αυτός είχε πλέον «ωριμάσει». Καβαλούσε το «ορεινό» του ποδήλατο και ανεβοκατέβαινε την Πεντέλη. Φυσικά και τον αντιμετωπίζαμε τότε σαν παλαβό, σαν γραφικό γέρο του βουνού. Κι όμως, αυτός ήταν που, μέσα από τις σελίδες του Ποδηλάτη, περιοδικό που (κλασικός ασυμβίβαστος Αλέξης) στο τέλος έβγαζε μόνο όταν είχε κάτι να πει, έκανε γνωστό το mountain biking στην Ελλάδα.

Όλοι μας του χρωστάμε. Και τι δεν μ’ έμαθε σ’ εκείνη τη σκήτη του, στο σπίτι στην Καλλιτεχνούπολη… Τον έβρισκα μ’ ένα φλιτζάνι καφέ, ένα τσιγάρο να δουλεύει στο ραλαντί στο τασάκι, το αγαπημένο του Τρίτο πρόγραμμα στο ραδιόφωνο, τριγυρισμένο από σκυλιά και γάτες που η ψυχική του ηρεμία και η βιβλική σχεδόν μορφή του ανάγκαζε, θαρρείς, σε ειρηνική συμβίωση. Κι όλο και κάτι θα μαστόρευε, όλο και κάτι θα ετοίμαζε. Το Yeti για το χώμα, το Kettler για την άσφαλτο, τη «Βαλκυρία» για το Σαββατοκύριακο, το ντεσεβό της Φρανσέσκας... Ή κάτι για τον Ορέστη και τον Οδυσσέα. Πόσες φορές δεν τα παράτησε για να ασχοληθεί μ’ έμενα και το δικό μου ποδήλατο… Κι όταν έφευγα, αν δεν άκουγα: «Άντε, πάρ’ το και φύγε. Και κοίτα να το ξαναχαλάσεις, μ…..σμένο», σαν κάτι να μου ‘λειπε. 

Συνεχίσαμε, όλο και πιο αραιά όμως (και γι’ αυτό βέβαια έφταιγα εγώ), να κάνουμε μαζί ποδήλατο. Ακόμα και μετά τη σοβαρή περιπέτεια που είχε με την υγεία του, περιπέτεια που τον είχε αναγκάσει εδώ και πολλά χρόνια να κάνει αιμοκάθαρση δυο φορές τη βδομάδα. Αλλά, δεν ήταν ο παλιός Αλέξης. Και πώς θα μπορούσε να ‘ταν; 

Ναι, αλλά τώρα θα ‘παιρνα την εκδίκησή μου. Τώρα θα ‘μουν εγώ αυτός που θα φώναζε: «Έλα, γλυκαίνει!». Δεν μ’ άφησε όμως ο άτιμος να το ευχαριστηθώ... Στην τελευταία μας βόλτα μαζί, πάνε κάνα δυο χρόνια, τα παράτησε σε μια πλαγιά της Πεντέλης. Λίγο πιο πάνω από την ανηφόρα με το εκκλησάκι και το μικρό κοιμητήριο στο Νταού Πεντέλης. Εκεί που έμελλε να ξεκουραστεί για πάντα. Ξέρετε, εκεί που αρχίζει να γλυκαίνει… 

Αλέξη, άντε φύγε συ μπροστά και θα τα πούμε στην κορφή.

ΒΧ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου