14/9/12

Τα ωραία του κουρέα


Το τελευταίο πράγμα που θα εγκαταλείψει το ταλαιπωρημένο αυτό σαρκίο θα ‘ναι σίγουρα τα μαλλιά μου. 

Αν και αναγκάζομαι να τα βάφω άσπρα τελευταία, για να συνάδουν με την ηλικία μου καταλαβαίνετε, βρίσκονται –αν όχι όλα, σίγουρα τα περισσότερα– στην αρχική τους θέση, έστω και με λιγότερο θεαματικές πια εξάρσεις.

Και χωρίς μάλιστα μερικά απ’ αυτά να έχουν αναγκαστεί να μετακομίσουν σε πιο ήσυχα μέρη. Όπως στ’ αυτιά μου, για παράδειγμα.

Έτσι, κάθε τόσο παίρνω τα μαλλιά μου και, με την ίδια αίσθηση ανασφάλειας που έχω κι όταν επισκέπτομαι την οδοντογιατρό μου, σπρώχνω την πόρτα του τοπικού μπαρμπέρικου – σε κομμωτήρια δεν πηγαίνω πια, μ’ έχουν κουράσει τα υποκοριστικά, ειδικά όταν συνδυάζονται με αυτό το γλιτσερό πρώτο πληθυντικό προσποιητής οικειότητας (λουσιματάκι θα κάνουμε;).

Και αφού κάτσω στην πολυθρόνα, έχοντας απωλέσει τη χρήση των χεριών μου κάτω από τον ζουρλομανδύα με το αγκαθωτό Velcro στον λαιμό, αφήνομαι στο έλεος της απάντησης των νοτίων προαστίων στον Vidal Sassoon.

-        Πώς θα τα πάρουμε σήμερα; Όπως και την άλλη φορά;
-        Σάμπως θυμάμαι πώς ήταν η άλλη φορά, ρε συ Vidal; Μάζεψέ τα λίγο, συγύρισέ τα λίγο, κόντυνέ τα λίγο. Τέλος πάντων, ξέρεις εσύ.

Έτσι κι αλλιώς, μετά από εκατοντάδες ανάλογες εμπειρίες, αυτό που έχω καταλάβει είναι πως ό,τι και να θες εσύ, ο μπαρμπέρης θα σε κάνει όπως θέλει εκείνος. Γι’ αυτό, καλά θα κάνεις να ‘χεις τελειώσει με τις άμεσες κοινωνικές σου υποχρεώσεις.  Ή να ‘χεις μαζί σου μεγάλο καπέλο.

Γιατί αυτό που θ’ ακούσεις από τον πρώτο γνωστό που θα συναντήσεις έξω, θα ‘ναι κάτι σαν «Κουρεύτηκες, βλέπω. Με γεια! Αλλά, τι τους είπες πάλι και τους εκνεύρισες;»

Σκύβεις λοιπόν μοιρολατρικά το κεφάλι και περιμένεις κάθε φορά να εκπλαγείς δυσάρεστα με το αποτέλεσμα, παρά την προσωρινότητά του. 

Κι είναι κι η κουβέντα. Α, η κουβέντα! Που όσο μονόπλευρη κι αν προσπαθήσεις να την κάνεις, δεν τη γλιτώνεις. Έτσι και σήμερα…

-        Πήγαμε πουθενά διακοπές φέτος; [ο πληθυντικός που λέγαμε]
-        Ναι.
-        Και πώς τα βλέπετε τα πράγματα με την κρίση; τσικ τσικ, τσικ τσικ…
-        Δύσκολα.
-        Θα μου σκύψετε λίγο;
-        Μάλιστα.
-        Πάντως, ένας κύριος που ήταν εδώ νωρίτερα μού έδωσε ένα πολύ ελπιδοφόρο μήνυμα! Ωχ, sorry! Ματώνετε εύκολα, πάντως.
-        Πέρασε από δω ο Μάριο Ντράγκι; Μην τα πάρεις πολύ!
-        Ποιος; Πού παίζει αυτός; Κάτω το κεφάλι, είπαμε!
-        Άστο, δεν πειράζει. Για πες; Τι σου είπε όποιος πέρασε, τέλος πάντων;
-        Ναι. Που λέτε, ο γέρων Παΐσιος… Τον ξέρετε τον γέροντα, έτσι δεν είναι;
-        Τι; Αυτός πέρασε;
-        Όχι, καλέ! Ο γέρων Παΐσιος λοιπόν, από το Όρος, είχε, λέει, προβλέψει πως στη Συρία, λέει, θα γινόταν, λέει, μεγάλο κακό! τσικ τσικ, τσικ τσικ…
-        Πριν πεθάνει, υποθέτω.
-        Ναι. Και πως θα ανακατευτεί κι η Ρωσία στον σαματά.
-        Θα κατέβει πάλι ο Μόσκοβος, δηλαδή.
-        Όχι, ο Πούτιν.
-        Α, μάλιστα. Σιγά! Μην το κάνουμε το κεφάλι σαν του Μπάγεβιτς, ηπειρώτικο.
-        Πώς τα λέτε, όμως! Ναι. Και θα χωρίσει λέει την Τουρκία στα τέσσερα.
-        Ο Παΐσιος; [Καλό είναι βέβαια να μην αστειεύεσαι όταν δεν έχεις πρόχειρα τα χέρια σου κι όταν από πάνω σου πειραματίζεται κάποιος αφηρημένα με κοφτερά αντικείμενα, αλλά σε μερικά πράγματα δεν μπορώ ν’ αντισταθώ].
-        Ποιος Παΐσιος, καλέ! Η Ρωσία! Ουπς! Κοντά είχαμε πει πίσω, έτσι δεν είναι;
-        Όχι, ΔΕΝ είχαμε πει κοντά πίσω, αλλά δεν πειράζει. Η Ρωσία λοιπόν θα χωρίσει την Τουρκία στα τέσσερα. Μάλιστα. Και μετά;
-        Ναι. Και θα κρατήσει, λέει, ένα δυο κομμάτια για δικά της και θα μοιράσει, λέει, τα άλλα σε όσους ενδιαφέρονται.
-        Σε τιμή ευκαιρίας, υποθέτω. Και χωρίς μνημόνια κ.λπ.
-        Ωραίο! Πάντως, το κομμάτι με την Κωνσταντινούπολη θα το πάρουμε εμείς!
-        Τι μου λες! Κι αυτό επειδή…
-        Δεν κατάλαβα ακριβώς, πάντως αυτό μου είπε ο κύριος που έφυγε λίγο πριν μπείτε, τσικ τσικ, τσικ τσικ…
-        Μάλιστα. Κρίμα που δεν τον πρόλαβα. Και πώς επηρεάζει η επανάλωση της Κωνσταντινουπόλεως τη σημερινή μας οικονομική κατάσταση;
-        Τι να σας πω κι εγώ τώρα; Αυτό δεν το εξήγησε.
-        Ο Παΐσιος;
-        Όχι, καλέ! Ο κύριος που έφυγε πριν.
-        Με μπερδεύεις όμως.
-        Ναι. Επειδή, λέει, δεν θα πληρώνουμε πια χαράτσια και τέτοια στη ΔΕΗ και στην τρόικα. Θα ‘χουμε, λέει, τα δικά μας πλούτη πια. Θησαυρούς!
-        Μάλιστα… Ν’ ανεβάσουμε λίγο τη φαβορίτα; 

Όχι μόνον κυκλοφορούν ανάμεσά μας, αλλά ψηφίζουν κιόλας.

ΒΧ

11/9/12

Το 1984 άργησε 30 χρόνια


Ακόμα κι ο Eric Arthur BlairGeorge Orwell, αν προτιμάτε) θα εντυπωσιαζόταν αν μάθαινε τι έβγαλε ξανά από το κάτω-κάτω συρτάρι, αυτό των επικίνδυνα βλακωδών ιδεών, το βρετανικό Υπουργείο Μεταφορών, δέκα ολόκληρα χρόνια από τότε που εμπνεύστηκαν την αρχική ιδέα οι Εργατικοί ενός άλλου Blair, καλή του ώρα…


Κι επειδή όταν παλαιοτέρα έγραφα για την φημολογούμενη τότε ηλεκτρονική παρακολούθηση και αυτόματη χρέωση όσων χρησιμοποιούν το αυτοκίνητό τους στο κέντρο του Λονδίνου, αλλά και σ’ άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, μερικοί εκεί πίσω γελάγατε, δείτε πώς έχουν τώρα τα πράγματα.

Μαθαίνω λοιπόν ότι η κυβέρνηση τού κ. Cameron, φρέσκια και ζεστή από την επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων και στον τομέα της ασφάλειας, ερευνά ξανά την πρόταση που θέλει κάθε αυτοκίνητο που θα κυκλοφορεί στο Ηνωμένο Βασίλειο να εφοδιάζεται μ’ ένα μικροτσίπ το οποίο θα επιτρέπει στον Μεγάλο Αδελφό να αναγνωρίζει, να παρακολουθεί και να στέλνει στον τοπικό magistrate κάθε οδηγό που παρανομεί.

Ξεχάστε δηλαδή τις κάμερες, ξεχάστε τα ραντάρ, ξεχάστε τα περιπολικά με τις συμβατικές πινακίδες. Γιατί τώρα όλα αυτά θα είναι εδώ, μαζί μας, στο πίσω κάθισμα. Να καταγράφουν μεθοδικά κάθε μας παράβαση κρώζοντας στον σβέρκο μας σαν μοχθηρές, χαιρέκακες πεθερές κάθε φορά που υπερβαίνουμε το όριο, πατάμε διπλή διαχωριστική ή μπαίνουμε σε λεωφορειολωρίδα (πείτε «λεωφορειολωρίδα» φωναχτά και μετά ψάξτε στο Google και για τα υπόλοιπα αίτια της αγγυλογλωσσίας). Ακόμα κι όταν έχουμε αμελήσει να πληρώσουμε τα τέλη κυκλοφορίας ή να εξοφλήσουμε την ασφάλεια. Όσο για τα points, το «σύστημα» θα μας τα χρεώνει αυτόματα και ανελλιπώς, με τα αδιαπραγμάτευτα πρόστιμα να ακολουθούν με το ταχυδρομείο. Αυτό κι αν είναι το τέλος της αυτοκίνησης όπως την ξέραμε…

Τέτοιες προοπτικές, αν βέβαια επαληθευτούν, για όλους όσοι ακόμα αγαπάμε και ζούμε για, ή έστω από, το αυτοκίνητο είναι δυσοίωνες. Κρίμα, γιατί ενώ το internet και ο θαυμαστός, ραγδαία εξελισσόμενος κόσμος της τεχνολογίας έχουν κάνει τον πλανήτη μας μια μικρή παγκόσμια γειτονιά, η προσωπική μας ελευθερία διαρκώς παραβιάζεται και το δικαίωμά μας στην αυτοκίνηση όλο και περιορίζεται.

Η επιστήμη της ψυχολογίας δέχεται πως στους δευτερεύοντες στόχους της αγοράς ενός αυτοκινήτου συγκαταλέγονται η επίδειξη κοινωνικού status και ο ερωτικός υπαινιγμός. Και ποιος είμαι εγώ που θα διαφωνήσω; Όμως, αυτό που δίνει στο αυτοκίνητο τη δύναμη να κρατά ασφυκτικά αιχμαλωτισμένη τη φαντασία είναι κάτι πολύ πιο ουσιαστικό, πολύ πιο σημαντικό, πολύ πιο δυνατό: η ελευθερία!

Αυτή η δυνατότητα του αυτοκινείσθαι την οποία υπόσχεται ακόμα και ακινητοποιημένο το αυτοκίνητο, πάντα κέντριζε επίμονα τα βαθύτερα και πιο ευαίσθητα σημεία της ψυχής μας. Την αγωνία μας μάλιστα αυτή, ερμηνεύει με τον καλύτερο τρόπο η φράση του Henry Ford: «Έπρεπε να εφεύρω το gasoline buggy (έτσι είχε ονομάσει το πρώτο του “αυτοκίνητο”) για να ξεφύγω από την ανία της ζωής στη φάρμα»!  

Να ‘μαστε λοιπόν σήμερα, 100 χρόνια μετά, ακόμα και πηγμένοι σε wall-to-wall μποτιλιαρίσματα, να ονειρευόμαστε αμετανόητοι πως αφήνουμε, λέει, πίσω μας κάθε πεζό δεσμό με την καθημερινότητα και πως βρισκόμαστε κάπου αλλού. Αν και το κυκλοφοριακό σήμερα καγχάζει στα μούτρα της φαντασίας του Ford, όσο πιο ουτοπική γίνεται μια διαδρομή με το αγαπημένο σου αυτοκίνητο τόσο περισσότερο την ονειρεύεσαι. Βλέπετε, η ανάγκη τού να κινείσαι ελεύθερα είναι προϋπόθεση του να ζεις πολιτισμένα.


Ορισμένοι λιγότερο αισιόδοξοι από μένα υποστηρίζουν πως δεν είναι μακριά οι μέρες που ακόμα και σε μας τους ίδιους θα εμφυτεύονται τσιπάκια, όπως στα κατοικίδια, για να είναι εξασφαλισμένο πως τρώμε σωστά, πίνουμε με εγκράτεια, καπνίζουμε με μέτρο, γυμναζόμαστε τακτικά, ενεργούμαστε κανονικά, ονειρευόμαστε λογικά και ερωτευόμαστε ιεραποστολικά. Και χωρίς πολλή φασαρία. Γιατί… 

... “when you make love you're using up energy; and afterwards you feel happy and don't give a damn about anything. They can't bear you to feel like that (…) We shall abolish the orgasm. Our neurologists are at work upon it now”.

Όσο για τα μυστικά μας; Αυτά θα πρέπει να μάθουμε να τα κρατάμε μυστικά. Κι από μας τους ίδιους.

Αλλά μην τα βάψετε και τελείως μαύρα, τα πράγματα θα μπορούσαν να ‘ναι πολύ χειρότερα. Σε λίγα χρόνια μάλιστα, αν το εκεί Ministry of Stupidity τα καταφέρει, δεν αποκλείεται και να ‘ναι, μακριά από μας...

ΒΧ

7/9/12

Tommy who?


Ο κόσμος μας θα ‘ταν πολύ καλύτερος αν ο Thomas Midgley Jr είχε παραμείνει μηχανικός. Του ‘ρθε όμως να καταπιαστεί με τη Χημεία και τις βιομηχανικές της εφαρμογές και τώρα τραβιόμαστε. Θέλετε να μάθετε πώς, πότε και χάρη σε ποιον ηλίθιο, το θανάσιμο αυτό δηλητήριο μπήκε στη ζωή μας; Βάλτε στο ποτήρι το δικό σας αγαπημένο «δηλητήριο»… and read on.

Είστε ακόμα εδώ; Ωραία. Το 1921 λοιπόν, δουλεύοντας για την General Motors, ο 22χρονος Tommy είπε να πειραματιστεί με τον τετρα-αίθυλο μόλυβδο (tetra-ethyl lead, ή lead tetra-ethyl, αν προτιμάτε) και ανακάλυψε πως τούτη εδώ η ένωση μείωνε δραστικά την προανάφλεξη (τα «πειράκια») στους πρωτόγονους βενζινοκινητήρες της εποχής.

O Tommy, το καμάρι μας!
Αρκετά χρόνια αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’40, ένας τελειόφοιτος γεωλόγος στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, με το όνομα Clair Cameron Patterson, πειραματιζόταν με ισότοπα του μολύβδου στην προσπάθειά του να προσδιορίσει την ηλικία της Γης. Τώρα πώς η ηλικία της Γης προκύπτει από τον μόλυβδο ή τα ισότοπά του ένας θεός ξέρει. Κι αν… Τέλος πάντων. Όλα λοιπόν τα δείγματα με τα οποία δούλευε ο Patterson αποδεικνύονταν μέχρι και πάνω από 200(!) φορές πιο μολυσμένα με μόλυβδο απ’ όσο θα περίμενε να είναι. Και θα περνούσαν πολλά χρόνια πριν συνειδητοποιήσει πως όλα αυτά οφείλονταν στον Midgley.

Πάντως, ακόμα και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ήταν συνηθισμένο καταναλωτικά προϊόντα να περιέχουν μόλυβδο. Κονσέρβες σφραγίζονταν με μόλυβδο, πόσιμο νερό αποθηκευόταν σε δοχεία από μόλυβδο, φρούτα και λαχανικά ψεκάζονταν με εντομοκτόνα βασισμένα στον μόλυβδο, σωληνάρια οδοντόκρεμας περιείχαν μόλυβδο, ακόμα και παιχνίδια φτιάχνονταν από μόλυβδο – ποιος δεν θυμάται το «Μολυβένιο Στρατιωτάκι»;

Όμως, ο μόλυβδος είναι νευροτοξίνη που μπορεί να προσβάλει ανεπανόρθωτα τον εγκέφαλο και το νευρικό σύστημα. Και όπως σήμερα γνωρίζουμε, καρκίνος, τύφλωση, νεφρική ανεπάρκεια, παράλυση και θανάσιμες παραισθήσεις αποδίδονται στην υπερβολική έκθεση στον μόλυβδο. Λέγεται μάλιστα πως το ότι οι περισσότεροι Ρωμαίοι αυτοκράτορες κατέληγαν να καίνε τη Ρώμη συνοδεία λύρας ή να κάνουν τα άλογά τους συγκλητικούς οφείλεται στα ποτήρια από μόλυβδο που χρησιμοποιούσαν. Και να πώς έπεσε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία!

Δεν τα ‘ξεραν όμως όλα αυτά οι επιστήμονες; Αν τα ‘ξεραν λέει! Όλοι. Εκτός ίσως απ’ τον ίδιο τον Midgley. Εκτός κι αν έκανε τον τρελό. Ή ήταν, που είναι και το πιθανότερο. Γιατί, το 1924, σε μια συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε για να δείξει πόσο ασφαλής ήταν ο τετρα-αίθυλος μόλυβδος –TEL ή (CH3CH2)4Pb για όσους δεν έχουν άλλα ενδιαφέροντα ή ζωή– μούλιασε τα χέρια του σ’ αυτό το ζουμί και μετά έβαλε και το ίδιο το μπουκάλι κάτω από τη μύτη του εισπνέοντας για ένα ολόκληρο λεπτό τις δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις διαβεβαιώνοντας τους άναυδους ρεπόρτερ πως θα μπορούσε μάλιστα να το κάνει αυτό κάθε μέρα χωρίς κανένα πρόβλημα! Λίγο αργότερα βέβαια εθεάθη στη Florida όπου έμεινε κάνα χρόνο μπας και καθαρίσουν τα πνεμόνια του, αλλά αυτό αποσιωπήθηκε δεόντως.

Όμως, η παραγωγή μολύβδου άφηνε τρελά λεφτά στις αμερικανικές βιομηχανίες. Άσε που ο άτιμος ο μόλυβδος μείωνε πράγματι την προανάφλεξη. Έτσι, το 1923, η GM, η Standard Oil (S.O./Esso) και η DuPont ίδρυσαν την Ethyl Gasoline Corporation Ethyl, για συντομία– με σκοπό να παράγουν όσο τετρα-αίθυλο μόλυβδο τράβαγε η ψυχή τους. Που ήταν βέβαια πάρα πολύς. Η εταιρεία ονόμασε το πρόσθετο, που από την 1η Φεβρουαρίου του 1923 άρχισε να ξερνάει με τους τόνους, απλώς “ethyl” – που ακούγεται πολύ πιο φιλικό και λιγότερο τοξικό βέβαια από το “lead”.



 Αμέσως, πολλοί εργαζόμενοι στην Ethyl άρχισαν να παρουσιάζουν συμπτώματα όπως αυτά που αναφέραμε νωρίτερα. Το ίδιο αμέσως, η Ethyl αποδύθηκε στην πολιτική τής διάψευσης που θα ακολουθούσε επί δεκαετίες. Όπως γράφει η Sharon Bertsch McGrayne στην ιστορία της για τη Βιομηχανική Χημεία, “Prometheans in the Lab, όταν μερικοί εργάτες παρουσίασαν σοβαρές παραισθήσεις ο εκπρόσωπος Τύπου της εταιρείας το απέδωσε στο ότι εργάζονταν πολύ σκληρά! Τα χρόνια που θα ακολουθούσαν, εκατοντάδες «εργαζόμενοι πολύ σκληρά» στην Ethyl έχασαν τη ζωή τους, ενώ περισσότεροι έμειναν με σοβαρά κουσούρια.  

Κεφάτος και ορεξάτος εν τω μεταξύ από την επιτυχία του και με μια απόκοσμη έφεση προς τον όλεθρο, ο Midgley εφεύρε στη συνέχεια την άλλη μεγάλη πληγή του 20ου αιώνα: τους χλωροφθοράνθρακες ή CFCs. Κι εδώ που τα λέμε, δεν θα μου προξενούσε καμία έκπληξη αν μάθαινα πως η σκλήρυνση κατά πλάκας ή το AIDS οφείλονται κι αυτά σε κάποια μαλακία του Tommy στο εργαστήριο.

Δυστυχώς, ο Midgley δεν έζησε αρκετά για να δει τις ζημιές που προξένησε στον κόσμο. Πέθανε νωρίς. Πώς; Ο Bill Bryson, στο “A Short History of Nearly Everything” χαρακτηρίζει τις συνθήκες του θανάτου τού Midgley «αλησμόνητα ασυνήθιστες». Έχοντας προσβληθεί από πολιομυελίτιδα (το αντίθετο θα ‘ταν έκπληξη!), σχεδίασε ένα πολύπλοκο μηχανικό κρεβάτι, που παρόμοιά του χρησιμοποιούνται και σήμερα, για να πνιγεί με τα ίδια του τα σύρματα το 1944.

Πάμε τώρα στον Clair Cameron Patterson της δεύτερης παραγράφου που νομίζατε πως τον είχα ξεχάσει. Ο Patterson λοιπόν, έχοντας προσδιορίσει –το 1953– την ηλικία της Γης στα 4.550 εκατομμύρια χρόνια (εντάξει, συν πλην 70 εκατομμύρια, δεν χάλασε κι ο κόσμος), αριθμός που θεωρείται απόλυτα αποδεκτός ακόμα και σήμερα 60 χρόνια αργότερα, έστρεψε την προσοχή του στο μόλυβδο. Γιατί; Διότι είχε δει πως η ατμόσφαιρα τελευταία περιείχε αφύσικα πολύ μόλυβδο κι ο περισσότερος έδειχνε να προέρχεται από τα αυτοκίνητα. Έπρεπε τώρα να βρει τρόπο να συγκρίνει τα επίπεδα του μολύβδου στην ατμόσφαιρα τη δεκαετία του ’50 με εκείνα πριν από το 1923 για να μπορέσει να στηρίξει τη θεωρία του.

Clair Cameron Patterson
Βρήκε την απάντηση… στη Γροιλανδία. Ερευνώντας τη συγκέντρωση μολύβδου στα απόλυτα διακριτά ετήσια στρώματα του χιονιού που πέφτει εκεί και παγώνει κάθε χειμώνα, ανακάλυψε πως ενώ πριν από το 1923 δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου μόλυβδος στο παγωμένο χιόνι, από εκείνη τη χρονιά και μετά η αύξησή του ήταν σταθερή και ραγδαία. Έκανε λοιπόν σκοπό της ζωής του να βγάλει τον μόλυβδο από τη βενζίνη βάζοντάς τα στην πορεία με όλους όσοι εμπλέκονταν στην παραγωγή του.

Ποτέ άλλοτε στην ιστορία επιστήμονας δεν αντιμετώπισε τόσο έντονο πόλεμο από παντού. Όχι μόνο από την Ethyl, αλλά και από το ίδιο το κράτος! Ακόμα κι από ανθρώπους του σιναφιού του. Η Ethyl, βλέπετε, ήταν μια πανίσχυρη και παγκόσμια επιχείρηση με πολλά λεφτά και πλοκάμια παντού. Μέρα με τη μέρα, ο Patterson έβλεπε πόρτες να βροντάνε στα μούτρα του, πόρους να αποσύρονται, επιχορηγήσεις να καταργούνται, συμβόλαια να ακυρώνονται… Ακόμα κι η ίδια του η ζωή έφτασε να απειλείται και απορώ που κανείς δεν την έχει κάνει ακόμα κινηματογραφικό έργο. Δεν έκανε όμως πίσω και οι προσπάθειές του οδήγησαν σε σημαντικές αλλαγές –το 1973– στο Clean Air Act, στον νόμο δηλαδή για την καθαρότητα της ατμόσφαιρας, και τελικά στην οριστική κατάργηση, στις ΗΠΑ, της βενζίνης με μόλυβδο το 1986.

Ως εκ θαύματος, το επίπεδο του μολύβδου στο αίμα των Αμερικανών μειώθηκε μέχρι και 80%. Αλλά δεν είναι μόνο τα διαμάντια παντοτινά, είναι και ο μόλυβδος. Με συνέπεια να έχουμε σήμερα 600 φορές περισσότερο μόλυβδο μέσα μας απ’ όσο είχαν οι παππούδες μας πριν από μόλις 100 χρόνια! Όσο για τον μόλυβδο στην ατμόσφαιρα, αυτός συνεχίζει να αυξάνεται κατά περίπου 100.000 τόνους κάθε χρόνο ως αποτέλεσμα κυρίως της μεταλλευτικής βιομηχανίας.

Αλλά και η Ethyl συνεχίζει να υφίσταται, αν και σήμερα ανήκει σε μια εταιρεία με το ανώδυνο όνομα Albemarle. Σύμφωνα με την Sharon McGrayne, ακόμα και μέχρι το 2001 η Ethyl εξακολουθούσε να υποστηρίζει πως «οι έρευνες δεν έχουν καταφέρει να αποδείξουν ότι η μολυβδωμένη βενζίνη αποτελεί απειλή για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον». Ο τετρα-αίθυλος δε μόλυβδος που η Ethyl συνεχίζει να παράγει της αποφέρει, ακόμα και σήμερα, πάνω από 20 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο!

Ο Clair Patterson, μετά από μισό αιώνα αδιάκοπου, ακούραστου, επικίνδυνου και αφιλοκερδούς αγώνα, πέθανε το 1995 ουσιαστικά άγνωστος και χωρίς καμία ηθική ή άλλη ανταμοιβή. Αλλά γιατί να τον θυμόμαστε; Τι έκανε δηλαδή; Βρήκε πόσων ετών είναι η Γη και πέτυχε να βγει ο μόλυβδος από τη βενζίνη. Σιγά τα λάχανα...  

ΒΧ

Βιβλιογραφία
Bill Bryson: A Short History of Nearly Everything
Sharon Bertsch McGrayne: Prometheans in the Lab


σ.σ. Μια μικρότερη έκδοση είχε δημοσιευτεί στο DRIVE πριν πολλά χρόνια, αλλά ποιος τη θυμάται.



2/9/12

Πως κερδήθηκε η επανάσταση του ‘21


Τις κρύες νύχτες του μουσκεμένου βενετσιάνικου χειμώνα του 18ου αιώνα, στα σοκάκια του San Zaccaria, πίσω από τη Basilica di San Marco, λίγες λάμπες έμεναν αναμμένες. Το λάδι κόστιζε και λίγοι είχαν την άνεση ή την ανάγκη να φωτίζουν πια το σκοτάδι.

Βλέπετε, μετά τις πρόσφατες υπερωκεάνιες ανακαλύψεις αυτών των αναθεματισμένων των Ισπανών και των Πορτογάλων, το εμπόριο στη Μεσόγειο είχε αναμενόμενα ατονήσει και η Υπερχιλιετής Δημοκρατία, που τους τελευταίους δυο αιώνες έτσι κι αλλιώς παρήκμαζε, τώρα έπνεε τα λοίσθια. Ο Δόγης και η αυλή του συνέχιζε βέβαια να ζει κιμπάρικα, αλλά οι φτωχότεροι από τους υπηκόους τής Γαληνοτάτης, όσο να ‘ναι, τα ‘βρισκαν πια κομματάκι σκούρα.  

Ωστόσο, ο γερο-Giovanni Carlo, από τους καλύτερους οπλουργούς της Βενετίας, επέμενε να φτιάχνει τα βαριά, εμπροσθογεμή του τουφέκια με τον ίδιο τρόπο: σκαλίζοντας με μαστοριά το περίτεχνο ξύλινο κοντάκι, χαϊδεύοντας με στοργή τον «κόκορα» και γυαλίζοντας με προσοχή τη μακριά κάνη για να ‘ναι όμορφη, αλλά και να μην πολύ-καθρεφτίζει και τον ήλιο τραβώντας τα εχθρικά πυρά. Ένα τη βδομάδα, μέρα με τη μέρα, χρόνια τώρα, με τη ζήτηση όμως να πέφτει διαρκώς μιας κι ό,τι σαματάδες έκανε πια το ναυτικό του Δόγη ήταν εκ του ασφαλούς. Με λουμπάρδες, από μακριά κι αγαπημένοι.  

Μεροδούλι μεροφάι λοιπόν, αλλά ο γερο-Carlo και οι δυο γιοί του (η μάνα τους είχε πεθάνει στη γέννα του μικρού) είχαν γίνει σαν τον όσιο Ονούφριο. Ο μικρός ακόμα γκομένιζε, αλλά ο μεγάλος, που ‘ταν κι ο πιο καπάτσος, το ‘χε πάρει στραβά. Μια και δυο, πιάνει ένα βράδυ τον πατέρα του:

-        Ρε συ πατέρα, δεν πάει άλλο. Έχουμε στενάξει στο ξεροκόμματο και στο φασόλι. Κάνουμε μια δουλειά;
-        Τι δουλειά, ρε Giuseppe;
-        Να, έλεγα μήπως δανειζόμουνα ένα απ’ αυτά τα τουφέκια που φτιάχνεις για να μπαρκάρω μούτσος στο πλοίο του Don Lorenzo που σαλπάρει μεθαύριο για το Λεπάντο, τη Μεθώνη και το Βίτυλο.
-        Και τι το θες το όπλο; Να βαράς τις τσιπούρες;
-        Να το μοστράρω στους Ρωμιούς κλέφτες κι αρματολούς, ρε πατέρα, που τελευταία βαράνε τους Τούρκους όπου τους βρούνε, τι άλλο; Hello?
-        Και δεν έχουνε δικά τους τουφέκια οι Ρωμιοί;
-        Μπα, αυτοί με τα γιαταγάνια και τα χατζάρια πολεμάνε ακόμα. Εκ του σύνεγγυς, που θα διαβάζουμε και σε λίγα χρόνια. Για μακριά έχουνε τ’ αγκωνάρια και τις σφεντόνες.
-        Ξέρω ‘γώ, ρε Giuseppe… Τέλος πάντων, πάρε τούτο δω που το ‘χω φρεσκοφτιαγμένο, αλλά πού ‘σαι; να το προσέχεις μη σου πάρει ο διάολος τον πατέρα!
-        Καλά, καλά…

Πράγματι, τρεις βδομάδες μετά ο Giuseppe, έχοντας σκάσει στη γαλέτα και το βρομόνερο –και στο ξερατό, φυσικά μιας κι ο Don Lorenzo το ‘τσουζε και πήγαινε το διάκι μια από δω και μια από κει σαν κουπί– πάτησε πόδι στο Βίτυλο, στην έξω Μάνη, κάτω από τη Τζίμοβα, που αργότερα θα την έλεγαν Αρεόπολη. “Take me to your leader”, είπε στα βενετσιάνικα στους τοπικούς, για να οδηγηθεί λίγο αργότερα στον Μαυρομιχάλη μπέη υπηρεσίας.

Με τα πολλά, άρεσε στον μπέη και στα παλληκάρια του το μαραφέτι που τους έδειξε ο μικρός –που δείξε-δείξε πώς βαράει όμως κόντεψε να κουφαθεί μιας και το ρημάδι ήτανε βαρύ και τους το στήριζε στον ώμο του για να πυροβολάνε ο ένας μετά τον άλλο– και ο μπέης έδωσε μια προκαταβολή κι έβαλε μια καλή παραγγελία για καμιά πενηνταριά από δαύτα, σε τιμή χονδρικής, «για τον αγώνα εναντίον του αλλόθρησκου κατακτητού, αντιλαμβάνεσθε», άσχετο αν στο νου του είχε ν’ αλλάξει τον αδόξαστο στη φαμελιά του άλλου Νυκλιανού, του Γρηγοράκη, που τους είχε αλαλιάσει τους Μαυρομιχαλαίους στις χωσιές και ποιος τους χέζει τους Τουρκαλάδες που δεν μας πολυζορίζουνε κιόλας τελευταία, εδώ που τα λέμε.

-        Και πώς σε λένε, ρε μπαγασάκο εσένα, για να σε βρούμε αν χρειαστούμε κι άλλα απ’ αυτά; Γιατί βλέπω στο ημερολόγιό μου ένα φασαριόζικο event για τις 25 Μαρτίου τού ’21 του άλλου αιώνα κι έχω ήδη απαντήσει “maybe”;
-        Giuseppe.
-        Και στο επώνυμο;
-        Carlo. Να το γράφει κι εδώ, με σκαλισμένα γράμματα, στη μπάντα του όπλου: Carlo και υιοί. Carlo e figli, Venezia.
-        Πώς το ‘πε, ρε σεις; Ο μπέης ήταν λιγάκι περήφανος στ’ αυτιά, δεν φόραγε και τα γυαλιά του τις καθημερινές…
-        Καρλοεφίλι, μπέη μου. Καρλοεφίλι.
-        Α, μάλιστα, έκανε πως άκουσε ο Μαυρομιχάλης. Εντάξει, ρε απατεώνα μακαρονά. Με ρίχνεις στην τιμή, αλλά αν χρειαστούμε κι άλλα απ’ αυτά τα, πώς τα ‘πατε ρε σεις; καριοφίλια; θα σου γράψουμε στη Βενετιά να μας στείλεις. Στο κόστος όμως! Capisce?

Και κάπως έτσι έφτασε στην Ελλάδα το όπλο που κέρδισε την επανάσταση. Αλλά αυτό βέβαια το ξέρατε…

ΒΧ

7/8/12

Το πολύ το τάκα τάκα…


Πριν λίγες μέρες, είχα γράψει σχετικά στο Facebook, συνοδεύοντας μάλιστα το κείμενο με την παρακάτω επεξηγηματική φωτογραφία, για της ανάρτησης το ασφαλές. Επειδή όμως, όπως εύστοχα, αν όχι επικριτικά, επεσήμανε και η αγαπητή μου Μ., «ο ενεργός πολίτης πρέπει να είναι ενεργός και όχι απλώς παρατηρητής», είπα να ασχοληθώ με το θέμα λίγο περισσότερο.



Πρώτα, το σχόλιο στο Facebook, για σας στα πίσω θρανία που πάλι δεν προσέχατε στην παράδοση:

“Χτες στο κοσμοπολίτικο Καβούρι. Η πινακίδα του Δήμου Βουλιαγμένης γράφει: «Απαγορεύεται το παιχνίδι με ρακέτες λόγω ηχορύπανσης – κατοικημένη περιοχή». Στην προσπάθεια δε να κερδίσει και λίγο από τον τσαμπουκά που έχασε μετά την παραίτηση του δήμαρχου Κασιδόκωστα, για λόγους υγείας, ο Δήμος των 5 Β αναφέρει και τον αριθμό της σχετικής απόφασης.

Ο νεοέλληνας αγριορωμιός όμως, με τον χιλιοτραγουδισμένο ανυπότακτο τράχηλο, ο οποίος αποφασίζει μόνος του ποιους νόμους θα τηρεί και ποιους όχι, τα γράφει όλα αυτά στα όλο και ευκολότερα ανασυρόμενα από την αφάνεια του βρομερού του σώβρακου αναπαραγωγικά του όργανα και, για 12 τουλάχιστον ώρες κάθε μέρα, προσπαθεί, μ’ έναν αξιοθαύμαστο ενθουσιασμό που σχεδόν καταφέρνει να αντισταθμίσει την απόλυτη έλλειψη τεχνικής, κοπανώντας μ’ ένα στρογγυλό, πλακέ σανίδι ένα μουσκεμένο, φαλακρό μπαλάκι, να σπάσει τα μούτρα τού απέναντί του – και να ακρωτηριάσει πατώντας όσους λουομένους (πάντα μ’ άρεσε αυτή η λέξη, ειδικά όταν συνοδεύεται από το «φιλήσυχους») είχαν την ατυχία να επιλέξουν το δικό του τερέν για το μπάνιο τους και τώρα προσπαθούν να προστατευτούν, βιάζοντας τον ήλιο να πέσει με αυτό το αμετακίνητο, απλανές βλέμμα κάποιου που έχει συνηθίσει να ζει στο πετσί του καθημερινά την απογοήτευση της νεοελληνικής πραγματικότητας του σήμερα.

ΥΓ Δεν θα πρέπει να ‘χω ξαναγράψει μεγαλύτερη πρόταση. Να μια συντομότερη: ο νεοέλληνας ό,τι δεν κάνει αντικανονικά το κάνει αντικοινωνικά. Ναι, το έχω ξαναπεί αυτό, αλλά ανάποδα”.

Την άλλη μέρα λοιπόν ξεκίνησα να βρω τη Δημοτική Αστυνομία του Δήμου των 5 Β.

Μια παρένθεση εδώ. Στο πιο στενό μέρος του κεντρικού δρόμου της Βούλας, ενός από τα Β –και πάνω ακριβώς σε διάβαση πεζών–, άρχοντας έχει παρατήσει τη BMW του με αναμμένα τα φλας, μιας και αυτό προφανώς κάνει κάθε παράνομα παρατημένο αυτοκίνητο αόρατο στα μάτια των οργάνων της τάξης, με αποτέλεσμα να κλείνει σχεδόν όλον τον δρόμο και τη διάβαση, φυσικά.
Την ίδια στιγμή, δέκα μέτρα πιο κει, και πολλά λέω, απολαμβάνουν τον φραπέ τους τέσσερις αστυνομικοί της Ομάδας ΔΙ.ΑΣ, έχοντας παρατήσει αυτοί τις δικές τους μοτοσικλέτες πάνω στο πεζοδρόμιο. 

Ως ενεργός λοιπόν πολίτης και όχι απλώς παρατηρητής, περνώντας κατεβάζω το παράθυρο για να πω: «Συγγνώμη, δεν βλέπετε τι γίνεται εδώ;» ή κάτι ανάλογο. Τι απάντηση πήρα; «Κι εγώ τι φταίω;» «Κι εγώ τι φταίω!» Που υποθέτω πως είναι ο λιγότερο πολιτισμένος τρόπος τού να πει κανείς στον πραγματικό εργοδότη του: «Δεν είμαι σίγουρος πως έχουμε δικαιοδοσία σε θέματα Τροχαίας». Που δεν είμαι σίγουρος ότι δεν την έχουν.

Και ερωτώ: πόσο δύσκολο είναι για έναν αστυνομικό να περπατήσει δέκα βήματα, όχι παραπάνω, και να συστήσει στον άρχοντα να πάει παρακάτω; Πόσο δύσκολο είναι για έναν αστυνομικό να φροντίσει, πανεύκολα στην περίπτωσή μας, για «την εξασφάλιση (…) της ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης (sic) και τροχαίας»; Να ‘το, το γράφει και η ιστοσελίδα τους, την έχουν τη δικαιοδοσία! Και στην τελική, πόσο δύσκολο είναι για έναν αστυνομικό ν’ αντικαταστήσει, για δευτερόλεπτα βρε αδερφέ, καλαμάκι φραπόγαλου με σφυρίχτρα;

Με μια ακόμα λοιπόν τυπική περίπτωση esprit de lescalier, απ’ αυτές που μου συμβαίνουν όλο και συχνότερα τελευταία, όταν κατάφερα να μπω στο folder Έξυπνες Απαντήσεις σε Ηλίθια Σχόλια στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ήμουν ήδη στη Βουλιαγμένη, όπου και τα γραφεία της Δημοτικής Αστυνομίας του Δήμου των 5 Β – το 5ο είναι τα Βλάχικα, ορίστε.

Η υποαμειβόμενη και αναμφίβολα υπεραπασχολούμενη δημοτική υπάλληλος στην υποδοχή, χωρίς καν να σηκώσει το βλέμμα από ένα smartphone που, για λόγους πρωτοκόλλου φαντάζομαι, κρατούσε οριζόντια, ψέλλισε «πάνω» με αυτόν τον τρόπο που ψελλίζει «πάνω» κάποιος που το ψελλίζει 237 φορές τη μέρα.

«Πάνω», στο τμήμα του δικού μου Β –κάθε Β φαίνεται πως έχει το δικό του γραφείο, μπορεί και τα Βλάχικα–, ο συμπαθής νεαρός αστυνομικός ήξερε το θέμα, αλλά μου σύστησε να περιμένω καλύτερα τον προϊστάμενο. Ο οποίος όταν ήρθε δεν έπεσε βέβαια κι απ’ τα σύννεφα. Για να ακολουθήσει μεταξύ μας ο παρακάτω περίπου διάλογος:

-        Περνάω τακτικά από το Καβούρι και βλέπω πως, παρά την απαγόρευση, δεκάδες παίζουν καθημερινά ρακέτα, και μάλιστα σε ώρες κοινής ησυχίας, τσαλαπατώντας τον κόσμο και χρησιμοποιώντας την απαγορευτική σας πινακίδα για φιλέ.
-        Μάλιστα, το ξέρουμε. Τι να πω; Ότι δεν έχετε δίκιο;
-        Και τι κάνετε γι’ αυτό;
-        Τι θέλετε να κάνουμε;
-        Να φροντίσετε για την εφαρμογή αυτού που ο Δήμος έχει αποφασίσει, τι άλλο;
-        Χίλια δίκια έχετε, αλλά…
-        Τους έχετε προτείνει να πάνε 100 μέτρα πιο κει, που και άπλα έχει και μη οργανωμένη πλαζ είναι;
-        Ναι, αλλά δεν πάνε.
-        Πείτε μου: έχετε το δικαίωμα να πάρετε τα στοιχεία κάποιου απ’ αυτούς;
-        Θεωρητικά, ναι.
-        Το έχετε ποτέ κάνει;
-        Όχι.
-        Γιατί;
-        Γιατί με το που βλέπουν το αυτοκίνητό μας, παρατάνε τις ρακέτες και μπαίνουν στη θάλασσα.
-        Έχετε ποτέ μπουζουριάσει κανέναν; Για διατάραξη κοινής ησυχίας, ας πούμε; Γιατί αυτό το συνεχές τάκα-τάκα μεσημεριάτικα θα πρέπει να τρελαίνει τους ανθρώπους που ζουν ακριβώς απέναντι.
-        Όχι.
-        Έχετε το δικαίωμα να το κάνετε;
-        Θεωρητικά, ναι.
-        Τι σημαίνει αυτό;
-        Πως όταν εμείς είμαστε δύο και αυτοί είκοσι δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά, έτσι δεν είναι;

Μάλιστα… Τι να πεις; Πέρα από το να διαπιστώσεις ένα ακόμα θλιβερό δείγμα, αν χρειαζόταν κι άλλο, του ότι η χώρα καθημερινά ξεφτίζει στις ραφές, αποσυντίθεται, σκουριάζει…

Φεύγοντας σύστησα στους ευγενέστατους, παρ’ όλα αυτά, δημοτικούς αστυνομικούς, μιας και αδυνατούν να εφαρμόσουν την απόφαση του δικού τους Δήμου, να ζητήσουν να κατεβούν οι απαγορευτικές πινακίδες. Γιατί όταν ο κόσμος δεν γελάει με τη γραφικότητα, για να μη πω ανικανότητα, της Δημοτικής Αστυνομίας, εξοργίζεται με την αδιαφορία της. Και με την αδιάλειπτη αφοσίωσή της φυσικά στο να κάνει εύκολα πράγματα και ανώδυνα. Όπως το να κόβει ανόητες κλήσεις για ελάχιστα καθυστερημένο παρκάρισμα, λόγου χάρη.

Ας κατεβάσουν λοιπόν τις πινακίδες κι ας αφήσουν τον καθέναν από μας να βρίσκει το δίκιο του όπως αυτός νομίζει καλύτερα. Με παρακάλια, με βρισιές, με μπουνιές, με σιδερολοστούς, με δίκανα… Όπως άλλωστε γίνεται σ’ όλη τη χώρα, χρόνια τώρα. Γιατί, όπως λέει και ο φίλος Νικόλας Κ. που, ως έγκριτος νομικός, καθημερινά ζει περιστατικά πολύ σοβαρότερα απ’ αυτό, «σ’ αυτή εδώ τη χώρα, αν δεν διεκδικήσει κανείς τον ζωτικό του χώρο, ελάχιστοι έχουν την αβρότητα να τον σεβαστούν».

Δεν θα κουραστώ να το γράφω: ό,τι ο νεοέλληνας δεν κάνει αντικανονικά
το κάνει αντικοινωνικά

Και να η λέξη-κλειδί που χρειαζόμουν για τούτο δω το μακροσκελές, δυσκίνητο post. Αβρότητα! Μια ακόμα άγνωστη λέξη για τον νεοέλληνα αγριορωμιό. Μια απλή, ανώδυνη ιδιότητα με την οποία μια φορά κι έναν καιρό «βγαίναμε» από τα σπίτια μας. Ένα δείγμα ετικέτας, αν όχι ανατροφής, που χάθηκε κι αυτό μέσα στο λασπωμένο μαγκρεμπικό souk στο οποίο μεταμόρφωσαν τον τόπο οι δεκαετίες της κοινωνικής ισοπέδωσης και του πλασματικά ανέξοδου, εύκολου νεοπλουτισμού. Μια αρετή την οποία διακρίνουμε πια μόνο στο χειροφίλημα του Γιώργου Γαβριηλίδη στη Μπεάτα Ασημακοπούλου. Ή στα βιβλία του Ζαμπούνη…

Και μιας και ο ιδρώτας, παρά τα κλιματιστικά και τους ανεμιστήρες, μου δροσίζει ήδη τα πλευρά και τον κόκκυγα, λέω να τελειώσω μ’ ένα σχόλιο της φίλης Πόπης Π. από την «ερωτική Σαλαμίνα», το οποίο, αν δεν εθελοτυφλούμε εθνικιστικά, θα δούμε πως έχει καθημερινά άπειρες εφαρμογές και το οποίο φυσικά με βρίσκει σύμφωνο.

«Όμως οι Έλληνες είμαστε κάφροι και δεν μπορούμε, δεν θέλουμε, αρνιόμαστε να το καταλάβουμε. Γιατί ο δρόμος των προγόνων μας είναι ο δύσκολος. Προτιμάμε  λοιπόν τα εύκολα, το φταίξιμο των άλλων. Γιατί, πολύ απλά, ζούμε στην παρακμή και στην ημιμάθεια. Σε αυτή τη δύσκολη εποχή που ζούμε, που ανακατεύεται, που μπερδεύεται η αγάπη για την πατρίδα, η αρετή, η δικαιοσύνη, το σωστό με το λάθος, οφείλουμε να κοιτάμε πίσω. Εκεί που γεννήθηκαν οι υψηλές αξίες. Και να τις διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού γιατί είναι το μάτι μας μέσα στο σκοτάδι που έρχεται με γεωμετρική πρόοδο στη ζωή μας»…

ΒΧ