28/2/12

Κίνημα τρία-σε-ένα


Το κομμάτι αυτό γράφεται με την έμπνευση που χαρίζει ένας χιονισμένος Ταΰγετος που σταλάζει στην αγκαλιά του Μεσσηνιακού.

Από μια ιδέα του αξεπέραστου Alan C.

Άλλη μια απ’ αυτές τις βροχερές Φλεβαριάτικες μέρες. Απ’ αυτές που δεν αξιώνονται ποτέ τους να πιστωθούν στο ημερολόγιο σαν πραγματικές μέρες. Απ’ αυτές που το μόνο που τελικά κατορθώνουν είναι να καταλήγουν κρύα, βρεγμένα διαλείμματα μεταξύ μιας νύχτας και της επόμενης.

Στέκομαι μπρος στο παράθυρο ακούγοντας την καφετιέρα να καθαρίζει ρυθμικά τον λαιμό της και χαζεύω τους λίγους περαστικούς να τρέχουν στις δουλειές τους παραμερίζοντας με σκυφτούς ώμους τη βροχή, όπως ο Sydney Greenstreet τις κρεμαστές χάντρες στην είσοδο του μπαρ του, στην Casablanca. Μόνο που το φέσι τού Signor Ferrari έχει δώσει εδώ τη θέση του στην ανεμοδαρμένη ομπρέλα. Όχι και το καλύτερο ξύπνημα, είναι αλήθεια, για να κάνει την καρδιά να φτερουγίσει στην προοπτική των καινούριων απολαύσεων που μια «μέρα» όπως αυτή επιφυλάσσει. Αντίθετα, ένα πρωινό που ταιριάζει γάντι στον δύστυχο τόπο πάνω από τον οποίο αποφάσισε να ξημερώσει.

Η καφετιέρα βγάζει τον επιθανάτιο ρόγχο της, παίρνω τον αχνιστό καφέ και ανοίγω την τηλεόραση που παρακολουθώ μόνο νωρίς το πρωί και αργά το βράδυ μιας και οτιδήποτε παρεμβάλλεται ενδιάμεσα σε παραμορφώνει αθεράπευτα. Προετοιμάζομαι ν’ ακούσω ξανά τα σαρακοφαγωμένα σανίδια της οικονομίας να τρίζουν και τον υπόκωφο βρυχηθμό του ελλείμματος που απειλεί ν’ ανοίξει τη γη και να μας καταπιεί. Την Ελλάδα τουλάχιστον. Και παρατηρώ μηχανικά τις ίδιες και τις ίδιες εικόνες να περνάνε φορτωμένες καταστροφή μέχρι τις κουπαστές, ενώ λεπτό με το λεπτό, η γκρίζα πρωινή μιζέρια δίνει τη θέση της σε μια δυστυχία μαύρη του πιάνου.

Κι είμαι στο τσακ να εκσφενδονίσω την κούπα στο δοξαπατρί του Οικονόμου, Οικονομίδη, Οικονομέα, ή όπως διάολο λέγονται όλοι αυτοί οι τοπικοί Cronkite. Όταν ξαφνικά… μια απ’ αυτές τις παραμιλούσες κεφαλές κάνει μια παύση και, σπρώχνοντας  το ακουστικό πιο βαθιά στο αυτί για να ακούσει καλύτερα την είδηση από το «κοντρόλ», παίρνει ανάσα και, με τρεμάμενη από συγκίνηση φωνή, αναγγέλλει τη δημιουργία κινήματος «με σαφή αντιμνημονιακό, εθνικοπατριωτικό και χριστιανορθόδοξο προσανατολισμό και την ονομασία Ανεξάρτητοι Έλληνες» που ανακοίνωσε ο, εκ διαγραφής, ανεξάρτητος βουλευτής κ. Πάνος Καμμένος, «κάνοντας, υπό την πίεση της κοινωνίας, την πολιτική κίνηση εν μέσω σφύρας και άκμονος».

Είχε κι άλλα νέα μετά; Πιθανότατα ναι. Αλλά ποιος πρόσεχε! Εγώ πάντως σίγουρα όχι. Σηκώνομαι όρθιος και βηματίζω πάνω κάτω με καρδιά που πάει να σπάσει. Το τηλέφωνο με ξαφνιάζει. Ο Τάκης...

-       Σε ξύπνησα;
-       Όχι, το βλέπω.
-       Λες να ‘ναι αλήθεια;
-       Θα πρέπει. Αφού το ‘πε η τηλεόραση.
-       Να ‘ναι άραγε αυτό που μας έλειπε τόσο καιρό;
-       Νομίζω πως ναι.
-       Και λες τελικά να τη βγάλουμε καθαρή;
-       Σίγουρα! Θέμα χρόνου είναι. Με τέτοια τρία-σε-ένα κόμματα –και αντιμνημονιακό, και  εθνικοπατριωτικό και χριστιανορθόδοξο– ποιος ξέρει μέχρι πού μπορεί να φτάσουμε!
-       Μα κι ο Καρατζαφέρης τα ίδια δεν λέει;
-       Τις Τρίτες και Πέμπτες.
-       Και το κόμμα των αιωνίων φοιτητών; Τα σταλινικά απολιθώματα; Οι άλλοι, οι ευγενείς, οι καλοήθεις αριστεροί; Τις ίδιες θέσεις δεν έχουν κι αυτοί;
-       Για το αντιμνημονιακό, πάνω κάτω τα ίδια λένε, ναι. Για το εθνικοπατριωτικό, δεν παίρνω και όρκο. Καλά το χριστιανορθόδοξο…
-       Και δηλαδή, δεν θα ‘μαστε πια προδομένοι, ορφανοί σε ξένα χέρια, οι απόκληροι της κοινωνίας; Η Μάρθα Βούρτση της ευρωζώνης;
-       Ποσώς! Νέοι ορίζοντες ανοίγονται μπροστά μας. Αέρα, Μέρκελ! Τρέμε, Σόιμπλε! Οι χαρο-Καμμένοι της ελληνικής γης ξεσηκωθήκαμε. Και διψάμε για γοτθικό αίμα.
-       Ολλανδικό, εν ανάγκη…
-       Άκου… Όπου να ‘ναι θα σημάνουν κι οι καμπάνες.
-       Εγώ ακούω κορναρίσματα. Αλλά θα ‘ναι μάλλον για το σκουπιδιάρικο στην Εθνικής Αντιστάσεως.
-       Τούτο το χώμα δεν είν’ δικό τους, είν’ δικό μας! Να δεις που, με τη βοήθεια της Παναγίας, θα τη ξαναπάρουμε πίσω την Ελλάδα. Το Ελληνικό σίγουρα.
-       Ναι, ρε! Το ‘πε κι ο κ. Πάνος: «Η Παναγία να είναι βοηθός και προστάτης.»
-       Κάτι μου λέει ότι η ίδρυση του νέου κόμματος μας γλίτωσε στο παρατρίχα και πως από τώρα η ζωή θ’ αρχίσει να τραβά την κατηφόρα. Με την καλή έννοια. Έστω και χωρίς σημαίες. Ή ταμπούρλα.
-       Κλείνω. Πάω να γραφτώ.
-       Κι εγώ να κρεμάσω τη γαλανόλευκη.

Επιτέλους! Να ένα κόμμα που, μέσα από μια ιδρυτική διακήρυξη η οποία αν και ακροβατεί με τις μύτες δίπλα στον γκρεμό της ασυναρτησίας, «καθιστά αδιαπραγμάτευτες τις αρχές της Εθνικής Ανεξαρτησίας και περηφάνιας και της λαϊκής κυριαρχίας»! Να ένα κόμμα [κάνει να λέμε «κόμμα» όταν πρόκειται περί κινήματος;] που «απορρίπτει την εκχώρηση της Εθνικής Κυριαρχίας και την κατάργηση του Έθνους-Κράτους».

Πώς και δεν τα ‘χαμε σκεφτεί, μωρέ, νωρίτερα αυτά! Τα μόνα που χρειαζόμασταν τόσο καιρό ήταν η στεντόρεια, οργίλη, ασίγαστη φωνή ενός ικανού, ευρύστερνου και προγάστορος πολιτευτού, αμόλυντου από οιανδήποτε άσκηση εξουσίας [εντάξει, πλην ενός υφυπουργείου παλαιότερα, πώς κάνετε έτσι;], με άμεμπτο και σεμνό πολιτικό παρελθόν, καθώς και μια ψαρωτική ιδρυτική διακήρυξη που θα τους τη μεταφράσουν εκεί στο Βερολίνο, ειδικά το κομμάτι για τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων και κατοχικών δανείων, και θα τους κοπούν τα ήπατα. Α, και λίγη Ορθοδοξία –όσο πάρει– για να ‘χουμε και τις καβάτζες μας, στης οποίας «τις αξίες και τη διαχρονικότητα πιστεύουμε», και φύγαμε.  

Είναι δε να μη πιάσει να καλοκαιρεύει. Γιατί τότε μαύρο φίδι και κολοβό που τους έφαγε τους Ούννους! Πριν σηκωθεί το αυγουστιάτικο μελτέμι, οι ουρανοί θα σκοτεινιάσουν, αστροπελέκια θα σκίσουν το στερέωμα, ένα αφράτο, ρολεξοφόρο χέρι θα ξεπροβάλει από τα σύννεφα για να δείξει τον στόχο, σαν σε εξώφυλλο των Moody Blues, ενώ ναυτικές μπουρούδες θα κλονίσουν τα χάρτινα τείχη της Ιεριχούς των Βρυξελλών.

Την ίδια στιγμή, πάλλευκα πλεούμενα θα επιπέσουν στους ανίκανους τροϊκανούς, σαν το άρμα του Θεού στο όραμα του Ιεζεκιήλ, ένα πράγμα. Σκιαγμένοι αυτοί θα τρέξουν πανικόβλητοι να χωθούν πίσω στις σπηλιές τους φωνάζοντας “T’ είν’ μωρ’ τούτα τα μηχανήματα του διαβόλου που μας βάλαν’ στο κατόπι;” Για να απαντήσουμε εμείς με φωνή που θα πάλλεται από αδιαπραγμάτευτη εθνική περηφάνια “Είναι τα RIBs του αρχιναύαρχου Καμμένου, ωρέ απολίτιστοι, βάρβαροι, αιμοσταγείς τοκογλύφοι! Σταλμένα από τον ίδιο τον κυρ-Πάνο, με «τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας» αποθηκευμένο στα Raymarine και τον καπτα-Γιάννη τον Μανώλη, με τ’ όνομα, τον μπουρλοτιέρη, στο διάκι. Έχετε ένα λεπτό να διαγράψετε «το επαχθές, παράνομο χρέος» και να ξεχάσετε κάθε μνημόνιο. Κάφροι. Ε, κάφροι!”

Και μετά, θα επαναλάβουμε για μια ακόμη φορά την ιστορία με τους Παρθενώνες και τα βελανίδια, γιατί δεν δείχνουν να ‘χουν καταλάβει, τα βόιδια, πόσο πίσω είναι και τι θα κάνουμε πια με δαύτους. Κι όταν έχουν πια σκύψει το κεφάλι, υποταγμένοι και οδηγημένοι «στη διεθνή απομόνωση», στερημένοι, αυτοί πλέον, από άξιες λόγου «γεωπολιτικές συμμαχίες», θα μπορέσουμε επιτέλους μεγαλόθυμα να τους κατευθύνουμε σε «μια ορθολογική ανάπτυξη με κυρίαρχο μοχλό την ελεύθερη αγορά». 

Αλλά βέβαια! Έπρεπε να ‘ρθουν οι Ανεξάρτητοι Έλληνες για να μας βγάλουν απ’ τον λήθαργο. Ποιος ξέρει για πόσο ακόμη θα ζούσαμε «την εθνική ταπείνωση και τη βίαιη οικονομική επίθεση στην Ελληνική οικογένεια»; Ξυπνάτε, ρε!

ΒΧ

12/2/12

Με Mach 1 στη Μαραθώνος


Ο Αντώνης ήταν ελληνοαμερικανός λοχίας σε μια από εκείνες τις αξέχαστες «βάσεις του θανάτου» που όλο έμεναν πριν τελικά φύγουν. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν εμείς κυκλοφορούσαμε με Fiat 850, Mini, Σκαραβαίους, ή συχνότερα, με το λεωφορείο, αυτός οδηγούσε μια μπλε Mustang Mach 1 με 7λιτρο κινητήρα και 4άρι stick-shift κιβώτιο μ’ ένα μεγάλο, γυαλιστερό, αλουμινένιο Τ για λεβιέ!


Συχνά πυκνά το καλοκαίρι, κατέβαινε στη Ραφήνα και τα βράδια βγαίναμε για μπίρες, πολλές μπίρες, καταστρέφοντας στην πορεία ακόμη πιο πολλά κύτταρα φαιάς ουσίας, γεγονός που εξηγεί το γιατί έχω αρχίσει, εδώ και κάμποσο καιρό, να ξεχνάω… Πού είχαμε μείνει; Α, ναι. Βόλτες ατελείωτες που λέτε με τη Mustang, “juscruisin’”, στη Ραφήνα, στο Μάτι και στη Νέα Μάκρη, καίγοντας κάθε βράδυ σε βενζίνη το ακαθάριστο εθνικό προϊόν του Λεσότο και ακούγοντας Isaac Hayes, Temptations και OJays από το 8-track της Lear που φορούσαν τότε όλα τα καλά σπορ Ford. (Παρένθεση: ο Bill Lear, δημιουργός της Learjet, εφεύρε όχι μόνο το ραδιόφωνο αυτοκινήτου, αλλά και το κασετόφωνο 8-track. Αλλά αυτό βέβαια το ξέρατε.)

Την εποχή λοιπόν που τα δικά μας αυτοκίνητα είχαν μεγάφωνα(sic) από corn flakes στο πίσω ράφι, ο ήχος που ανήγγειλε από μακριά τη Mustang –φέρτε στο μυαλό σας τον μπάσο ήχο που βγάζουν τα sub(human)woofers των βλοσυρών πιτσιρικάδων τού σήμερα, αλλά στο πιο soulful– ήtαν πρωτόγνωρος για την ησυχία, τάξη και ασφάλεια των καλοκαιρινών νυχτών της εποχής της εθνοσωτηρίου επαναστάσεως του ’67. Την τελευταία μπορεί και να την έχετε ακουστά ως «επταετία της χούντας των συνταγματαρχών», αλλά δεν παίρνω και όρκο, εδώ δεν ξέρατε (καλά, όχι εσείς) για Isaac Hayes, Temptations και OJays...

Μια τέτοια καλοκαιρινή νύχτα λοιπόν, πάνω που είχαμε διπλαρώσει ένα λιλιπούτειο Innocenti με δυο δύστυχες μικρές που ελπίζαμε να ρίξουμε με τη βοήθεια του Ellies Love Theme, του ξανθού crew-cut του Αντώνη, των δικών μου μαύρων σγουρών βοστρύχων και της Mustang, όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά, να ‘σου ένα περιπολικό –Vauxhall Cresta, αν θυμάμαι καλά–, με νυσταγμένο μπλε φάρο πάνω και ψαρωτικούς χωροφύλακες μέσα, να μας σταματάει για έλεγχο, κάπου στο Ζούμπερι. Υπηρετούσα στο Ναυτικό τότε, σιγά μη φορούσα την υποχρεωτική στολή βραδιάτικα και όσο να ‘ναι τα χρειάστηκα, παρά το “dont worry” του Αντώνη.

Οι χωροφύλακες βγήκαν από το περιπολικό με την αυταρχική μεγαλοπρέπεια που, εξ επαγωγής, τους προσέδιδε το στρατιωτικό καθεστώς. Ο ένας άναψε τσιγάρο κι ακούμπησε νωχελικά στο καπό του Cresta, ενώ ο άλλος πλησίασε το παράθυρο της Mustang με το περιφρονητικό ύφος που φυλάνε οι ηλίθιοι για όσους θεωρούν πιο ηλίθιους από τους ίδιους, αυτό που χαρακτηρίζει κάθε επικίνδυνα ηλίθιο όταν χρεώνεται υπηρεσιακό περίστροφο και αυτοκίνητο.

- Τι σαματάς είν’ τούτους, ρε; Άδεια, δίπλουμα!
- I’m sorry, officer?
- Αδειαδίπλουμα, ρε! Κι έξ’ απ’ τ’ αμάξ’!

Έπρεπε να σας έχω εκεί! Με το που ο Αντώνης έβγαλε, πολύ προσεκτικά, κάτι πλαστικό απ’ την πίσω τσέπη –τι είδους «ταυτότητα» ήταν εκείνη ποτέ δεν έμαθα, εμένα πάντως μου ‘λεγε ότι ήταν κανονικός λοχίας, αλήθεια!– το όργανο στάθηκε κλαρίνο και το Vauxhall εξαϋλώθηκε σε δευτερόλεπτα. Το ίδιο και το Innocenti, βέβαια, αλλά η βραδιά (και η Mustang) μού ‘μεινε αξέχαστη. 

2/2/12

Κρύο, χιόνι κι άλλα ακραία καιρικά φαινόμενα


«Δεν τελειώσαμε ακόμα με το χειμώνα», λέει ο μάστορας στη μάντρα με τα καυσόξυλα. «Πάρε κι άλλα ξύλα να ‘χεις το κεφάλι σου ήσυχο». Πήρα, αλλά μέρες που ‘ναι, λόγω φόρτου εργασίας –των γκασταρμπάιτερ της μάντρας, όχι δικού μου φυσικά– τα κουβάλησα και τα ντάνιασα μόνος μου. Με αποτέλεσμα να έχω φτιάξει μια μέση που σκέφτομαι τώρα να νοικιάσω στην επιστήμη.  

Καλά κάνει πάντως ο μάστορας. Στερεά καύσιμα πουλάει, αλλά έχει μάθει να προβλέπει και τον καιρό. Δεν θα εκπλαγώ καθόλου αν τούτες εδώ οι κρύες νύχτες δεν είναι οι μόνες του χειμώνα και ζήσουμε ξανά ανάλογα ακραία καιρικά φαινόμενα.

Δεν θα ‘ρθουν βέβαια έτσι ξαφνικά. Πρώτα θα το πει η τηλεόραση. Κι αυτό γιατί πάχνη θα ‘χει ήδη σχηματιστεί στο γκαζόν τηλε-μετεωρολόγου τον οποίο το κανάλι του θα βγάλει σε ζωντανή σύνδεση, δίνοντας το έναυσμα για την μετάδοση, σε Έκτακτο Δελτίο, ινκόγκνιτο πλάνων αρχείου από το χιονισμένο τελεφερίκ και την ανεμοδαρμένη Ραφήνα. Παράλληλα, άλλα σοβαρά κανάλια θα αποκαλύψουν ότι, λόγω των αλόγιστων ανθρώπινων παρεμβάσεων, διανύουμε τον πιο κρύο χειμώνα από τότε που ο Ζαλοκώστας έγραψε για τον βοριά που τ’ αρνάκια παγώνει. Ταυτόχρονα, ξυλιασμένες γιαγιάδες θα δηλώνουν πως «πάει, τρελάθηκε ο καιρός» –Γεναριάτικα–, ενώ  θα ξανατρέχουν στις οθόνες τα ίδια και τα ίδια κρόουλ για χιονιάδες-φονιάδες, πολικές θερμοκρασίες και νταλίκες που δίπλωσαν. Και για τη χώρα που βρίσκεται στο έλεος του χειμώνα που, εδώ που τα λέμε, δεν θα ‘ναι και τελείως ψέματα.

Τις επόμενες ώρες, θα δούμε ακατάλληλα ντυμένους οικογενειάρχες να προσπαθούν να φορέσουν αλυσίδες στους πίσω τροχούς Avensis, αγανακτισμένους φορτηγατζήδες να μη μπορούν να καταλάβουν γιατί η Τροχαία τούς σταματάει αφού ο δρόμος «περνάει» και Ibiza-σαύρες με λάστιχα σλικ, αγκαλιά με στύλους ή καβάλα σε νησίδες.

Γιατί να μην είμαστε, βρε αδερφέ, και λίγο σαν τους Σκανδιναβούς; Κάπως πήγε να μας κάνει ο ΓΑΠ Δανία του Νότου, αλλά πέσατε αμέσως να τον φάτε. Τέλος πάντων. Εκεί βέβαια το χιόνι είναι κομμάτι του τοπίου, αντί για κάτι που στερεώνεις κάθε δυο τρία χρόνια όρθιο στο καπό για να το δείξεις περήφανος στους Αμπελόκηπους, αλλά είναι το ίδιο κρύο. Και το ίδιο γλιστερό. Έχω βρεθεί και οδηγήσει δυο τρεις φορές στον Αρκτικό Κύκλο κι έχω δει πως οι Σκανδιναβοί αντιμετωπίζουν τον μακρύ δικό τους χειμώνα. Τραβάνε το πρωί τις κουρτίνες, λένε «χιονίζει», μπουκώνονται ρέγκες με μαρμελάδα και ντυμένοι Bibendum ξεκινάνε για το μαγαζί. Κι όχι απαραίτητα με τετρακίνητα ή τίποτε θηριώδη SUV, αλλά με κανονικά αυτοκίνητα σαν τα δικά σας και το δικό μου – εντάξει, το δικό μου. Με απλά χειμωνιάτικα λάστιχα και οδηγώντας όπως προστάζει το DNA τους. Επιταχύνοντας ομαλά, φρενάροντας νωρίς και στρίβοντας με ντριφτ! Ακολουθούσα μια φορά στο Bergen ένα γερασμένο Volvo 240 στέισον και δεν πίστευα στα μάτια μου όταν, στο φανάρι παρακάτω, είδα στο τιμόνι τη μητέρα μου! Εντάξει, όλο και κάποιο Saab θα καταλήξει σε βιτρίνα Ikea, πλευρά τάρανδου, κορμό έλατου ή βυθό φιόρντ, αλλά οι χώρες ποτέ δεν παραλύουν.

Εδώ, σε θερμοκρασίες και συνθήκες απόλυτα φυσιολογικές για Ιανουάριο, θεωρούμε πως το να επιχειρήσουμε να μετακινηθούμε χωρίς τρόικα (το έλκηθρο εννοώ, όχι τους κυρίους που η κ. Τρέμη αποκαλεί «αυτοί οι απίστευτοι τύποι»), καλπάκι, μπαλαλάικα και σκυλί Αγίου Βερνάρδου σημαίνει σίγουρο θάνατο. Έτσι, παραγγέλνουμε πετρέλαιο και ξύλα και μένουμε σπίτι παρακολουθώντας κάτι σχεδιασμένο να παραλύει σταδιακά τους μετωπιαίους μας λοβούς και να μας στέλνει νωρίς για ύπνο.


BX

31/1/12

Μια φορά κι έναν καιρό στην Αφρική…


Αποσπάσματα ημερολογίου από την πρεμιέρα της προηγούμενης γενιάς Jeep Cherokee. Η Jeep το παρουσίασε στην ελίτ του παγκόσμιου αυτοκινητικού Τύπου, που περιελάμβανε και τον γράφοντα, βεβαίως βεβαίως, ως διευθυντή τού περιοδικού Drive, τον Οκτώβριο του 2004, στο φυσικό του περιβάλλον (του Jeep όχι του γράφοντος), την αφρικανική σαβάνα. Εκεί λέω να πάμε τώρα…




Παρασκευή, 3 Σεπτεμβρίου 2004
Πίσω στις δεκαετίες του ‘60 και ‘70, η μαυρόασπρη χουντική κρατική τηλεόραση, γνωστή και για την ακάματή της αφοσίωση στη μετριότητα, είχε στο πρόγραμμά της ταινίες τόσο απερίγραπτα κακές που μπροστά τους αυτές με τον Φραγκίσκο Μανέλη φάνταζαν υπερπαραγωγές του Cecil B. De Mille.

Από τις χειρότερες ήταν οι περιπέτειες του Ταρζάν με το-δώρο-του-Θεού-στις-γυναίκες-του-μεσοπολέμου, Τζόνι Βάισμίλερ , στον ομώνυμο ρόλο. Σ’ εκείνες, ο πρώην ολυμπιονίκης κολυμβητής Βάισμίλερ αντιμετώπιζε θρασύδειλους λαθροθήρες, αδίστακτους κυνηγούς κεφαλών, Αμαζόνες, Γοργόνες και τη Γυναίκα-Λεοπάρδαλη. Και τους Ναζί, πιθανότατα. Καμιάς ταινίας η πλοκή δεν ήταν άμεσα κατανοητή, ενώ στα γραμμένα στο γόνατο σενάρια έβρισκαν μαγικά τη θέση τους ασύνδετες μεταξύ τους σκηνές όπως εκρήξεις ηφαιστείων, σεισμοί, καταποντισμοί και πανικόβλητοι Ιάπωνες. Οι υπόλοιπες τελείωναν με τον μεσήλικα Τζόνι είτε να κατατροπώνει αιμοσταγείς κανίβαλους, είτε να σώζει τη Τζέιν (Μορίν Ο’ Σάλιβαν) παλεύοντας με ληθαργικούς γορίλες και άκαμπτους κροκόδειλους, είτε να νουθετεί φυλές πολεμοχαρών πυγμαίων αποτρέποντας στην πορεία τη διάδοση του κομουνισμού.

Οι ταινίες μπορεί να ήταν γυρισμένες σε δευτεροκλασάτα στούντιο της Καλιφόρνια, με τσόντες από πλάνα με βοτανικούς κήπους, τις δεκαετίες του ’30 και του ’40, αλλά κατάφερναν ν’ αφήσουν ανεξίτηλες εντυπώσεις για την Αφρική στα παιδικά μυαλά των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Και επειδή είχε περάσει κάμποσος καιρός από τότε, σήμερα που ήρθε η πρόσκληση από την Jeep, είπα να δω το “Out of Africa”.

Τετάρτη, 8 Σεπτεμβρίου 2004
Παρακολούθησα χτες το “Out of Africa”. Ωραία, ρε, περνούσαν εκεί κάτω! Ήδη ανυπομονώ να πιω το σερβιρισμένο από χαμογελαστό υπηρέτη παγωμένο τσάι μου σε βεράντα με φόντο το κατακόκκινο αφρικανικό ηλιοβασίλεμα. Εντάξει, αν είναι να επισκεφτούμε και κανένα χωριό, δεν χάθηκε κι ο κόσμος, βρε αδερφέ…

Σήμερα ήρθε και το πρόγραμμα. Τηλεφωνώ στην Ελπίδα Β. [PR Manager τότε της Chrysler Jeep Ελλάς, σήμερα στη Chevellas]. «Συγγνώμη, διαβάζω εδώ για διανυκτέρευση σε καταυλισμό με σκηνές. Τι σκηνές; Και δεν φαντάζομαι το πρόγραμμα να περιλαμβάνει και τίποτα τροπικές αρρώστιες, άγριες φυλές ή/και πεινασμένα σαρκοβόρα, όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά;» Η Ελπίδα με διαβεβαιώνει ότι οι σκηνές είναι σκηνές μόνο κατ’ όνομα, αφού διαθέτουν όλες τις ανέσεις, ενώ ο καταυλισμός περιβάλλεται από ηλεκτροφόρο φράχτη. Αλλά θα πρέπει, λέει, να κάνω εμβόλιο για τον κίτρινο πυρετό και ν’ αρχίσω να παίρνω ήδη χάπια για την ελονοσία. Έκτακτα…

Πέμπτη, 9 Σεπτεμβρίου 2004
Ο Σάββας έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στη Ζιμπάμπουε, πρώην Ροδεσία. Τον καθίζω κάτω και απλώνουμε τους χάρτες στο γραφείο.

– Ρε συ Σάββα, πόσο επικίνδυνα είναι εκεί κάτω;
– Επικίνδυνα; Τι είναι αυτά που λες; Άκου επικίνδυνα! Καθόλου! Εντάξει, σχεδόν καθόλου. Εξαρτάται, βέβαια, τι εννοείς επικίνδυνα.
– Επικίνδυνα όπως μυτερά δόντια, γαμψά νύχια και θανατηφόρες πληγές, επικίνδυνα όπως περίεργες αρρώστιες, επικίνδυνα όπως δηλητηριασμένα βέλη...
– Έλα μωρέ, πώς κάνεις έτσι; Αν είναι ν’ ανησυχείς τόσο, καλύτερα να μην πηγαίνεις ποτέ σου πουθενά. Μια χαρά θα περάσεις. Και θα φας και θα πιεις καλά. Αλήθεια, έχεις φάει φακόχοιρο;
– Στον στρατό, σίγουρα. Τις Πέμπτες. Νομίζω μάλιστα πως το έλεγαν αρνάκι γάλακτος.
– Μη φοβάσαι! Ασφάλεια ζωής έχεις κάνει, έτσι δεν είναι;

Τετάρτη, 6 Οκτωβρίου 2004
Η Ελπίδα με στέλνει στη λ. Θησέως. Στην πόρτα γράφει Διεύθυνση Υγιεινής Νομαρχίας, Νότιος Τομέας. Μπαίνω και περιμένω τη σειρά μου ανάμεσα σε σκοτισμένους μετανάστες. Μια ώρα μετά, φεύγω εφοδιασμένος με χαπάκια για την ελονοσία που πρέπει να θυμάμαι να παίρνω κάθε εβδομάδα για τις επόμενες έξι, και επώδυνα εμβολιασμένος για τον κίτρινο πυρετό. Για τα επόμενα δέκα χρόνια, γράφει εδώ…

Παρασκευή, 15 Οκτωβρίου 2004
Απόγευμα, στο γκισέ της Air France, παρέα με τον Αντρέα Τ. από το Autocar και άλλους συναδέλφους. Θα πετάξουμε πρώτα για Παρίσι και μετά για Γιοχάνεσμπουργκ.

Τέσσερις ώρες αργότερα, μεσάνυχτα στο Σαρλ Ντε Γκολ, περιμένοντας με μια πανσπερμία φυλών για το σκέλος Παρίσι-Γιοχάνεσμπουργκ, έχω ήδη αρχίσει να μετανιώνω. Τα καλά νέα είναι ότι η Air France εκτίμησε την ευγένεια, τη σεμνότητα, τη διακριτικότητα και τους καλούς μας τρόπους –στοιχεία για τα οποία φημίζονται άλλωστε οι Έλληνες δημοσιογράφοι σε κάθε αποστολή στο εξωτερικό– και αποφάσισε να μας βάλει στις καλές θέσεις, στην classe affaires, στο πάνω πάτωμα του 747 της. Ό,τι καλύτερο για 11 ώρες ταξίδι μέσ’ στη μαύρη νύχτα πάνω από τη Μαύρη Ήπειρο.

Σάββατο, 16 Οκτωβρίου 2004
Τέσσερις το πρωί είναι τώρα; Πέντε; Πότε ξημερώνει εδώ πάνω; Πού στο διάολο είμαστε; Πότε φτάνουμε; Τι μου ‘χει μείνει να διαβάσω; Γύρω μου όλοι κοιμούνται. Παρά τις πολυθρόνες-κρεβάτια και τα αταράξ της Ελπίδας, παραμένει αδύνατο να κλείσω μάτι σε αεροπλάνο. Μόνο εγώ και ο αυτόματος πιλότος είμαστε ξύπνιοι.

Κατά τις 8 το πρωί, κατεβαίνουμε στο Γιοχάνεσμπουργκ και ψάχνουμε την πτήση για το Λίβινγκστον, στη Ζάμπια.

Δυο ακόμη εναέριες ώρες αργότερα, μια λωρίδα μαύρης ασφάλτου ξεκολλάει από το κοκκινόχωμα κάτω και ανεβαίνει προς το μέρος μας με εξωφρενική ταχύτητα. Το φορτωμένο μέχρι τις κουπαστές, με ανθρώπους, αποσκευές και μύγες, 727 της τοπικής Nationwide βροντάει στον καυτό διάδρομο και μαζεύουμε τα δόντια μας απ’ το πάτωμα.

Welcome to Zambia, mwua ha, ha, ha!”, ακούγεται από το πιλοτήριο – εντάξει, τα “mwua ha, ha, ha” τα πρόσθεσα εγώ. Χωρίς τότε να υπολογίζω την επιστροφή, ορκίζομαι ότι η μόνη φορά που θα έχω ξανά επαφή με αεροπλάνο Ζαμπιανών αερογραμμών θα είναι αν πέσει κάποιο πάνω μου.


Livingstone International Arrivals

Βγαίνουμε από το αεροπλάνο και μπαίνουμε στο γκριλ. Η ζέστη σε πιάνει από τα μούτρα, συνηθίζεις όμως γρήγορα γιατί δεν έχει υγρασία. Οι αποσκευές ορισμένων από μας, συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των δικών μου –το αντίθετο θα ήταν έκπληξη–, έμειναν στο Γιοχάνεσμπουργκ. «Γίνονται αυτά, bwana, αλλά συνήθως έρχονται με την επόμενη πτήση. Αν δεν χαθούν, βέβαια. Mwua ha, ha, ha! Η επόμενη πτήση, bwana; Αύριο, την ίδια ώρα».

Τέλεια! Κρίμα το προσεκτικό πακετάρισμα και τις προβλέψεις για το σωστό ρούχο για κάθε ώρα. Και τώρα; Πώς θα πάρω το παγωμένο τσάι μου στη βεράντα του Royal Livingstone Hotel [http://royal-livingstone-hotel.com];Με τα ίδια ρούχα που φοράω εδώ και 30 ώρες, να πώς. Μακαρίζω πάντως την προνοητικότητά μου να έχω μαζί μου τα απολύτως απαραίτητα και μια αλλαξιά εσώρουχα.


"Δεν με παρατάτε με τους καταρράκτες;"

Στέκομαι λοιπόν εδώ, στις όχθες του Ζαμβέζη, εκνευρισμένος κι έτοιμος να πιω το αντίστοιχο του βάρους μου σε αλκοόλ, χαζεύοντας αφηρημένος στο βάθος κάτι σαν γαλάζιο καπνό. Μα, βέβαια! Οι καταρράκτες της Βικτώριας! Είχα ξεχάσει τους καταρράκτες! Το πολυτελέστατο, αποικιακού ρυθμού ξενοδοχείο –πάψτε, κάπου έπρεπε να μείνουμε– είναι μόλις δυο βήματα από το βάθους 130 μέτρων χάσμα του φλοιού της γης μέσα στο οποίο γκρεμίζεται ο μεγαλοπρεπής ποταμός. Ο Δρ. Ντέιβιντ Λίβινγκστον ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που αντίκρισε, το 1855, το μέρος που οι τοπικοί γνώριζαν ως Μόσι-όα-Τούνγια, «ο καπνός που βροντάει», για να το ονομάσει “Victoria Falls”, προς τιμήν της βασίλισσας.


Μόσι-όα-Τούνγια, «ο καπνός που βροντάει»

Εκεί κοντά δημιουργήθηκε και η μικρή πόλη που πήρε το όνομά της από τον Βρετανό ιεραπόστολο-εξερευνητή. Διαβαίνοντας τον σκονισμένο κεντρικό δρόμο που χωρίζεται στη μέση από μεγάλα δέντρα jacaranda –και σχεδιασμένο έτσι φαρδύ ώστε να μπορεί να κάνει αναστροφή άμαξα 16v (16βοδη)– παρατηρείς παντού αναφορές στο βρετανικό αποικιακό παρελθόν. Φτωχά, πολύχρωμα μαγαζιά και τσίγκινα σπίτια περιστοιχίζουν ταπεινές εκκλησίες, ενώ δεν λείπουν και οι περίτεχνοι αρχιτεκτονικοί αγγλισμοί της βικτωριανής εποχής.

Ο κόκκινος αφρικανικός ήλιος πέφτει στα νερά του Ζαμβέζη και μαζευόμαστε γύρω απ’ τη φωτιά για το briefing των επόμενων ημερών από τον βετεράνο διοργανωτή παρόμοιων αποστολών, Ντάνκαν Μπάρμπορ. Ο Σκοτσέζος και οι συνεργάτες του έχουν διοργανώσει και συμμετάσχει σε καθησυχαστικά πολλά trophies 4x4, rally raids κ.λπ. Η σιγουριά τους, σε συνδυασμό με τις έμφυτες ικανότητες των Jeep, αρχίζει να μεταδίδεται και σε μας, τους σκληροτράχηλους Έλληνες που τα έχουμε φυσικά δει όλα και τι θα μας πούνε τώρα οι ξενέρωτοι Βρετανοί.

Λίγο αργότερα, δειπνούμε πλουσιοπάροχα στη βεράντα του ξενοδοχείου, στις όχθες του ποταμού, ενώ θρασύτατοι μπαμπουίνοι σαλτάρουν από τα δέντρα μέσα στο σκοτάδι για ν’ αρπάξουν ό,τι μένει στο τραπέζι. Ρε συ, ωραία είναι η Αφρική, που λέγανε…

Το εξαιρετικό νοτιοαφρικάνικο cabernet εκτελεί υποδειγματικά την αποστολή για την οποία επιλέχτηκε και κοιμάμαι σαν μαραμπού…

Κυριακή, 17 Οκτωβρίου 2004
Τα δεξιοτίμονα Cherokee μάς περιμένουν στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου. Όλα είναι εξοπλισμένα με road books, ασυρμάτους και ψυγεία με νερά, χυμούς, σνακ κ.λπ. Τι τραβάμε όμως για σας, ε; Όχι, για να δείτε… Ο Αντρέας υποκλίνεται στα 15 χρόνια οδηγικής μου εμπειρίας στη λάθος πλευρά του δρόμου και κάθεται στη θέση του συνοδηγού.

Αφήνουμε πίσω μας τη μακάρια εικόνα κυριακάτικης ανεμελιάς του Λίβινγκστον και κατευθυνόμαστε δυτικά. Τα φρεσκοστρωμένα ασφάλτινα χιλιόμετρα μέσα στο εθνικό πάρκο Μόσι-όα-Τούνγια φεύγουν γρήγορα. Θαυμάζουμε στο μεταξύ τα τεράστια baobab – ορισμένα απ’ αυτά τα δέντρα [adansonia digitata], χρονολογούνται, λένε, πριν τη γέννηση του Χριστού. Το πιστεύω, μερικά απ’ τα κλαδιά τους είναι φαρδύτερα κι απ’ το Cherokee!


Baobab σαν κι αυτό χρονολογούνται πριν τη γέννηση του Χριστού

Ο Οκτώβριος, αρχή του καλοκαιριού στο νότιο ημισφαίριο, είναι καυτός εδώ. Ελέφαντες, καμηλοπαρδάλεις, αγριοβούβαλοι, ζέβρες, ιμπάλα και φακόχοιροι υπομένουν θερμοκρασίες 40°C περιμένοντας καρτερικά την εποχή των βροχών. Η πρώτη μετά τον Απρίλιο έπεσε χτες βράδυ και ήδη μοσχομύρισε το χώμα. Είναι σοφή η μητέρα Φύση. Το καυτό καλοκαίρι είναι που βρέχει στη σαβάνα, ο χειμώνας είναι στεγνός αλλά κρύος.

Δεξιά κι αριστερά, μικρά χωριά πέντε έξι σπιτιών ξεφυτρώνουν ανάμεσα στους θάμνους. Ο κόσμος εδώ ζει όπως ζούσε και πριν από δεκαετίες – ψέματα, αιώνες. Από εδώ άλλωστε δεν ξεκίνησε η ζωή; Σε τρώγλες χτισμένες με λάσπη και σε καλύβια με αχυροσκεπές, με «πόρτες» από λινάτσα, χωρίς βέβαια ηλεκτρισμό, τρεχούμενο νερό ή αποχέτευση. Καλλιεργώντας καλαμπόκι, ταΐζοντας κότες και προσέχοντας τα ζώα πλουσιοτέρων. Εξέλιξη, και μαζί ευλογία, θεωρείται το να έχεις έναν μεγάλο κουβά ή ένα πλαστικό δοχείο, ακόμη κι αν χρειάζεται να περπατάς χιλιόμετρα για να φέρεις πίσω το νερό για τη φαμελιά σου. Πολυτέλεια, και μαζί μεγάλη τύχη, είναι ένα ζευγάρι κάλτσες, μια σοκολάτα ή ένα μεταχειρισμένο μπλουζάκι από διερχόμενο οδηγό Cherokee με ξαφνικές ενοχές.

Μετά τη στάση για τσάι δίπλα στο ποτάμι, στην παλιά ιεραποστολή με τα ανεκτίμητα βιβλία του 19ου αιώνα, κάθομαι αριστερά και δίνω το τιμόνι στον Αντρέα. Με αποτέλεσμα η αφρικανική καμπύλη μάθησής του να γίνει ακόμη πιο απότομη και το ταξίδι μας ακόμη πιο ενδιαφέρον! Μετά τη σχολαστική βυθομέτρηση κάθε λακκούβας που συναντούν στο διάβα τους οι αριστεροί τροχοί τού Jeep, ο Αντρέας αποφασίζει ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με τη φωτογράφιση, αφήνοντας το κουμάντο στον γράφοντα.


Ευγενείς αλλά «κουμπωμένοι» τελωνειακοί 

Στους συνοριακούς σταθμούς με τη Ναμίμπια και την Μποτσουάνα, ευγενείς αλλά «κουμπωμένοι» τελωνειακοί υπάλληλοι ελέγχουν τα διαβατήριά μας, ενώ αγενείς Έλληνες διακωμωδούν τη δικαιολογημένη σχολαστικότητά τους. Την ίδια ώρα, σκυθρωποί Αφρικανοί αξιωματούχοι, με καφέ κοστούμια, κίτρινα πουκάμισα και πολύχρωμες γραβάτες, μας κοιτούν βλοσυρά μέσα από κάδρα στραβοκρεμασμένα σε πράσινους τοίχους διάσπαρτους από αυστηρές ανακοινώσεις για τους κινδύνους της ανηθικότητας και απλοϊκές αφίσες για τα δεινά του σεξουαλικού εκτραχηλισμού.


ABC. Or D!

Στα σύνορα της Μποτσουάνα, μάς υποδέχεται ο Ρομπ Κλίφορντ. Ο Ρομπ και η ομάδα των νεαρών Αφρικανών του rangers θα είναι αυτοί που θα μας φυλάνε από την άγρια πανίδα και την απρόβλεπτη χλωρίδα τις επόμενες ημέρες.

Η πρώτη μας επαφή με χωμάτινο δρόμο είναι λίγο πριν το γεύμα στο Muchenje Lodge [http://www.muchenje.com/Gallery.aspx] με την εντυπωσιακή θέα στην κοιλάδα του ποταμού Chobe. Τούτη εδώ είναι μια κεντρική αρτηρία, από τις πολλές που δεν έχουν ασφαλτοστρωθεί. Είναι όλο εγκάρσιες ραβδώσεις, σαν σανίδα πλυσίματος και λακκούβες, κληρονομιά της εποχής των βροχών.

Είναι αδύνατο να χαράξεις σταθερή τροχιά. Παρατάω κάθε τακτική αποφυγής και αφήνω την ανάρτηση του Cherokee να με βγάλει ασπροπρόσωπο. Το αποτελούμενο από πέντε έξι Αμερικάνους, τέσσερις πέντε Καναδούς, τρεις τέσσερις Μεξικάνους και καμιά 20αριά(!;) Έλληνες δημοσιογράφους γκρουπ δεν είναι το πρώτο σ’ αυτήν την αφρικανική περιπέτεια της Jeep με αποτέλεσμα το Cherokee να είναι φορτωμένο με κάμποσα τέτοια χιλιόμετρα. Τρέμει ολάκερο, αλλά τίποτα πάνω του δεν τρίζει. Εντυπωσιακό!

Πού και πού, από τα κλιματιζόμενα κουκούλια μας, αντικρίζουμε να ξεπροβάλλουν μέσα από το σύννεφο σκόνης που σηκώνει το πλουτοκρατικό μας κονβόι, αθάνατα ιαπωνικά αγροτικά pick-up φορτωμένα με πάλλευκες οδοντοστοιχίες σ’ έναν μαύρο καμβά χαμογελαστών, καλοσυνάτων προσώπων.


Mια κεντρική αρτηρία, από τις πολλές που δεν έχουν ασφαλτοστρωθεί 

Λίγο αργότερα, οδηγώντας τώρα με φουλ τετρακίνηση σε παχιά άμμο, φτάνουμε στο Elephant Valley Lodge, καταυλισμό μας για τα δυο επόμενα βράδια [http://www.africananthology.co.za/elephant-valley-lodge.php].Το περίπτερο, βάση για φωτογραφικά σαφάρι, βρίσκεται πάνω σε μια από τις αρχαιότερες μεταναστευτικές οδούς των αφρικανικών ελεφάντων. Όσο για τις απολεσθείσες αποσκευές μας, περιμένουν ήδη στις σκηνές, bwana!

Μετά από μια κρύα μπίρα, απολαμβάνω ένα πιο κρύο ντους παρέα μ’ ένα σκορπιό “as big as a Buick”. Όταν το παίρνω χαμπάρι, είναι αργά. Για τον σκορπιό. Στο μεταξύ, τα παιδιά του περίπτερου έχουν ετοιμάσει πλούσιο μπάρμπεκιου δίπλα στη φωτιά, αλλά οι προνοητικοί Έλληνες συνάδελφοι έχουν φέρει μαζί τους από την πατρίδα κονσέρβες με ντολμαδάκια γιαλαντζί, ταραμοσαλάτα, ελιές και ούζο! Απίστευτο, αλλά αληθινό.

Μετά το δείπνο, ένας συμπαθέστατος τοπικός δάσκαλος μάς διηγείται με γλαφυρότητα και πάθος την ιστορία του Δρα Λίβινγκστον. Οι ξένοι δημοσιογράφοι κρέμονται απ’ τα χείλη του. Οι Έλληνες δυσανασχετούμε για τη μακρηγορία, διαμαρτυρόμαστε, θορυβούμε, μιλάμε μεταξύ μας και γενικά βαριόμαστε που ζούμε, κατορθώνοντας για μια ακόμη φορά να γίνουμε διεθνώς ρεζίλι, έστω και σε μικροκλίμακα.

Το βράδυ έχει πια πέσει στη σαβάνα, το ίδιο και η θερμοκρασία, και κίτρινα φώτα φωτίζουν τη φυσική ποτίστρα στο βάθος. Ενώ ελέφαντες, αντιλόπες κι άλλα αγρίμια ξεπροβάλλουν σιγά σιγά μέσα απ’ το σκοτάδι, πλησιάζοντας στο νερό για να σβήσουν τη δίψα άλλης μιας καυτής μέρας, εγώ, γνωστός μονόχνοτος και σνομπ, απολαμβάνω τη βραδιά αναπολώντας τη μέρα μόνος, ζώντας σαν σε ντοκιμαντέρ του National Geographic.

Δευτέρα, 18 Οκτωβρίου 2004
Ο ύπνος στη σκηνή-ανάκτορο ήταν μακάριος, αν και όλο το βράδυ ακουγόταν κάποιο πουλί, νομίζω, να αναζητεί επίμονα έναν Πίου-Πίου, σαν ξεχασμένος συναγερμός. Γύρω στις 5, με το πρώτο φως, η σαβάνα ξυπνάει και βρίσκεσαι ξαφνικά στη μέση μιας απερίγραπτης κακοφωνίας από κραυγές, βρυχηθμούς, ουρλιαχτά, κρωγμούς και συριγμούς – σαν ελληνικό talk show, αλλά χωρίς Χατζηνικολάου.

Είναι 7 κι ο ήλιος ήδη καίει. Λίγα μέτρα μετά το περίπτερο, ξεκινάει η πρώτη δοκιμασία off-road. Ο ορίζοντας χάνεται από τα μάτια μου και το Jeep βουτάει με τα μούτρα μέσα σε μια στενή, μαιανδρική κοίτη ποταμού πιο στεγνή κι από στυπόχαρτο. Και τώρα πώς θα βγούμε από δω; Από εκεί που περιμένει ο Ρομπ πάντως, χλωμό το βλέπω. Χάνω όμως τίποτα να προσπαθήσω; Κοντό κιβώτιο και όσο ψηλότερη σχέση για να γλιτώσω το χαζοσπινάρισμα. Κι όσο μένω να κοιτάω τον ουρανό, το Cherokee κάνει μια έτσι και βγαίνει στην επιφάνεια σαν μπάλα μέσα από νερό. Κι αμέσως μετά, ξανά κατηφόρα-τοίχος με απότομη στροφή στον πυθμένα και ακόμη ένας τοίχος, ανηφορικός αυτός, στη συνέχεια. Πρώτη κοντή στο αυτόματο κιβώτιο, μακριά το πόδι απ’ το φρένο και το Jeep σταλάζει προς το βυθό. Στον πάτο, αλλαγή σε 2η, μαλακά με το γκάζι και το Cherokee ξαναβγαίνει χωρίς πολλά-πολλά απ’ την τρύπα. Κι όλα αυτά με τα νορμάλ, ασφάλτινά του λάστιχα!


Tο Jeep βουτάει μέσα σε μια μαιανδρική κοίτη ποταμού πιο στεγνή κι από στυπόχαρτο

Θυμάμαι το “as slow as possible, as fast as necessary” που μας σύστησαν χτες βράδυ κι επιβεβαιώνω πως αν κάνεις –ακριβώς όμως!– αυτά που σου λένε, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Συνάδελφοι που κάνουν του κεφαλιού τους βουλιάζουν πόρτες, στραβώνουν μαρσπιέ και ξηλώνουν φτερά.


Μέσα στο δάσος με τα μισοκαμένα τικ

Με το κιβώτιο στο 4Η, συνεχίζουμε τη διαδρομή, προσπαθώντας να μη χάνουμε τη φόρα μας πάνω στη μαλακιά άμμο, ανάμεσα σε μισοκαμένα δέντρα τικ [τεκτονία η μείζων, για να μη λέτε ότι δεν μαθαίνετε τίποτε εδώ] προς τον επόμενο σταθμό μας, το χωριό Μαμπέλε, χωριό που η Jeep έχει πάρει υπό την προστασία της. Στα μισά της διαδρομής, μάς περιμένει αυτοκίνητο της οργάνωσης με κάθε λογής τσάι, ξερά φρούτα και φρεσκοψημένα, μυρωδάτα, σπιτικά μπισκότα. Ορισμένοι που φαίνεται πως δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς φραπόγαλο και τοστ ανάμικτο κατεβάζουν κάτι μούτρα να.

Ναι, αλλά πού πήγε ο δρόμος; Πού χάθηκαν τα Wrangler των rangers; Να το χωριό εκεί κάτω, αλλά από πού θα κατέβουμε; Όχι από δω, ελπίζω. Κι όμως. Για μια ακόμα φορά τα Cherokee μάς αφήνουν με το στόμα ανοιχτό.


Ο μέσος οδηγός βάζει την ουρά στα σκέλια πολύ πριν ένα Jeep βάλει τον επιλογέα στο 4L

Όχι μόνο κατεβαίνουν τη σαθρή πλαγιά με τη σκόρπια πέτρα, όχι μόνον την ανεβαίνουν ξανά, έτσι για πλάκα, αλλά την κατεβαίνουν και πάλι, από δυσκολότερο τώρα μέρος, με τουλάχιστον δυο τροχούς στον αέρα, δρασκελίζοντας κομμένους κορμούς και καβαλώντας πεσμένους βράχους. Και για μια ακόμα φορά διαπιστώνω ότι ο μέσος οδηγός βάζει την ουρά στα σκέλια πολύ πριν ένα Jeep βάλει τον επιλογέα στο 4L.

Στην είσοδο του σχολειού στο Μαμπέλε, τα παιδιά μάς υποδέχονται με πλατιά χαμόγελα και χαρούμενα τραγούδια. Δίνουμε στη δασκάλα Μάγκι τα λιγοστά που φέραμε για τα παιδιά, τα οποία μας ανταμείβουν τραγουδώντας τραγούδια του τόπου τους, χορεύοντας με τον έμφυτο αυτό ρυθμό που προικίζει κάθε Αφρικανό. Όμως, αυτό που ζητούν περισσότερο απ’ όλα είναι το νερό. Τους δίνουμε ό,τι υγρό έχουμε στο αυτοκίνητο και αντικρίζω χαμόγελα που όμοιά τους δεν έχω ξαναδεί!


Τα παιδιά του σχολείου του Μαμπέλε

Ο 12χρονος Μαρούμο παίζει μ’ ένα μακρύ, σκουριασμένο σύρμα που στη μια άκρη του μοιάζει με ρόδα και στην άλλη με τιμόνι – το δικό του PlayStation. [Να θυμηθώ, με το που θα γυρίσω σπίτι, να ρίξω μια σφαλιάρα στην κόρη μου. Αυτή δεν θα ξέρει γιατί, θα ξέρω όμως εγώ]. Ο Μαρούμο οδηγεί το “Jeep” του πάνω από πετραδάκια, κλαδιά και λάσπη που έχει στρώσει επί τούτου. «Όταν μεγαλώσω θα ‘ρθω κι εγώ στη δικιά σου χώρα με το δικό μου Jeep», υπόσχεται. 


Ο Μαρούμο και το δικό του Jeep

Ταπεινωμένοι, δεν έχουμε παρά ν’ αποσυρθούμε για ένα ακόμη πλουσιοπάροχο al fresco γεύμα στην όχθη του ποταμού Τσόμπε. Το πρόγραμμα για τη συνέχεια γράφει: “Drive through Chobe National Park for game viewing”. «Πάλι σαφάρια;», ακούω συνάδελφο να γκρινιάζει, ευτυχώς στα ελληνικά. «Πότε θα γυρίσουμε στο ξενοδοχείο;» Τίποτα δεν με εκπλήσσει πια…

Ακολουθούμε νωχελικά την όχθη του ποταμού χαζεύοντας καχύποπτους αγριοβούβαλους, ύπουλους κροκόδειλους και περιφρονητικές καμηλοπαρδάλεις. Οι λιγοστοί ιπποπόταμοι αδιαφορούν για την παρουσία μας. Και συνειδητοποιώ ότι είμαστε εμείς το αξιοθέατο, με τα μεταλλικά κουτιά μας, όχι η Αφρική. Σταματάω πού και πού το Jeep δίνοντας προτεραιότητα στους ελέφαντες. Πάντα σβήνω τον V6 και ανοίγω τα παράθυρα – την Αφρική οφείλεις να τη ζεις με όλες σου τις αισθήσεις. Να τη βλέπεις, να την ακούς, να την αγγίζεις, να τη μυρίζεις…


Σταματάω πού και πού το Jeep δίνοντας προτεραιότητα στους ελέφαντες

Στο μεταξύ, από το VHF ακούω ότι το πίσω δεξί μου λάστιχο έχει κάτσει, αλλά ούτε που να το σκεφτώ, μου λένε, να το αλλάξω εδώ. Θα περιμένουμε να βγούμε από το πάρκο. Στην έξοδο, οι φύλακες ψεκάζουν τα λάστιχα και τα παπούτσια μας με δυνατό απολυμαντικό, αλλάζουμε το λάστιχο και, πριν πέσει ο ήλιος, επιστρέφουμε στο Elephant Valley Lodge.


Πάντα σβήνω τον κινητήρα και ανοίγω τα παράθυρα

 Έλεγχος για σκορπιούς, κρύο ντους, παγωμένες μπίρες, καλό φαγητό, ακόμη καλύτερο κρασί, δροσερή νύχτα, αναπαυτικές πολυθρόνες και στο φόντο και πάλι τα αγρίμια που έρχονται να πιουν νερό. Θα μπορούσα να ζήσω έτσι, σκέφτομαι. Φοβάμαι όμως ότι μετά από καμιά δεκαριά χρόνια μπορεί και να βαριόμουνα… Το βράδυ, το αναθεματισμένο πουλί-συναγερμός εκεί, το βιολί του. Πώς το ‘λεγε ο Μίμης Φωτόπουλος; Το δίκαννο!

Τρίτη, 19 Οκτωβρίου 2004
Άλλη μια λαμπρή μέρα. Επιστρέφουμε από την Μποτσουάνα στη Ζάμπια φορτώνοντας τα Jeep στο ίδιο ferry που διασχίζει τον Ζαμβέζη εδώ και αιώνες – εντάξει, όχι ακριβώς το ίδιο, αλλά μη νομίζετε ότι έχουν αλλάξει και πολλά.


Διασχίζοντας τον Ζαμβέζη

Στην αντίπερα όχθη, συναντώνται στον ίδιο συνοριακό σταθμό τέσσερις χώρες: Ζάμπια, Μποτσουάνα, Ναμίμπια και η Ζιμπάμπουε του Σάββα. Χάος και γραφειοκρατία x 4! Κάποτε ξεμπερδεύουμε κι επιστρέφουμε στο Royal Livingstone Hotel. Οι αποσκευές μας φεύγουν ξεχωριστά για το αεροδρόμιο –αλλά ποιος νοιάζεται τώρα αν θα χαθούν;– και να τη πάλι η Nationwide να μας «στείλει» πίσω στο Γιοχάνεσμπουργκ.

Πέντε ώρες μετά, η πόρτα του Boeing της Air France κλείνει πίσω μας ερμητικά και οι εικόνες, οι ήχοι και οι μυρωδιές με τις οποίες ζήσαμε τις τελευταίες μέρες δίνουν τη θέση τους στην αποστειρωμένη ατμόσφαιρα του 747. Επιστρέφουμε στον «πολιτισμό». Τα φώτα της Αφρικής χάνονται σιγά σιγά μέσα στη νύχτα κι έχω ήδη αρχίσει να επινοώ δημοσιογραφικές αποστολές για να επιστρέψω, ίσως σε μια άλλη ζωή. Κι αν είναι και πάλι με Jeep, τόσο το καλύτερο.

Εσείς με το περιπετειώδες πνεύμα και τη δίψα για μάθηση, μη φοβηθείτε τις 15 τόσες ώρες πτήσης, την κάψα της αφρικανικής σαβάνας, την έλλειψη βασικών ανέσεων (εμείς βέβαια ούτε που την καταλάβαμε) και τη γραφική γραφειοκρατία. Και μη ντραπείτε να ρίξετε στη βαλίτσα σας ό,τι παλιό (ή καινούριο) ρούχο, μολύβι, σαπούνι, φαγώσιμο ή ό,τι άλλο βάλει ο νους σας. Και μακάρι η παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία, τα εκατομμύρια στελέχη που την απαρτίζουν και οι χιλιάδες παρατρεχάμενοι, όπως εγώ, που ζούμε απ’ αυτήν να μπορέσουμε να σκαρφιστούμε ανάλογους, ή και πιο απλούς τρόπους απ’ αυτόν που σκέφτηκε η Jeep για να πάρει δημοσιότητα προσφέροντας όμως βοήθεια εκεί όπου πραγματικά χρειάζεται. Με τι, όμως, πώς και από πού θα ξεκινήσουμε, ανάθεμα κι αν ξέρω...




Τρίτη, 4 Ιανουαρίου 2005
Σαν τον καλύτερο επίλογο, το παρακάτω SMS έφτασε στο κινητό μου σήμερα, τρεις μήνες μετά: “Welcome to Botswana and thank you for roaming with Mascom. For your emergency [τρεις ολόκληρους μήνες μετά!] and travel info dial 147…”


Και λίγα για τους σπασίκλες ανάμεσά μας.

Ζάμπια
Η Βόρεια Ροδεσία έγινε Ζάμπια το 1964 όταν απέκτησε την ανεξαρτησία της από τη Μ. Βρετανία. Πρωτεύουσά της είναι η Λουσάκα. Έχει συνολική έκταση 752.614 τετραγωνικά χιλιόμετρα (132.000 η Ελλάδα) και 10 εκατομμύρια πληθυσμό. Το χαμηλότερό της υψόμετρο είναι τα 329 μ. (ο ποταμός Ζαμβέζης) και ψηλότερο τα 2.301 μ. Η οικονομία της βασίζεται σε πολύτιμα ορυκτά, όπως χρυσός, κοβάλτιο και ουράνιο, αλλά και στην υδροηλεκτρική ενέργεια από τα νερά του Ζαμβέζη.

Μποτσουάνα
Το πρώην βρετανικό προτεκτοράτο της Μπετσουάναλαντ απέκτησε την ανεξαρτησία και το καινούριο του όνομα το 1966. Πρωτεύουσα είναι το Γκαμπορόν. Έχει συνολική έκταση 600.370 τετραγωνικά χιλιόμετρα και πληθυσμό μόλις 1,5 εκατομμύριο. Το χαμηλότερο σημείο έχει υψόμετρο 513 μ. και το ψηλότερο 1.489 μ. Το έδαφος είναι βασικά επίπεδο και περιλαμβάνει την έρημο Καλαχάρι στα νοτιοδυτικά. Η οικονομία της χώρας βασίζεται σε ορυκτά όπως χαλκός, νικέλιο, σίδηρος, ασήμι και διαμάντια. Η Μποτσουάνα έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας από AIDS, αλλά ταυτόχρονα ένα από τα πιο προοδευτικά και αποτελεσματικά προγράμματα για τον έλεγχο της εξάπλωσης της ασθένειας.

“Dr Livingstone, I presume?”
Ο Σκοτσέζος Ντέιβιντ Λίβινγκστον (1813-1873) ήταν ένας αξιοπερίεργος συνδυασμός γιατρού, ιεραπόστολου, εξερευνητή, επιστήμονα και πολέμιου της δουλείας. Έζησε 30 χρόνια στην Αφρική, εξερευνώντας σχεδόν το ένα τρίτο της ηπείρου, από το νοτιότερό της άκρο ώς τον Ισημερινό.

Αν και, ή μάλλον επειδή, ήταν αγαπητός στους Αφρικανούς, ο Λίβινγκστον έκανε πολλούς εχθρούς ανάμεσα στους δουλέμπορους της εποχής. Οι επιστολές που έστελνε πίσω στη Μ. Βρετανία σχετικά με τις σφαγές των Αφρικανών από τους πολιτισμένους άποικους, επηρέασαν μεν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, αλλά δεν έφτασαν για να σταματήσει εντελώς το δουλεμπόριο, που είχαν ξεκινήσει οι Πορτογάλοι τον 16ο αιώνα, μεταξύ Αφρικής και Αμερικής.

Το 1865, σε ηλικία 52 ετών, ο Λίβινγκστον ξεκίνησε το πιο γνωστό και συνάμα τελευταίο του ταξίδι. Έχοντας χάσει τους αχθοφόρους, τα ζώα και όλα του σχεδόν τα εφόδια, συνέχισε ουσιαστικά μόνος. Στις 10 Νοεμβρίου του 1871, κοντά στη λίμνη Τανγκανίκα, τον συνάντησε ο Ουαλός δημοσιογράφος-εξερευνητής Χένρι Μόρτον Στάνλεϊ που είχε σταλεί πριν ένα χρόνο(!) από την εφημερίδα New York Herald για να τον βρει. Λέγεται ότι τον χαιρέτησε με την παραπάνω φράση που από τότε έχει μείνει στην ιστορία.



Με τα εφόδια του Στάνλεϊ, ο Λίβινγκστον, αν και άρρωστος από δυσεντερία, συνέχισε το ταξίδι του μέχρι τις 30 Απριλίου 1873, όταν και πέθανε. Όπως ο ίδιος είχε ζητήσει, το σώμα του στάλθηκε πίσω στο Λονδίνο, αλλά η καρδιά του τάφηκε στην Αφρική.

Eugene the jeep
Στις 20 Μαρτίου του 1936, πέντε χρόνια πριν η Willys-Overland κατασκευάσει το πρώτο Willys MB για τον αμερικανικό στρατό, στο κόμικ του E. C. Segar με ήρωα τον Popeye εμφανίστηκε για πρώτη φορά ένα μικρό τερατάκι που άκουγε στο όνομα Eugene the jeep, «το 8ο θαύμα του κόσμου». Το jeep «είναι ένα ον το οποίο αν και ζει σ’ έναν τρισδιάστατο κόσμο –τον δικό μας–, προέρχεται από έναν άλλο με τέσσερις διαστάσεις».




Το jeep που ήρθε στον Popeye από την Αφρική, δόθηκε στην Olive Oyl ως δώρο γενεθλίων, ενώ αν δεν φάει καθημερινά ορχιδέες θα πεθάνει. Το jeep έχει δε την ικανότητα να εξαφανίζεται και να επανεμφανίζεται όπου του καπνίσει. Από αυτό το ζωάκι πήρε το όνομά του και το αυτοκίνητο-πασπαρτού. Υπάρχει βέβαια και η άλλη εκδοχή που θέλει το Jeep να έχει πάρει το όνομά του από τα αρχικά GP που συμβόλιζαν το όχημα General Purpose της Willys. Αλλά πού είναι η μαγεία σ’ αυτό;

Και γιατί Cherokee;
Το μοντέλο πήρε το όνομά του από τον ομώνυμο αυτόχθονα λαό της Αμερικής. Το Cherokee προέρχεται από το Chelokee που στη γλώσσα των ιθαγενών Αμερικανών Κρικ, σημαίνει «άνθρωποι με διαφορετική ομιλία» - [σαν τον πατέρα της Νία Βαρντάλος στο Γάμος αλά Ελληνικά ακούγομαι, το ξέρω]. Οι ίδιοι οι Cherokee (προφέρεται Τσεροκί) ωστόσο, προτιμούν το Tsalagi ή το Aniyunwiya που σημαίνει πρωτεύων, πρώτος τη τάξει, αρχικός λαός. Όχι, για να μη νομίζετε ότι τα ονόματα των μοντέλων επιλέγονται τυχαία…

ΒΧ