2/9/12

Πως κερδήθηκε η επανάσταση του ‘21


Τις κρύες νύχτες του μουσκεμένου βενετσιάνικου χειμώνα του 18ου αιώνα, στα σοκάκια του San Zaccaria, πίσω από τη Basilica di San Marco, λίγες λάμπες έμεναν αναμμένες. Το λάδι κόστιζε και λίγοι είχαν την άνεση ή την ανάγκη να φωτίζουν πια το σκοτάδι.

Βλέπετε, μετά τις πρόσφατες υπερωκεάνιες ανακαλύψεις αυτών των αναθεματισμένων των Ισπανών και των Πορτογάλων, το εμπόριο στη Μεσόγειο είχε αναμενόμενα ατονήσει και η Υπερχιλιετής Δημοκρατία, που τους τελευταίους δυο αιώνες έτσι κι αλλιώς παρήκμαζε, τώρα έπνεε τα λοίσθια. Ο Δόγης και η αυλή του συνέχιζε βέβαια να ζει κιμπάρικα, αλλά οι φτωχότεροι από τους υπηκόους τής Γαληνοτάτης, όσο να ‘ναι, τα ‘βρισκαν πια κομματάκι σκούρα.  

Ωστόσο, ο γερο-Giovanni Carlo, από τους καλύτερους οπλουργούς της Βενετίας, επέμενε να φτιάχνει τα βαριά, εμπροσθογεμή του τουφέκια με τον ίδιο τρόπο: σκαλίζοντας με μαστοριά το περίτεχνο ξύλινο κοντάκι, χαϊδεύοντας με στοργή τον «κόκορα» και γυαλίζοντας με προσοχή τη μακριά κάνη για να ‘ναι όμορφη, αλλά και να μην πολύ-καθρεφτίζει και τον ήλιο τραβώντας τα εχθρικά πυρά. Ένα τη βδομάδα, μέρα με τη μέρα, χρόνια τώρα, με τη ζήτηση όμως να πέφτει διαρκώς μιας κι ό,τι σαματάδες έκανε πια το ναυτικό του Δόγη ήταν εκ του ασφαλούς. Με λουμπάρδες, από μακριά κι αγαπημένοι.  

Μεροδούλι μεροφάι λοιπόν, αλλά ο γερο-Carlo και οι δυο γιοί του (η μάνα τους είχε πεθάνει στη γέννα του μικρού) είχαν γίνει σαν τον όσιο Ονούφριο. Ο μικρός ακόμα γκομένιζε, αλλά ο μεγάλος, που ‘ταν κι ο πιο καπάτσος, το ‘χε πάρει στραβά. Μια και δυο, πιάνει ένα βράδυ τον πατέρα του:

-        Ρε συ πατέρα, δεν πάει άλλο. Έχουμε στενάξει στο ξεροκόμματο και στο φασόλι. Κάνουμε μια δουλειά;
-        Τι δουλειά, ρε Giuseppe;
-        Να, έλεγα μήπως δανειζόμουνα ένα απ’ αυτά τα τουφέκια που φτιάχνεις για να μπαρκάρω μούτσος στο πλοίο του Don Lorenzo που σαλπάρει μεθαύριο για το Λεπάντο, τη Μεθώνη και το Βίτυλο.
-        Και τι το θες το όπλο; Να βαράς τις τσιπούρες;
-        Να το μοστράρω στους Ρωμιούς κλέφτες κι αρματολούς, ρε πατέρα, που τελευταία βαράνε τους Τούρκους όπου τους βρούνε, τι άλλο; Hello?
-        Και δεν έχουνε δικά τους τουφέκια οι Ρωμιοί;
-        Μπα, αυτοί με τα γιαταγάνια και τα χατζάρια πολεμάνε ακόμα. Εκ του σύνεγγυς, που θα διαβάζουμε και σε λίγα χρόνια. Για μακριά έχουνε τ’ αγκωνάρια και τις σφεντόνες.
-        Ξέρω ‘γώ, ρε Giuseppe… Τέλος πάντων, πάρε τούτο δω που το ‘χω φρεσκοφτιαγμένο, αλλά πού ‘σαι; να το προσέχεις μη σου πάρει ο διάολος τον πατέρα!
-        Καλά, καλά…

Πράγματι, τρεις βδομάδες μετά ο Giuseppe, έχοντας σκάσει στη γαλέτα και το βρομόνερο –και στο ξερατό, φυσικά μιας κι ο Don Lorenzo το ‘τσουζε και πήγαινε το διάκι μια από δω και μια από κει σαν κουπί– πάτησε πόδι στο Βίτυλο, στην έξω Μάνη, κάτω από τη Τζίμοβα, που αργότερα θα την έλεγαν Αρεόπολη. “Take me to your leader”, είπε στα βενετσιάνικα στους τοπικούς, για να οδηγηθεί λίγο αργότερα στον Μαυρομιχάλη μπέη υπηρεσίας.

Με τα πολλά, άρεσε στον μπέη και στα παλληκάρια του το μαραφέτι που τους έδειξε ο μικρός –που δείξε-δείξε πώς βαράει όμως κόντεψε να κουφαθεί μιας και το ρημάδι ήτανε βαρύ και τους το στήριζε στον ώμο του για να πυροβολάνε ο ένας μετά τον άλλο– και ο μπέης έδωσε μια προκαταβολή κι έβαλε μια καλή παραγγελία για καμιά πενηνταριά από δαύτα, σε τιμή χονδρικής, «για τον αγώνα εναντίον του αλλόθρησκου κατακτητού, αντιλαμβάνεσθε», άσχετο αν στο νου του είχε ν’ αλλάξει τον αδόξαστο στη φαμελιά του άλλου Νυκλιανού, του Γρηγοράκη, που τους είχε αλαλιάσει τους Μαυρομιχαλαίους στις χωσιές και ποιος τους χέζει τους Τουρκαλάδες που δεν μας πολυζορίζουνε κιόλας τελευταία, εδώ που τα λέμε.

-        Και πώς σε λένε, ρε μπαγασάκο εσένα, για να σε βρούμε αν χρειαστούμε κι άλλα απ’ αυτά; Γιατί βλέπω στο ημερολόγιό μου ένα φασαριόζικο event για τις 25 Μαρτίου τού ’21 του άλλου αιώνα κι έχω ήδη απαντήσει “maybe”;
-        Giuseppe.
-        Και στο επώνυμο;
-        Carlo. Να το γράφει κι εδώ, με σκαλισμένα γράμματα, στη μπάντα του όπλου: Carlo και υιοί. Carlo e figli, Venezia.
-        Πώς το ‘πε, ρε σεις; Ο μπέης ήταν λιγάκι περήφανος στ’ αυτιά, δεν φόραγε και τα γυαλιά του τις καθημερινές…
-        Καρλοεφίλι, μπέη μου. Καρλοεφίλι.
-        Α, μάλιστα, έκανε πως άκουσε ο Μαυρομιχάλης. Εντάξει, ρε απατεώνα μακαρονά. Με ρίχνεις στην τιμή, αλλά αν χρειαστούμε κι άλλα απ’ αυτά τα, πώς τα ‘πατε ρε σεις; καριοφίλια; θα σου γράψουμε στη Βενετιά να μας στείλεις. Στο κόστος όμως! Capisce?

Και κάπως έτσι έφτασε στην Ελλάδα το όπλο που κέρδισε την επανάσταση. Αλλά αυτό βέβαια το ξέρατε…

ΒΧ

2 σχόλια:

  1. Τέλεια ιστορία. Πολύ όμορφα γραμμένη ως συνήθως. Και σιγά μη το ήξερα.
    γν

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ. Το άλλο με τον μόλυβδο το ήξερες;

    ΑπάντησηΔιαγραφή