7/9/12

Tommy who?


Ο κόσμος μας θα ‘ταν πολύ καλύτερος αν ο Thomas Midgley Jr είχε παραμείνει μηχανικός. Του ‘ρθε όμως να καταπιαστεί με τη Χημεία και τις βιομηχανικές της εφαρμογές και τώρα τραβιόμαστε. Θέλετε να μάθετε πώς, πότε και χάρη σε ποιον ηλίθιο, το θανάσιμο αυτό δηλητήριο μπήκε στη ζωή μας; Βάλτε στο ποτήρι το δικό σας αγαπημένο «δηλητήριο»… and read on.

Είστε ακόμα εδώ; Ωραία. Το 1921 λοιπόν, δουλεύοντας για την General Motors, ο 22χρονος Tommy είπε να πειραματιστεί με τον τετρα-αίθυλο μόλυβδο (tetra-ethyl lead, ή lead tetra-ethyl, αν προτιμάτε) και ανακάλυψε πως τούτη εδώ η ένωση μείωνε δραστικά την προανάφλεξη (τα «πειράκια») στους πρωτόγονους βενζινοκινητήρες της εποχής.

O Tommy, το καμάρι μας!
Αρκετά χρόνια αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’40, ένας τελειόφοιτος γεωλόγος στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, με το όνομα Clair Cameron Patterson, πειραματιζόταν με ισότοπα του μολύβδου στην προσπάθειά του να προσδιορίσει την ηλικία της Γης. Τώρα πώς η ηλικία της Γης προκύπτει από τον μόλυβδο ή τα ισότοπά του ένας θεός ξέρει. Κι αν… Τέλος πάντων. Όλα λοιπόν τα δείγματα με τα οποία δούλευε ο Patterson αποδεικνύονταν μέχρι και πάνω από 200(!) φορές πιο μολυσμένα με μόλυβδο απ’ όσο θα περίμενε να είναι. Και θα περνούσαν πολλά χρόνια πριν συνειδητοποιήσει πως όλα αυτά οφείλονταν στον Midgley.

Πάντως, ακόμα και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ήταν συνηθισμένο καταναλωτικά προϊόντα να περιέχουν μόλυβδο. Κονσέρβες σφραγίζονταν με μόλυβδο, πόσιμο νερό αποθηκευόταν σε δοχεία από μόλυβδο, φρούτα και λαχανικά ψεκάζονταν με εντομοκτόνα βασισμένα στον μόλυβδο, σωληνάρια οδοντόκρεμας περιείχαν μόλυβδο, ακόμα και παιχνίδια φτιάχνονταν από μόλυβδο – ποιος δεν θυμάται το «Μολυβένιο Στρατιωτάκι»;

Όμως, ο μόλυβδος είναι νευροτοξίνη που μπορεί να προσβάλει ανεπανόρθωτα τον εγκέφαλο και το νευρικό σύστημα. Και όπως σήμερα γνωρίζουμε, καρκίνος, τύφλωση, νεφρική ανεπάρκεια, παράλυση και θανάσιμες παραισθήσεις αποδίδονται στην υπερβολική έκθεση στον μόλυβδο. Λέγεται μάλιστα πως το ότι οι περισσότεροι Ρωμαίοι αυτοκράτορες κατέληγαν να καίνε τη Ρώμη συνοδεία λύρας ή να κάνουν τα άλογά τους συγκλητικούς οφείλεται στα ποτήρια από μόλυβδο που χρησιμοποιούσαν. Και να πώς έπεσε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία!

Δεν τα ‘ξεραν όμως όλα αυτά οι επιστήμονες; Αν τα ‘ξεραν λέει! Όλοι. Εκτός ίσως απ’ τον ίδιο τον Midgley. Εκτός κι αν έκανε τον τρελό. Ή ήταν, που είναι και το πιθανότερο. Γιατί, το 1924, σε μια συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε για να δείξει πόσο ασφαλής ήταν ο τετρα-αίθυλος μόλυβδος –TEL ή (CH3CH2)4Pb για όσους δεν έχουν άλλα ενδιαφέροντα ή ζωή– μούλιασε τα χέρια του σ’ αυτό το ζουμί και μετά έβαλε και το ίδιο το μπουκάλι κάτω από τη μύτη του εισπνέοντας για ένα ολόκληρο λεπτό τις δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις διαβεβαιώνοντας τους άναυδους ρεπόρτερ πως θα μπορούσε μάλιστα να το κάνει αυτό κάθε μέρα χωρίς κανένα πρόβλημα! Λίγο αργότερα βέβαια εθεάθη στη Florida όπου έμεινε κάνα χρόνο μπας και καθαρίσουν τα πνεμόνια του, αλλά αυτό αποσιωπήθηκε δεόντως.

Όμως, η παραγωγή μολύβδου άφηνε τρελά λεφτά στις αμερικανικές βιομηχανίες. Άσε που ο άτιμος ο μόλυβδος μείωνε πράγματι την προανάφλεξη. Έτσι, το 1923, η GM, η Standard Oil (S.O./Esso) και η DuPont ίδρυσαν την Ethyl Gasoline Corporation Ethyl, για συντομία– με σκοπό να παράγουν όσο τετρα-αίθυλο μόλυβδο τράβαγε η ψυχή τους. Που ήταν βέβαια πάρα πολύς. Η εταιρεία ονόμασε το πρόσθετο, που από την 1η Φεβρουαρίου του 1923 άρχισε να ξερνάει με τους τόνους, απλώς “ethyl” – που ακούγεται πολύ πιο φιλικό και λιγότερο τοξικό βέβαια από το “lead”.



 Αμέσως, πολλοί εργαζόμενοι στην Ethyl άρχισαν να παρουσιάζουν συμπτώματα όπως αυτά που αναφέραμε νωρίτερα. Το ίδιο αμέσως, η Ethyl αποδύθηκε στην πολιτική τής διάψευσης που θα ακολουθούσε επί δεκαετίες. Όπως γράφει η Sharon Bertsch McGrayne στην ιστορία της για τη Βιομηχανική Χημεία, “Prometheans in the Lab, όταν μερικοί εργάτες παρουσίασαν σοβαρές παραισθήσεις ο εκπρόσωπος Τύπου της εταιρείας το απέδωσε στο ότι εργάζονταν πολύ σκληρά! Τα χρόνια που θα ακολουθούσαν, εκατοντάδες «εργαζόμενοι πολύ σκληρά» στην Ethyl έχασαν τη ζωή τους, ενώ περισσότεροι έμειναν με σοβαρά κουσούρια.  

Κεφάτος και ορεξάτος εν τω μεταξύ από την επιτυχία του και με μια απόκοσμη έφεση προς τον όλεθρο, ο Midgley εφεύρε στη συνέχεια την άλλη μεγάλη πληγή του 20ου αιώνα: τους χλωροφθοράνθρακες ή CFCs. Κι εδώ που τα λέμε, δεν θα μου προξενούσε καμία έκπληξη αν μάθαινα πως η σκλήρυνση κατά πλάκας ή το AIDS οφείλονται κι αυτά σε κάποια μαλακία του Tommy στο εργαστήριο.

Δυστυχώς, ο Midgley δεν έζησε αρκετά για να δει τις ζημιές που προξένησε στον κόσμο. Πέθανε νωρίς. Πώς; Ο Bill Bryson, στο “A Short History of Nearly Everything” χαρακτηρίζει τις συνθήκες του θανάτου τού Midgley «αλησμόνητα ασυνήθιστες». Έχοντας προσβληθεί από πολιομυελίτιδα (το αντίθετο θα ‘ταν έκπληξη!), σχεδίασε ένα πολύπλοκο μηχανικό κρεβάτι, που παρόμοιά του χρησιμοποιούνται και σήμερα, για να πνιγεί με τα ίδια του τα σύρματα το 1944.

Πάμε τώρα στον Clair Cameron Patterson της δεύτερης παραγράφου που νομίζατε πως τον είχα ξεχάσει. Ο Patterson λοιπόν, έχοντας προσδιορίσει –το 1953– την ηλικία της Γης στα 4.550 εκατομμύρια χρόνια (εντάξει, συν πλην 70 εκατομμύρια, δεν χάλασε κι ο κόσμος), αριθμός που θεωρείται απόλυτα αποδεκτός ακόμα και σήμερα 60 χρόνια αργότερα, έστρεψε την προσοχή του στο μόλυβδο. Γιατί; Διότι είχε δει πως η ατμόσφαιρα τελευταία περιείχε αφύσικα πολύ μόλυβδο κι ο περισσότερος έδειχνε να προέρχεται από τα αυτοκίνητα. Έπρεπε τώρα να βρει τρόπο να συγκρίνει τα επίπεδα του μολύβδου στην ατμόσφαιρα τη δεκαετία του ’50 με εκείνα πριν από το 1923 για να μπορέσει να στηρίξει τη θεωρία του.

Clair Cameron Patterson
Βρήκε την απάντηση… στη Γροιλανδία. Ερευνώντας τη συγκέντρωση μολύβδου στα απόλυτα διακριτά ετήσια στρώματα του χιονιού που πέφτει εκεί και παγώνει κάθε χειμώνα, ανακάλυψε πως ενώ πριν από το 1923 δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου μόλυβδος στο παγωμένο χιόνι, από εκείνη τη χρονιά και μετά η αύξησή του ήταν σταθερή και ραγδαία. Έκανε λοιπόν σκοπό της ζωής του να βγάλει τον μόλυβδο από τη βενζίνη βάζοντάς τα στην πορεία με όλους όσοι εμπλέκονταν στην παραγωγή του.

Ποτέ άλλοτε στην ιστορία επιστήμονας δεν αντιμετώπισε τόσο έντονο πόλεμο από παντού. Όχι μόνο από την Ethyl, αλλά και από το ίδιο το κράτος! Ακόμα κι από ανθρώπους του σιναφιού του. Η Ethyl, βλέπετε, ήταν μια πανίσχυρη και παγκόσμια επιχείρηση με πολλά λεφτά και πλοκάμια παντού. Μέρα με τη μέρα, ο Patterson έβλεπε πόρτες να βροντάνε στα μούτρα του, πόρους να αποσύρονται, επιχορηγήσεις να καταργούνται, συμβόλαια να ακυρώνονται… Ακόμα κι η ίδια του η ζωή έφτασε να απειλείται και απορώ που κανείς δεν την έχει κάνει ακόμα κινηματογραφικό έργο. Δεν έκανε όμως πίσω και οι προσπάθειές του οδήγησαν σε σημαντικές αλλαγές –το 1973– στο Clean Air Act, στον νόμο δηλαδή για την καθαρότητα της ατμόσφαιρας, και τελικά στην οριστική κατάργηση, στις ΗΠΑ, της βενζίνης με μόλυβδο το 1986.

Ως εκ θαύματος, το επίπεδο του μολύβδου στο αίμα των Αμερικανών μειώθηκε μέχρι και 80%. Αλλά δεν είναι μόνο τα διαμάντια παντοτινά, είναι και ο μόλυβδος. Με συνέπεια να έχουμε σήμερα 600 φορές περισσότερο μόλυβδο μέσα μας απ’ όσο είχαν οι παππούδες μας πριν από μόλις 100 χρόνια! Όσο για τον μόλυβδο στην ατμόσφαιρα, αυτός συνεχίζει να αυξάνεται κατά περίπου 100.000 τόνους κάθε χρόνο ως αποτέλεσμα κυρίως της μεταλλευτικής βιομηχανίας.

Αλλά και η Ethyl συνεχίζει να υφίσταται, αν και σήμερα ανήκει σε μια εταιρεία με το ανώδυνο όνομα Albemarle. Σύμφωνα με την Sharon McGrayne, ακόμα και μέχρι το 2001 η Ethyl εξακολουθούσε να υποστηρίζει πως «οι έρευνες δεν έχουν καταφέρει να αποδείξουν ότι η μολυβδωμένη βενζίνη αποτελεί απειλή για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον». Ο τετρα-αίθυλος δε μόλυβδος που η Ethyl συνεχίζει να παράγει της αποφέρει, ακόμα και σήμερα, πάνω από 20 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο!

Ο Clair Patterson, μετά από μισό αιώνα αδιάκοπου, ακούραστου, επικίνδυνου και αφιλοκερδούς αγώνα, πέθανε το 1995 ουσιαστικά άγνωστος και χωρίς καμία ηθική ή άλλη ανταμοιβή. Αλλά γιατί να τον θυμόμαστε; Τι έκανε δηλαδή; Βρήκε πόσων ετών είναι η Γη και πέτυχε να βγει ο μόλυβδος από τη βενζίνη. Σιγά τα λάχανα...  

ΒΧ

Βιβλιογραφία
Bill Bryson: A Short History of Nearly Everything
Sharon Bertsch McGrayne: Prometheans in the Lab


σ.σ. Μια μικρότερη έκδοση είχε δημοσιευτεί στο DRIVE πριν πολλά χρόνια, αλλά ποιος τη θυμάται.



2/9/12

Πως κερδήθηκε η επανάσταση του ‘21


Τις κρύες νύχτες του μουσκεμένου βενετσιάνικου χειμώνα του 18ου αιώνα, στα σοκάκια του San Zaccaria, πίσω από τη Basilica di San Marco, λίγες λάμπες έμεναν αναμμένες. Το λάδι κόστιζε και λίγοι είχαν την άνεση ή την ανάγκη να φωτίζουν πια το σκοτάδι.

Βλέπετε, μετά τις πρόσφατες υπερωκεάνιες ανακαλύψεις αυτών των αναθεματισμένων των Ισπανών και των Πορτογάλων, το εμπόριο στη Μεσόγειο είχε αναμενόμενα ατονήσει και η Υπερχιλιετής Δημοκρατία, που τους τελευταίους δυο αιώνες έτσι κι αλλιώς παρήκμαζε, τώρα έπνεε τα λοίσθια. Ο Δόγης και η αυλή του συνέχιζε βέβαια να ζει κιμπάρικα, αλλά οι φτωχότεροι από τους υπηκόους τής Γαληνοτάτης, όσο να ‘ναι, τα ‘βρισκαν πια κομματάκι σκούρα.  

Ωστόσο, ο γερο-Giovanni Carlo, από τους καλύτερους οπλουργούς της Βενετίας, επέμενε να φτιάχνει τα βαριά, εμπροσθογεμή του τουφέκια με τον ίδιο τρόπο: σκαλίζοντας με μαστοριά το περίτεχνο ξύλινο κοντάκι, χαϊδεύοντας με στοργή τον «κόκορα» και γυαλίζοντας με προσοχή τη μακριά κάνη για να ‘ναι όμορφη, αλλά και να μην πολύ-καθρεφτίζει και τον ήλιο τραβώντας τα εχθρικά πυρά. Ένα τη βδομάδα, μέρα με τη μέρα, χρόνια τώρα, με τη ζήτηση όμως να πέφτει διαρκώς μιας κι ό,τι σαματάδες έκανε πια το ναυτικό του Δόγη ήταν εκ του ασφαλούς. Με λουμπάρδες, από μακριά κι αγαπημένοι.  

Μεροδούλι μεροφάι λοιπόν, αλλά ο γερο-Carlo και οι δυο γιοί του (η μάνα τους είχε πεθάνει στη γέννα του μικρού) είχαν γίνει σαν τον όσιο Ονούφριο. Ο μικρός ακόμα γκομένιζε, αλλά ο μεγάλος, που ‘ταν κι ο πιο καπάτσος, το ‘χε πάρει στραβά. Μια και δυο, πιάνει ένα βράδυ τον πατέρα του:

-        Ρε συ πατέρα, δεν πάει άλλο. Έχουμε στενάξει στο ξεροκόμματο και στο φασόλι. Κάνουμε μια δουλειά;
-        Τι δουλειά, ρε Giuseppe;
-        Να, έλεγα μήπως δανειζόμουνα ένα απ’ αυτά τα τουφέκια που φτιάχνεις για να μπαρκάρω μούτσος στο πλοίο του Don Lorenzo που σαλπάρει μεθαύριο για το Λεπάντο, τη Μεθώνη και το Βίτυλο.
-        Και τι το θες το όπλο; Να βαράς τις τσιπούρες;
-        Να το μοστράρω στους Ρωμιούς κλέφτες κι αρματολούς, ρε πατέρα, που τελευταία βαράνε τους Τούρκους όπου τους βρούνε, τι άλλο; Hello?
-        Και δεν έχουνε δικά τους τουφέκια οι Ρωμιοί;
-        Μπα, αυτοί με τα γιαταγάνια και τα χατζάρια πολεμάνε ακόμα. Εκ του σύνεγγυς, που θα διαβάζουμε και σε λίγα χρόνια. Για μακριά έχουνε τ’ αγκωνάρια και τις σφεντόνες.
-        Ξέρω ‘γώ, ρε Giuseppe… Τέλος πάντων, πάρε τούτο δω που το ‘χω φρεσκοφτιαγμένο, αλλά πού ‘σαι; να το προσέχεις μη σου πάρει ο διάολος τον πατέρα!
-        Καλά, καλά…

Πράγματι, τρεις βδομάδες μετά ο Giuseppe, έχοντας σκάσει στη γαλέτα και το βρομόνερο –και στο ξερατό, φυσικά μιας κι ο Don Lorenzo το ‘τσουζε και πήγαινε το διάκι μια από δω και μια από κει σαν κουπί– πάτησε πόδι στο Βίτυλο, στην έξω Μάνη, κάτω από τη Τζίμοβα, που αργότερα θα την έλεγαν Αρεόπολη. “Take me to your leader”, είπε στα βενετσιάνικα στους τοπικούς, για να οδηγηθεί λίγο αργότερα στον Μαυρομιχάλη μπέη υπηρεσίας.

Με τα πολλά, άρεσε στον μπέη και στα παλληκάρια του το μαραφέτι που τους έδειξε ο μικρός –που δείξε-δείξε πώς βαράει όμως κόντεψε να κουφαθεί μιας και το ρημάδι ήτανε βαρύ και τους το στήριζε στον ώμο του για να πυροβολάνε ο ένας μετά τον άλλο– και ο μπέης έδωσε μια προκαταβολή κι έβαλε μια καλή παραγγελία για καμιά πενηνταριά από δαύτα, σε τιμή χονδρικής, «για τον αγώνα εναντίον του αλλόθρησκου κατακτητού, αντιλαμβάνεσθε», άσχετο αν στο νου του είχε ν’ αλλάξει τον αδόξαστο στη φαμελιά του άλλου Νυκλιανού, του Γρηγοράκη, που τους είχε αλαλιάσει τους Μαυρομιχαλαίους στις χωσιές και ποιος τους χέζει τους Τουρκαλάδες που δεν μας πολυζορίζουνε κιόλας τελευταία, εδώ που τα λέμε.

-        Και πώς σε λένε, ρε μπαγασάκο εσένα, για να σε βρούμε αν χρειαστούμε κι άλλα απ’ αυτά; Γιατί βλέπω στο ημερολόγιό μου ένα φασαριόζικο event για τις 25 Μαρτίου τού ’21 του άλλου αιώνα κι έχω ήδη απαντήσει “maybe”;
-        Giuseppe.
-        Και στο επώνυμο;
-        Carlo. Να το γράφει κι εδώ, με σκαλισμένα γράμματα, στη μπάντα του όπλου: Carlo και υιοί. Carlo e figli, Venezia.
-        Πώς το ‘πε, ρε σεις; Ο μπέης ήταν λιγάκι περήφανος στ’ αυτιά, δεν φόραγε και τα γυαλιά του τις καθημερινές…
-        Καρλοεφίλι, μπέη μου. Καρλοεφίλι.
-        Α, μάλιστα, έκανε πως άκουσε ο Μαυρομιχάλης. Εντάξει, ρε απατεώνα μακαρονά. Με ρίχνεις στην τιμή, αλλά αν χρειαστούμε κι άλλα απ’ αυτά τα, πώς τα ‘πατε ρε σεις; καριοφίλια; θα σου γράψουμε στη Βενετιά να μας στείλεις. Στο κόστος όμως! Capisce?

Και κάπως έτσι έφτασε στην Ελλάδα το όπλο που κέρδισε την επανάσταση. Αλλά αυτό βέβαια το ξέρατε…

ΒΧ

7/8/12

Το πολύ το τάκα τάκα…


Πριν λίγες μέρες, είχα γράψει σχετικά στο Facebook, συνοδεύοντας μάλιστα το κείμενο με την παρακάτω επεξηγηματική φωτογραφία, για της ανάρτησης το ασφαλές. Επειδή όμως, όπως εύστοχα, αν όχι επικριτικά, επεσήμανε και η αγαπητή μου Μ., «ο ενεργός πολίτης πρέπει να είναι ενεργός και όχι απλώς παρατηρητής», είπα να ασχοληθώ με το θέμα λίγο περισσότερο.



Πρώτα, το σχόλιο στο Facebook, για σας στα πίσω θρανία που πάλι δεν προσέχατε στην παράδοση:

“Χτες στο κοσμοπολίτικο Καβούρι. Η πινακίδα του Δήμου Βουλιαγμένης γράφει: «Απαγορεύεται το παιχνίδι με ρακέτες λόγω ηχορύπανσης – κατοικημένη περιοχή». Στην προσπάθεια δε να κερδίσει και λίγο από τον τσαμπουκά που έχασε μετά την παραίτηση του δήμαρχου Κασιδόκωστα, για λόγους υγείας, ο Δήμος των 5 Β αναφέρει και τον αριθμό της σχετικής απόφασης.

Ο νεοέλληνας αγριορωμιός όμως, με τον χιλιοτραγουδισμένο ανυπότακτο τράχηλο, ο οποίος αποφασίζει μόνος του ποιους νόμους θα τηρεί και ποιους όχι, τα γράφει όλα αυτά στα όλο και ευκολότερα ανασυρόμενα από την αφάνεια του βρομερού του σώβρακου αναπαραγωγικά του όργανα και, για 12 τουλάχιστον ώρες κάθε μέρα, προσπαθεί, μ’ έναν αξιοθαύμαστο ενθουσιασμό που σχεδόν καταφέρνει να αντισταθμίσει την απόλυτη έλλειψη τεχνικής, κοπανώντας μ’ ένα στρογγυλό, πλακέ σανίδι ένα μουσκεμένο, φαλακρό μπαλάκι, να σπάσει τα μούτρα τού απέναντί του – και να ακρωτηριάσει πατώντας όσους λουομένους (πάντα μ’ άρεσε αυτή η λέξη, ειδικά όταν συνοδεύεται από το «φιλήσυχους») είχαν την ατυχία να επιλέξουν το δικό του τερέν για το μπάνιο τους και τώρα προσπαθούν να προστατευτούν, βιάζοντας τον ήλιο να πέσει με αυτό το αμετακίνητο, απλανές βλέμμα κάποιου που έχει συνηθίσει να ζει στο πετσί του καθημερινά την απογοήτευση της νεοελληνικής πραγματικότητας του σήμερα.

ΥΓ Δεν θα πρέπει να ‘χω ξαναγράψει μεγαλύτερη πρόταση. Να μια συντομότερη: ο νεοέλληνας ό,τι δεν κάνει αντικανονικά το κάνει αντικοινωνικά. Ναι, το έχω ξαναπεί αυτό, αλλά ανάποδα”.

Την άλλη μέρα λοιπόν ξεκίνησα να βρω τη Δημοτική Αστυνομία του Δήμου των 5 Β.

Μια παρένθεση εδώ. Στο πιο στενό μέρος του κεντρικού δρόμου της Βούλας, ενός από τα Β –και πάνω ακριβώς σε διάβαση πεζών–, άρχοντας έχει παρατήσει τη BMW του με αναμμένα τα φλας, μιας και αυτό προφανώς κάνει κάθε παράνομα παρατημένο αυτοκίνητο αόρατο στα μάτια των οργάνων της τάξης, με αποτέλεσμα να κλείνει σχεδόν όλον τον δρόμο και τη διάβαση, φυσικά.
Την ίδια στιγμή, δέκα μέτρα πιο κει, και πολλά λέω, απολαμβάνουν τον φραπέ τους τέσσερις αστυνομικοί της Ομάδας ΔΙ.ΑΣ, έχοντας παρατήσει αυτοί τις δικές τους μοτοσικλέτες πάνω στο πεζοδρόμιο. 

Ως ενεργός λοιπόν πολίτης και όχι απλώς παρατηρητής, περνώντας κατεβάζω το παράθυρο για να πω: «Συγγνώμη, δεν βλέπετε τι γίνεται εδώ;» ή κάτι ανάλογο. Τι απάντηση πήρα; «Κι εγώ τι φταίω;» «Κι εγώ τι φταίω!» Που υποθέτω πως είναι ο λιγότερο πολιτισμένος τρόπος τού να πει κανείς στον πραγματικό εργοδότη του: «Δεν είμαι σίγουρος πως έχουμε δικαιοδοσία σε θέματα Τροχαίας». Που δεν είμαι σίγουρος ότι δεν την έχουν.

Και ερωτώ: πόσο δύσκολο είναι για έναν αστυνομικό να περπατήσει δέκα βήματα, όχι παραπάνω, και να συστήσει στον άρχοντα να πάει παρακάτω; Πόσο δύσκολο είναι για έναν αστυνομικό να φροντίσει, πανεύκολα στην περίπτωσή μας, για «την εξασφάλιση (…) της ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης (sic) και τροχαίας»; Να ‘το, το γράφει και η ιστοσελίδα τους, την έχουν τη δικαιοδοσία! Και στην τελική, πόσο δύσκολο είναι για έναν αστυνομικό ν’ αντικαταστήσει, για δευτερόλεπτα βρε αδερφέ, καλαμάκι φραπόγαλου με σφυρίχτρα;

Με μια ακόμα λοιπόν τυπική περίπτωση esprit de lescalier, απ’ αυτές που μου συμβαίνουν όλο και συχνότερα τελευταία, όταν κατάφερα να μπω στο folder Έξυπνες Απαντήσεις σε Ηλίθια Σχόλια στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ήμουν ήδη στη Βουλιαγμένη, όπου και τα γραφεία της Δημοτικής Αστυνομίας του Δήμου των 5 Β – το 5ο είναι τα Βλάχικα, ορίστε.

Η υποαμειβόμενη και αναμφίβολα υπεραπασχολούμενη δημοτική υπάλληλος στην υποδοχή, χωρίς καν να σηκώσει το βλέμμα από ένα smartphone που, για λόγους πρωτοκόλλου φαντάζομαι, κρατούσε οριζόντια, ψέλλισε «πάνω» με αυτόν τον τρόπο που ψελλίζει «πάνω» κάποιος που το ψελλίζει 237 φορές τη μέρα.

«Πάνω», στο τμήμα του δικού μου Β –κάθε Β φαίνεται πως έχει το δικό του γραφείο, μπορεί και τα Βλάχικα–, ο συμπαθής νεαρός αστυνομικός ήξερε το θέμα, αλλά μου σύστησε να περιμένω καλύτερα τον προϊστάμενο. Ο οποίος όταν ήρθε δεν έπεσε βέβαια κι απ’ τα σύννεφα. Για να ακολουθήσει μεταξύ μας ο παρακάτω περίπου διάλογος:

-        Περνάω τακτικά από το Καβούρι και βλέπω πως, παρά την απαγόρευση, δεκάδες παίζουν καθημερινά ρακέτα, και μάλιστα σε ώρες κοινής ησυχίας, τσαλαπατώντας τον κόσμο και χρησιμοποιώντας την απαγορευτική σας πινακίδα για φιλέ.
-        Μάλιστα, το ξέρουμε. Τι να πω; Ότι δεν έχετε δίκιο;
-        Και τι κάνετε γι’ αυτό;
-        Τι θέλετε να κάνουμε;
-        Να φροντίσετε για την εφαρμογή αυτού που ο Δήμος έχει αποφασίσει, τι άλλο;
-        Χίλια δίκια έχετε, αλλά…
-        Τους έχετε προτείνει να πάνε 100 μέτρα πιο κει, που και άπλα έχει και μη οργανωμένη πλαζ είναι;
-        Ναι, αλλά δεν πάνε.
-        Πείτε μου: έχετε το δικαίωμα να πάρετε τα στοιχεία κάποιου απ’ αυτούς;
-        Θεωρητικά, ναι.
-        Το έχετε ποτέ κάνει;
-        Όχι.
-        Γιατί;
-        Γιατί με το που βλέπουν το αυτοκίνητό μας, παρατάνε τις ρακέτες και μπαίνουν στη θάλασσα.
-        Έχετε ποτέ μπουζουριάσει κανέναν; Για διατάραξη κοινής ησυχίας, ας πούμε; Γιατί αυτό το συνεχές τάκα-τάκα μεσημεριάτικα θα πρέπει να τρελαίνει τους ανθρώπους που ζουν ακριβώς απέναντι.
-        Όχι.
-        Έχετε το δικαίωμα να το κάνετε;
-        Θεωρητικά, ναι.
-        Τι σημαίνει αυτό;
-        Πως όταν εμείς είμαστε δύο και αυτοί είκοσι δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά, έτσι δεν είναι;

Μάλιστα… Τι να πεις; Πέρα από το να διαπιστώσεις ένα ακόμα θλιβερό δείγμα, αν χρειαζόταν κι άλλο, του ότι η χώρα καθημερινά ξεφτίζει στις ραφές, αποσυντίθεται, σκουριάζει…

Φεύγοντας σύστησα στους ευγενέστατους, παρ’ όλα αυτά, δημοτικούς αστυνομικούς, μιας και αδυνατούν να εφαρμόσουν την απόφαση του δικού τους Δήμου, να ζητήσουν να κατεβούν οι απαγορευτικές πινακίδες. Γιατί όταν ο κόσμος δεν γελάει με τη γραφικότητα, για να μη πω ανικανότητα, της Δημοτικής Αστυνομίας, εξοργίζεται με την αδιαφορία της. Και με την αδιάλειπτη αφοσίωσή της φυσικά στο να κάνει εύκολα πράγματα και ανώδυνα. Όπως το να κόβει ανόητες κλήσεις για ελάχιστα καθυστερημένο παρκάρισμα, λόγου χάρη.

Ας κατεβάσουν λοιπόν τις πινακίδες κι ας αφήσουν τον καθέναν από μας να βρίσκει το δίκιο του όπως αυτός νομίζει καλύτερα. Με παρακάλια, με βρισιές, με μπουνιές, με σιδερολοστούς, με δίκανα… Όπως άλλωστε γίνεται σ’ όλη τη χώρα, χρόνια τώρα. Γιατί, όπως λέει και ο φίλος Νικόλας Κ. που, ως έγκριτος νομικός, καθημερινά ζει περιστατικά πολύ σοβαρότερα απ’ αυτό, «σ’ αυτή εδώ τη χώρα, αν δεν διεκδικήσει κανείς τον ζωτικό του χώρο, ελάχιστοι έχουν την αβρότητα να τον σεβαστούν».

Δεν θα κουραστώ να το γράφω: ό,τι ο νεοέλληνας δεν κάνει αντικανονικά
το κάνει αντικοινωνικά

Και να η λέξη-κλειδί που χρειαζόμουν για τούτο δω το μακροσκελές, δυσκίνητο post. Αβρότητα! Μια ακόμα άγνωστη λέξη για τον νεοέλληνα αγριορωμιό. Μια απλή, ανώδυνη ιδιότητα με την οποία μια φορά κι έναν καιρό «βγαίναμε» από τα σπίτια μας. Ένα δείγμα ετικέτας, αν όχι ανατροφής, που χάθηκε κι αυτό μέσα στο λασπωμένο μαγκρεμπικό souk στο οποίο μεταμόρφωσαν τον τόπο οι δεκαετίες της κοινωνικής ισοπέδωσης και του πλασματικά ανέξοδου, εύκολου νεοπλουτισμού. Μια αρετή την οποία διακρίνουμε πια μόνο στο χειροφίλημα του Γιώργου Γαβριηλίδη στη Μπεάτα Ασημακοπούλου. Ή στα βιβλία του Ζαμπούνη…

Και μιας και ο ιδρώτας, παρά τα κλιματιστικά και τους ανεμιστήρες, μου δροσίζει ήδη τα πλευρά και τον κόκκυγα, λέω να τελειώσω μ’ ένα σχόλιο της φίλης Πόπης Π. από την «ερωτική Σαλαμίνα», το οποίο, αν δεν εθελοτυφλούμε εθνικιστικά, θα δούμε πως έχει καθημερινά άπειρες εφαρμογές και το οποίο φυσικά με βρίσκει σύμφωνο.

«Όμως οι Έλληνες είμαστε κάφροι και δεν μπορούμε, δεν θέλουμε, αρνιόμαστε να το καταλάβουμε. Γιατί ο δρόμος των προγόνων μας είναι ο δύσκολος. Προτιμάμε  λοιπόν τα εύκολα, το φταίξιμο των άλλων. Γιατί, πολύ απλά, ζούμε στην παρακμή και στην ημιμάθεια. Σε αυτή τη δύσκολη εποχή που ζούμε, που ανακατεύεται, που μπερδεύεται η αγάπη για την πατρίδα, η αρετή, η δικαιοσύνη, το σωστό με το λάθος, οφείλουμε να κοιτάμε πίσω. Εκεί που γεννήθηκαν οι υψηλές αξίες. Και να τις διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού γιατί είναι το μάτι μας μέσα στο σκοτάδι που έρχεται με γεωμετρική πρόοδο στη ζωή μας»…

ΒΧ

5/8/12

Μυαλό κουκούτσι


Ο γείτονας και φίλος Α. μού είπε πως θα περάσω καλά και δεν θα πληρώσω και πολλά. «Με €10 το άτομο τρως ωραιότατα», ήταν τα λόγια του. «Το μαγαζί έχει πιάσει το πνεύμα των καιρών που θέλει μεζεδάκια, ρακές, τσίπουρα και ουζάκι και σε καλές τιμές».

Και μιας και το μαγαζί είναι απέναντι απ’ το σπίτι πήγα. Να πω εδώ πως στον ίδιο χώρο υπήρχε πριν ένα πανέμορφο, παλιό, πέτρινο σπίτι που αρχικά λειτουργούσε με το εμπνευσμένο όνομα… Πέτρινο για να γίνει μετά το εξαιρετικό ιταλικό εστιατόριο Genovese. Το pièce de résistance δε του Genovese ήταν ο απαράμιλλος κήπος με τα τραπέζια μέσα στο πράσινο. Μια αληθινή όαση δροσιάς για τις ζεστές βραδιές του καλοκαιριού. Και το χειμώνα όμως, χάρη στη διαμόρφωση του παλιού σπιτιού, είχες την εντύπωση πως δειπνούσες σ’ ένα φιλόξενο σαλόνι. Και το φαγητό; Α, το φαγητό! Ο Michele έφτιαχνε την καλύτερη tagliata, το γευστικότερο carpaccio σφυρίδας και την καλύτερα βρασμένη pasta απ’ αυτή τη μεριά της Αδριατικής.

Τα αφεντικά του χώρου –ο Michele απλώς το δούλευε–, για δικούς τους λόγους, αποφάσισαν να κλείσουν το Genovese το οποίο, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, τον τελευταίο καιρό είχε «κάνει κοιλιά» και να το μεταλλάξουν σε κάτι εκ προοιμίου θνησιγενές την ταυτότητα ή το όνομα του οποίου ποτέ κανείς δεν κατάλαβε. Γι’ αυτό κι έκλεισε πιο γρήγορα απ’ ό,τι άνοιξε. Στην πορεία όμως, γκρέμισαν το παλιό σπίτι και τον κήπο. Τώρα, στη θέση του λειτουργεί κάτι απρόσωπο, κρύο και χωρίς χαρακτήρα. Ας είμαι δίκαιος όμως. Μπορεί οι ιδιοκτήτες να ‘χουν χάσει κάποιο στοίχημα. Ή ένας ανισόρροπος ντεκορατέρ να κρατάει ομήρους τα παιδιά τους.  

Τέλος πάντων. Όπως είχα λοιπόν κάνει 150 φορές στο παρελθόν, μπήκα και κάθισα σ’ ένα απόμερο μικρό τραπέζι περιμένοντας τη γυναίκα μου. Στο λεπτό, με πλησίασε ο νεαρός maître d’ με το βλέμμα, τη γοητεία και το απεριόριστο κίνητρο κάποιου που το καλύτερο κομμάτι της δουλειάς του είναι να συμβουλεύεται ένα βιβλίο κρατήσεων για να μου πει σε ελαφρώς επιτιμητικό τόνο:

-        Καθίσατε μόνος σας, βλέπω.
-        Αμέ! Ντύθηκα και μόνος μου. Κι ήρθα κι ως εδώ μόνος μου!
-        Έχουμε κάνει κάποια κράτηση;
-        Φοβάμαι πως όχι. Δεν έχετε τραπέζι;
-        Δεν έχουμε κάνει κράτηση, ε;
-        Όχι. Δεν έχετε τραπέζι;
-        Έχουμε βαφτίσια σήμερα…
-        Μπράβο! Να σας ζήσει! Πώς το είπατε;
-        …και είμαστε φουλ.
-        Δηλαδή, δεν έχετε ελεύθερο τραπέζι;
-        Τέλος πάντων, καθίστε εδώ και θα δούμε τι θα κάνουμε (που μας κουβαληθήκατε τέτοια ώρα βραδιάτικα για να μας αναστατώσετε).

Εντάξει, αυτό στην παρένθεση δεν το είπε, τουλάχιστον όχι με το στόμα. Αλλά όπως καταλαβαίνετε, η βραδιά δεν ξεκίνησε με τον καλύτερο τρόπο. Πού ‘ναι τα χαμόγελα και οι αγκαλιές και τα “calispera, dottore” τού Michele; Πού ‘ναι εκείνα τα «πιάσε μια aglio, olio, pepperoncino. Και μη τη φοβηθείς. Abondante! Βάλε και τα πόμολα μέσα»; Πού ‘ναι τα antipastiapo to magazi!” κι εκείνο το σαλάμι “apo corio mou, pano apo Genova”;

Παρόλα αυτά, έχοντας πληροφορηθεί πως ο σεφ είναι, λέει, εγγονός του Τσελεμεντέ και ελπίζοντας πως τα γονίδια των μάγειρων περνούν από γενιά σε γενιά με μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ότι αυτά των πολιτικών για παράδειγμα, εκτίμησα τη χάρη που μου έκανε ο maître d’ και ετοιμάστηκα για μια πανδαισία γνήσιων ελληνικών γεύσεων.

Που ήταν οτιδήποτε άλλο παρά. Αυτό που πρέπει να καταλάβουν οι σεφ μαγαζιών όπως αυτό –τα οποία, αν έχεις εξοικειωθεί με την έφεση του νεοέλληνα στην υπερβολή, έχουν απόλυτα αναμενόμενα γεμίσει τον τόπο «πιάνοντας το πνεύμα των καιρών που θέλει μεζεδάκια, ρακές, τσίπουρα και ουζάκι και σε καλές τιμές», λέμε τώρα– είναι πως τα μικρά «πιάτα» που μοιράζεσαι με άλλους δεν είναι απλώς μικρότερες μεγάλες μερίδες. Οι γεύσεις –αλλά και η παρουσίαση– χρειάζεται να είναι πιο ξεκάθαρες, πιο αιχμηρές και πιο προκλητικές. Όλα τα πιάτα ήταν αδιάφορα, ουδέτερα και πρακτικά παρόμοια. Δύσκολα ξεχώριζες τη σαντορινιά φάβα από τη σιφνέικη ρεβυθάδα, τα μύδια στο τσακ κατάφερναν να εμφανιστούν στον πληθυντικό, ενώ οι ψητές σαρδέλες ήταν σαν να μασάς μασχάλη.

Σε τελική ανάλυση, οι γεύσεις του μαγαζιού (ας το πούμε Ελιάς Κουκούτσι μιας κι αυτό είναι το όνομά του) είχαν μεγαλύτερη ιδέα για τον εαυτό τους στον κατάλογο απ’ αυτή που τελικά μετέφεραν στον ουρανίσκο. Κι αυτό, σ’ ένα περιβάλλον που χρειάζεται επειγόντως ένεση –απ’ αυτές τις μεγάλες που ‘χουν για τα άλογα– ταυτότητας και ατμόσφαιρας. Το σέρβις ήταν καλό, αλλά η όλη εμπειρία θύμιζε ανοιχτή οντισιόν δυσδιάκριτων γευστικά και εμφανισιακά πιάτων σε μια ανάλογα δυσδιάκριτη σκηνή.

Δεν θα ‘μπαινα μάλιστα στον κόπο να τα γράψω όλα αυτά κατακαλόκαιρο αν δεν ήταν το ούζο. Διότι, για δυο μπουκαλάκια 200ml ούζου Πιτσιλαδή (το οποίο παρεμπιπτόντως θεωρώ το καλύτερο και αν κανείς από την Ποτοποιία Πιτσιλαδή στο Πλωμάρι δει αυτή την ολόγκριζα διαφήμιση και θελήσει να μου στείλει ένα-δυο κιβώτια να ‘ναι σίγουρος πως θα εκτιμηθούν δεόντως) χρεώθηκα €23,00 – ήτοι €11,50 το ένα! Το ξαναγράφω: €11,50 για 200ml! Ποσό που απογειώνει ένα μπουκάλι ούζου των 750ml στα χωράφια της Grey Goose, αν όχι του Dior. Με αποτέλεσμα να εκτοξεύσει τον λογαριασμό για τέσσερα-πέντε πιάτα ελληνικούς μεζέδες –το ακριβότερο από τα οποία ήταν πιθανότατα τα τηγανιτά μύδια– στα €60. Σε μαγαζί που «έχει πιάσει το πνεύμα των καιρών»...

Το πρόβλημα εδώ είναι πως για δεκαετίες είχαμε συνηθίσει να τρώμε μέτρια και να πληρώνουμε ακριβά σε μέρη που κατά κανόνα μοστράριζαν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Και παρά την κρίση, συνεχίζουμε –εντάξει, όχι εσείς– να τα δεχόμαστε όλα αυτά αδιαμαρτύρητα σαν αναπόσπαστο κομμάτι της αναψυχής μας. Από την άλλη, βλέποντας τον κόσμο που μπαίνει στο μαγαζί κάθε βράδυ, μπορεί και να κάνω πάλι λάθος και να μας αρέσει να τρώμε μέτρια και να πληρώνουμε ακριβά σε μέρη που συνεχίζουν να μοστράρουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Το τραβάει φαίνεται ο οργανισμός μας.

ΒΧ

ΥΓ Το άλλο πρωί, ρώτησα τον Α. τι έφαγε και κατάφερε να πληρώσει μόνο €10 το άτομο. «Μια τυρόπιτα, μια σαλάτα και δυο μπύρες»…

16/6/12

Πέντε κατηγορίες για 13 συνιστώσες


Πώς αλήθεια ανέβηκε ο ΣΥΡΙΖΑ από το 4 και το 5 στο 17% των προηγούμενων εκλογών και πώς αναμένεται να φτάσει τώρα το 25%, ή και παραπάνω; Ποιοι είναι επιτέλους όλοι αυτοί που θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ;

Ο καθένας βέβαια έχει τη γνώμη του. Δική μου είναι πως τον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα (η λέξη κλειδί εδώ είναι το «σήμερα») ψηφίζουν πέντε κατηγορίες Ελλήνων.

Η πρώτη είναι οι παραδοσιακοί, ή συνειδητοί, ή ανένταχτοι αριστεροί που, για διαφορετικούς λόγους ανά συνιστώσα του κόμματος, πιστεύουν πως η πρόοδος, η ευημερία, η σωστή διαχείριση του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων και το κοινωνικό κράτος στο σύνολό του οφείλουν να ξεκινούν από αριστερά. Θέση θεμιτή και απόλυτα σεβαστή. Αυτή ήταν άλλωστε που εξασφάλιζε στον συνασπισμό τα σταθερά μονοψήφια ποσοστά του σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις.

Η δεύτερη κατηγορία είναι αυτοί που θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ από θυμό, από οργή, από εκδικητικότητα, επειδή «δεν έχουν τίποτε άλλο να χάσουν», ή απλώς για να το «ρισκάρουν». Τζογάρουν έτσι στο «όλα ή τίποτα», με το «όλα» να μεταφράζεται στη νοσταλγία της πλασματικής ευημερίας των προηγουμένων δεκαετιών και το «τίποτα» στη δυστυχία της δραχμής, της απομόνωσης, της ανομίας και της αναρχίας.

Η αγαπητή μου Π., για παράδειγμα, με την οποία βέβαια έχουμε διαμετρικά αντίθετες απόψεις, γράφει: «Θα το ρισκάρω. Γιατί με έκαναν ατρόμητη, χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά, χωρίς μέλλον… Δεν φοβάμαι πια τίποτα. Γι’ αυτό θα το ρισκάρω».

Θα πω όμως εδώ πως η έλλειψη σωστής πληροφόρησης και γνώσης, σε συνδυασμό με το πείσμα και την οργή, οδηγεί στο να προτιμήσεις κάποιον που υπόσχεται ψεύτικους παραδείσους με ζουμερά ουρί και εξίσου ζουμερά πιλάφια.

Το αξιοπερίεργο είναι δε πως η κατηγορία αυτή ψηφοφόρων πείθεται –ή, αν και κλονίζεται, κάνει ότι πείθεται γιατί ίσως ντρέπεται να παραδεχτεί το αντίθετο– από ασυνάρτητα φληναφήματα μαθητευόμενων μάγων και ανεπάγγελτων λαϊκιστών δημοκόπων με ένσημα μόνο στην άρνηση, στις καταλήψεις, στην ανομία, στην αναρχία και στην αφισοκόλληση που λένε και ξελένε – γιατί το βλέπω απίθανο να ‘γιναν ξαφνικά όλοι αριστεροί από πεποίθηση.

Και στην τελική, αν θέλει κάποιος να ρισκάρει ας πάει στο πρακτορείο της γειτονιάς του να ρισκάρει μόνος του, κι όχι στην κάλπη παίρνοντας άλλους στον λαιμό του.

Τρίτη κατηγορία είναι αυτοί που ονειρεύονται το πασοκικό όραμα της ανδρεϊκής κραυγαλέας ανηθικότητας της δεκαετίας του ‘80, εξωραϊσμένης όμως τώρα, για ξεκάρφωμα, με φωτοστέφανο εξ ευωνύμων, γνωστοί πλέον και ως «Η 13η Συνιστώσα». Οι κρατικοδίαιτοι καρεκλοκένταυροι δηλαδή, οι συνδικαλιστές παλιάς κοπής, οι ψευτοαναπηροσυνταξιούχοι με τα εκατομμύρια επιδόματα δικών σας αποταμιεύσεων…

Αυτοί που ελπίζουν να «ξαναπιάσουν την καλή» που έχασαν, προσκολλημένοι ανερυθρίαστα σε οποιαδήποτε παράταξη που, έμμεσα ή άμεσα, τους υπόσχεται πως θα ξαναζήσουν ξανά κιμπάρικα, απομυζώντας ξανά το δικό σας και δικό μου χρήμα.

Αυτοί που, τριάντα χρόνια τώρα, συντήρησαν ένα κατεξοχήν αντιπαραγωγικό, αντιλειτουργικό και αντικοινωνικό κράτος-εμπόδιο που, αποσυνδέοντας την αποδοτικότητα από την ανταμοιβή, κατήργησε κάθε έννοια αξιοκρατίας και οδήγησε τον δημόσιο τομέα στη χρεωκοπία και τον ιδιωτικό στο απόλυτο αδιέξοδο.

Η τέταρτη –και πιο επικίνδυνη– κατηγορία είναι οι «πυρομανείς». Αυτοί δηλαδή που ψηφίζουν σήμερα ΣΥΡΙΖΑ με την ίδια ευκολία που θα ψήφιζαν χτες ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή αύριο Χρυσή Αυγή. Δικός τους στόχος είναι να τα δουν όλα να γίνονται «στάχτη και μπούρμπερη» όσο αυτοί απολαμβάνουν με υποδόριο το απαραίτητο φραπόγαλο στο οποίο είναι εξαρτημένοι.

Είχα την ατυχία να μιλήσω με μερικούς απ’ αυτούς, με ορισμένους μάλιστα που δεν αντιμετώπιζαν κανένα οικονομικό πρόβλημα, και το μοτίβο ήταν το ίδιο: «ΣΥΡΙΖΑ ρε, να καούνε όλα, στ’ αρ….α μου!» Επικίνδυνοι. Καλά που θα ΄χει καλό καιρό μπας και προτιμήσουν τις ρακέτες…

Πέμπτη, τέλος, κατηγορία είναι το λεγόμενο «λόμπι της δραχμής» που περιλαμβάνει από υπερχρεωμένους τακτοποιημένους μέχρι οργανωμένα συμφέροντα και μεγαλοαπατεώνες που έχουν βγάλει στο εξωτερικό όσα έχουν κονομήσει από το πελατειακό κράτος, ή απλώς από ρεμούλες και κομπίνες, και τώρα ελπίζουν είτε να χαθούν τα ίχνη τους στο χάος που θα ακολουθήσει όταν πτωχεύσει η χώρα, είτε απλώς να την αγοράσουν για μια μπουκιά ψωμί.   

Δεν πιστεύω στον ΣΥΡΙΖΑ. Θεωρώ πως αυτός ο διαρκώς και τυχοδιωκτικά μεταλλασσόμενος συνασπισμός με τις αλλοπρόσαλλες συνιστώσες, από το 2003 που δημιουργήθηκε, αν όχι από το 1995, δεν έχει προσφέρει τίποτε το θετικό στη χώρα.

Είμαι δε σίγουρος πως, είτε επιχειρήσει να «ακυρώσει άμεσα το μνημόνιο και τους εφαρμοστικούς του νόμους», είτε να το «αντικαταστήσει μ’ ένα εθνικό σχέδιο ανοικοδόμησης και ανάπτυξης [που θα είναι] αναγκαίο για να αποσοβηθεί η ανθρωπιστική κρίση της Ελλάδας και να διασωθεί το ενιαίο νόμισμα» θα τα κάνει στην καλύτερη περίπτωση μούσκεμα.

Τις τελευταίες μέρες έχουμε ακούσει ό,τι πιο τρελό και παλαβό από κορυφαία του στελέχη, είτε αυτό έχει να κάνει με την έξοδο από το ευρώ και την Ευρώπη (βλ. Λαφαζάνης, Θεωνάς), ή με την ανομία (βλ. Λάμπρου), ή με τη σχέση μας με την Τουρκία (βλ. «θα το ρισκάρουμε» του κ. Μπαλάφα), ή με το μεταναστευτικό (βλ. όλοι).

Αυτά εμένα με τρομάζουν.

Όσοι γνήσια απελπισμένοι θεωρούν πως στον ΣΥΡΙΖΑ θα βρουν τη σωτηρία από το υπαρκτό οικονομικοκοινωνικό αδιέξοδο το οποίο ζούμε θα απογοητευτούν βάναυσα, βλέποντας, και πολύ γρήγορα μάλιστα, το πόσο θεαματικά λίγα και επικίνδυνα ανίκανα είναι τα στελέχη που συνιστούν τις συνιστώσες του τα οποία ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα δεν φαντάζονταν πως μπορεί και να κληθούν να κυβερνήσουν.

Όσοι θεωρούν ότι έφτασε η ώρα που μια νέα, ηθική Αριστερά θα κυβερνήσει για τον λαό απομονώνοντας τους ανήθικους, αμετροεπείς βολεμένους του δικομματισμού, καλύτερα να ξαπλώσουν και να περιμένουν να τους περάσει.

Όσοι δε θεωρούν ότι «τους είδαμε και τους άλλους, ας δώσουμε και σ’ αυτούς μια ευκαιρία» ξεχνούν πού μας οδήγησε ένα παρόμοιο ρίσκο πριν 31 και 95 χρόνια, μια «ευκαιρία» τις συνέπειες της οποίας ακόμη πληρώνουμε.

Αυτό που πραγματικά διακυβεύεται σήμερα, ή πιο σωστά, διακηδεύεται, είναι η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση – το μόνο επίτευγμα της χώρας στη μεταπολιτευτική της περίοδο.

Κι ακόμη κι αν η Ευρώπη αλλάζει, εμείς δεν αλλάζουμε με τίποτε. Συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως όλος ο κόσμος συνωμοτεί εναντίον της πτωχής πλην τιμίας χώρας μας.

Συνεχίζουμε να μη βλέπουμε τα μοιραία μας, έμφυτα, αθεράπευτα ελαττώματα και αρνούμαστε να παραδεχτούμε πως στην πραγματικότητα δεν είμαστε πολύ παραπάνω από μια μικρή και διόλου αυτάρκης χώρα που θα πρέπει κάποτε να προσδιορίσει επιτέλους τον ρόλο της μέσα στον υπόλοιπο κόσμο.

ΒΧ