6/1/12

Αναπολώντας το 8ο


Τετρακόσια χιλιόμετρα σε 23 ώρες. Σερί. Παρέα με κατολισθήσεις, βράχια, ανεμοσούρια, λάσπη, νεροφαγώματα, γκρεμισμένους δρόμους, βροχή, περισσότερη βροχή και τη μητέρα κάθε χιονοθύελλας. Το 8ο DRIVE Trophy του 2005, η μεγάλη off-road δοκιμή / θεσμός του περιοδικού DRIVE, το οποίο είχα την τιμή να διευθύνω τότε, θα έμενε στην ιστορία ως «Το Εφιαλτικό 8ο». Ήταν, και με διαφορά μάλιστα, ό,τι δυσκολότερο είχε αντιμετωπίσει μέχρι τότε (αλλά και από τότε) η συντακτική ομάδα του περιοδικού. Με την αφορμή μιας πρόσφατης κακοκαιρίας που για μια ακόμα χρονιά άφησε τα ιστορικά πολύπαθα χωριά της Αργιθέας αποκλεισμένα από την υπόλοιπη Θεσσαλία και τον έξω κόσμο, ανέσυρα από το αρχείο μου τα όσα είχα γράψει και τα χτένισα λίγο για να τα μοιραστώ και μαζί σας.

Οι φωτογραφίες είναι των Γιώργου Σβολόπουλου, Δημήτρη Πετρατζά και Nebojsa Lazic.

8o DRIVE Trophy 2005

Φαντάζομαι πως το πράγμα είχε αρχίσει να στραβώνει από τη στιγμή που ο Κλεάνθης (Τριανταφυλλίδης) έμεινε Σαββατιάτικα στο μπάνιο με τις σαπουνάδες. Το λουτρό του «γουρλή» μας όμως δεν ήταν το μόνο που στέρεψε. Άνυδρος δεν έμεινε μόνο ο ξενώνας «Ν. Πλαστήρας» στη Νεράιδα, αλλά όλο το χωριό όταν το εκχιονιστικό της Νομαρχίας, μαζί με τα δυο μέτρα χιόνι που σκέπαζαν το δρόμο απ’ το βουνό, «εκχιόνισε» και δυο μέτρα του αγωγού που κατεβάζει από εκεί το πηγαίο νερό. Και πότε; Όταν καμιά 20αριά άνθρωποι με καμιά 20αριά αυτοκίνητα ήταν ήδη στο δρόμο για τη Νεράιδα, στη λίμνη Πλαστήρα, βάση μας για φέτος.

Το βράδυ πάντως της Κυριακής όλα είχαν μπει σ’ έναν λογαριασμό και μετά από κάμποσους σχεδιασμούς, ανασχεδιασμούς, αναβολές και πολλά χιλιόμετρα αναγνωρίσεων, το πρωί της Δευτέρας ήμασταν πια έτοιμοι να ξεκινήσουμε ένα ακόμα DRIVE Trophy. Αλλά κανένας, μα κανένας, δεν φανταζόταν τι μας περίμενε τις επόμενες 24 ώρες…



Βλέπετε, δίπλα στο τζάκι του υπογράφοντος, μια ήσυχη νύχτα του Νοέμβρη, πάνω από απλωμένους χάρτες και πολύχρωμους μαρκαδόρους και μ’ ένα καλό malt στο χέρι, το εγχείρημα, για τους ατρόμητους συντάκτες του περιοδικού, φάνταζε παιχνιδάκι. Με βάση τη Νεράιδα, θα καβαλούσαμε τα βουνά δυτικά για να πέσουμε στο Μέγα Ρέμα και τον Καρβασαρά από πίσω, με σκοπό τη μια μέρα να κάνουμε τη βόρεια διαδρομή Νεράιδα-Νεραϊδοχώρι, και την άλλη τη νότια, ενώνοντας τη Λίμνη Πλαστήρα με αυτή των Κρεμαστών. Όλα δε αυτά από ξεχασμένους δασικούς δρόμους που μέσα σε λίγα χιλιόμετρα σκαρφαλώνουν στα 1.500 μ. αφήνοντας πίσω τους κοίτες ορμητικών ποταμών για να βυθιστούν και πάλι σε ψαρωτικές, ανήλιαγες χαράδρες που σκιάζουν αφρισμένα νερά και μισοερειπωμένα πέτρινα γεφύρια. Τα πολλά χιόνια που έπεσαν όμως λίγες μέρες πριν την αναχώρησή μας, χιόνια που λιώνουν κατά τον Απρίλιο, μας έστειλαν πίσω στο «σχεδιαστήριο» και μας ανάγκασαν να προσφύγουμε στο Plan B.


Somewhere over the rainbow...

Έτσι, το πρωί της Δευτέρας, 13/2/2005, βρήκε 17 καινούρια τετρακίνητα μοντέλα –το Grand Vitara μάς είχε αφήσει χρόνους μια μέρα πριν όταν έχασε τα λάδια του στην Eθνική– με 17 λιγότερο καινούριους οδηγούς, τρεις φωτογράφους, δυο εικονολήπτες, έναν κουμπάρο γιατρό [δεν ξέρεις καμιά φορά], δυο τρεις καλούς φίλους, έναν ψυχωμένο σκύλο και δυο «αλεξίσφαιρα» αυτοκίνητα υποστήριξης να ξεκινούν με προορισμό τα Άγραφα, όχι απ’ την αρχική διαδρομή, αλλά από άλλη, πολύ μακρύτερη. Η οποία κινείται στην αρχή βόρεια για να καβαλήσει τη ράχη, στον άξονα Τρικάλων-Άρτας, και να κατηφορίσει μετά στα περίφημα χωριά της Αργιθέας και στη Συκιά, τον κρανίου τόπο όπου κάποτε μπορεί και να γίνει το φράγμα για την εκτροπή του Αχελώου.

Μέσα σε τρεις μόνο μέρες, χάρη στο θυελλώδη νοτιά, η θερμοκρασία έχει ανέβει 15 ολόκληρους βαθμούς και οι χιονισμένοι δρόμοι της προηγούμενης Παρασκευής έχουν δώσει τη θέση τους σ’ ένα συνονθύλευμα λιωμένου χιονιού, θρυμματισμένης πέτρας και κρύας λάσπης, σαν μπαγιάτικο λιωμένο και παγωμένο ξανά παρφέ κρέμα-σοκολάτα.


To πρώτο σκασμένο λάστιχο της ημέρας

Κατηφορίζοντας προς τον αρχαιολογικό χώρο της Αργιθέας, πρωτεύουσας στην αρχαιότητα του κράτους των Αθαμάνων [μαθαίνετε πράγματα εδώ], τρυπάει ένα από τα λάστιχα του Touareg που οδηγεί ο Στεργιόπουλος και ο Τάσος σταματάει να το αλλάξει. Η ρεζέρβα του VW είναι ανάγκης, πράγμα που σημαίνει ότι το Touareg θα είναι η πρώτη απώλεια, για σήμερα τουλάχιστον. [δίδαγμα 1ον: δεν ξεκινάμε διαδρομή off-road χωρίς κανονική ρεζέρβα]. Μέχρι να τελειώσει ο Τάσος, οι υπόλοιποι ξεμουδιάζουμε έξω από τα αυτοκίνητα προσπαθώντας να κρατήσουμε τον Κωστάκη (Κοτσίρη) σε επαφή με το έδαφος, στην κυριολεξία. Γιατί ο αέρας είναι απίστευτος! Λυσσομανάει και το φαράγγι τον επιταχύνει ακόμα περισσότερο. Τα μάτια και τα αυτιά μας είναι στραμμένα στις πλαγιές. Σπασμένα κλαδιά σβουρίζουν πάνω απ’ τα κεφάλια μας, ενώ πέτρες πέφτουν στο δρόμο. Δεν πηγαίνουμε σιγά σιγά; Καλά που δεν θα γυρίσουμε από δω. Μέχρι το βράδυ θα ‘χει γίνει κόλαση!

Στο πρόβλημα «ποιος θα χρεωθεί την επιστροφή του Touareg», δίνει λύση ο φίλος αναγνώστης του περιοδικού Γιώργος Γκιβίτσης που προσφέρεται να γυρίσει το μεγάλο VW πίσω για επισκευή του λάστιχου με σκοπό να μας βρει αργότερα ίσως. Λες κι ήξερε τι περίμενε τους υπόλοιπους… Επιστρέφοντας προς την Καρδίτσα, μια λανθασμένη, όπως θα αποδειχτεί, ένδειξη για ένα ακόμα σκασμένο λάστιχο τον αναγκάζει να βγει έξω για να ελέγξει. Με το που κάνει να κατέβει όμως, ο αέρας παίρνει τη βαριά πόρτα μαζί με τον ελαφρύ Γιώργο και τους στέλνει να φρενάρουν πάνω στους μεντεσέδες. Η γερμανική κατασκευή αντέχει στο θυελλώδες 12άρι και η ζημιά είναι ευτυχώς μικρή.

Η στρατιωτική γέφυρα στο Κουμπουργιαννίτικο ρέμα. Άπαντα βαίνουν καλώς. Προς ώρας...

Την ίδια ώρα, ο γράφων με το Toyota Land Cruiser και πλήρωμα τον φωτογράφο Σβολόπουλο, οδηγεί το κονβόι κατηφορίζοντας προς τη Συκιά. Διαμέσου της παλιάς στρατιωτικής γέφυρας πάνω απ’ το Κουμπουργιαννίτικο ρέμα [αυτά είναι ρε ονόματα ποταμών, όχι κάτι Αλφειός, Λάδων και τέτοια], φτάνουμε στις διαβόητες πέντε γαλαρίες, γνωστές ως Πέντε Αδέλφια. Οι μεγάλοι σταλακτίτες που πριν λίγες μέρες κρέμονταν σαν αυλοί τεράστιου εκκλησιαστικού οργάνου από τις οροφές των παλιάς κοπής, χωρίς ουσιαστική επίστρωση και γεμάτων υγρασία τούνελ έχουν τώρα λιώσει. Στην αναγνώριση είχαμε περάσει από κάτω τους με σφιγμένα δόντια και μισόκλειστα μάτια – ένας δίμετρος τέτοιος διαπερνά οροφή αυτοκινήτου για πλάκα. Σκέφτομαι ότι είναι απίστευτο που τέτοιος δρόμος είναι ανοιχτός στην κυκλοφορία.

Στη Συκιά

Η φωτογράφιση και η βιντεοσκόπηση στο σεληνιακό τοπίο της Συκιάς, δίπλα στα αφρισμένα νερά του Αχελώου, παίρνουν λίγο χρόνο παραπάνω κι έτσι φτάνουμε στην ιστορική γέφυρα του Κοράκου που, δρασκελίζοντας τον Αχελώο σ’ ένα στενό του σχετικά σημείο, ενώνει τη Θεσσαλία με την Ήπειρο [http://www.piges.gr/korakou.php] με μισή ώρα καθυστέρηση και κλειστό το επόμενο «παράθυρο».

«Παράθυρο»; Δηλαδή; Να σας πω. Ο δρόμος που ανηφορίζει προς Μελάνυδρο, Βραγγιανά και τα χωριά των Αγράφων στ’ αριστερά μας, είναι από τους  πιο «επιρρεπείς» σε κατολισθήσεις και σαν το γεφύρι της Άρτας, ένα πράγμα – ολημερίς τον χτίζουνε, το βράδυ γκρεμίζεται, ή μάλλον σκεπάζεται από βράχια. Για τους απαραίτητους λοιπόν καθημερινούς εκβραχισμούς, υπάρχουν εκεί stand-by μπουλντόζες, γκρέιντερ και τσάπες. Κάθε μέρα ο δρόμος ανοίγει για λίγα μισάωρα (το «παράθυρο» που λέγαμε), ενώ τις υπόλοιπες ώρες είναι κλειστός. Τη νύχτα βέβαια είναι θεωρητικά ανοιχτός, αλλά ποιος τρελός θα τολμήσει να περάσει από εκεί νυχτιάτικα μέσα στο καταχείμωνο;


"Δεν ανησυχώ, έχουμε ακόμα πέντε ώρες φως". Famous last words.

Βέβαια, ο Κλεάνθης φώναζε από νωρίς για το κλείσιμο του δρόμου, αλλά ποιος τον άκουγε; Σίγουρα όχι ο αδιόρθωτα αισιόδοξος γράφων. Βλέπετε, στις αναγνωρίσεις, με λίγη κουβεντούλα και λίγη υπομονή είχαμε καταφέρει τα παιδιά που δούλευαν εκεί να μας κάνουν λίγο χώρο και να περάσουμε, εκτός «παραθύρου». Το ίδιο ήλπιζα να γίνει και τώρα, αλλά πού τέτοια τύχη. Σήμερα η βροχή είχε κατεβάσει ολόκληρο βουνό, πού να βρεθεί χώρος για 20 τζιπ;

Στο γεφύρι του Κοράκου

Crisis management στο γεφύρι. (…) Παίρνω τελικά την απόφαση να συνεχίσουμε νότια για να βρούμε το γεφύρι της Τέμπλας που ενώνει την Αιτωλοακαρνανία με την Ευρυτανία κοντά στα Βρουβιανά, αλλά όχι πριν ακούσω τις επιφυλάξεις του Κλεάνθη. Δεν ανησυχώ. Έχουμε μπροστά μας τουλάχιστον πέντε ώρες φως ακόμα, τι διάολο; Οδηγώντας το κονβόι στο ατέλειωτο πάνω κάτω, αριστερά δεξιά, βλέπω τα σύννεφα γύρω να βαραίνουν ακόμα περισσότερο. Αλλά έχω στο μυαλό μου την ατάκα του θεατρώνη Geoffrey Rush στο Shakespeare in Love: “Strangely enough, it all turns out well. I don't know how. It's a mystery”. Είπαμε: αδιόρθωτα αισιόδοξος…
Με τα πολλά φτάνουμε στο μικρό, παλιό γεφύρι της Τέμπλας [http://vrouviana.gr/gefira.html], περνάμε τον Αχελώο και αρχίζουμε ν’ ανηφορίζουμε βόρεια. Η βροχή δυναμώνει, τα χιλιόμετρα έχουν ήδη ξεπεράσει αυτά που σχεδιάζαμε να κάνουμε κι ένας θεός ξέρει τι άλλο μας επιφυλάσσει ο παλιόκαιρος. Σκοπός μας, θυμάστε, είναι να βρεθούμε πίσω απ’ τους εκβραχισμούς για τους οποίους έγραψα πιο πάνω και ν’ ανεβούμε προς Αετοχώρι για να κατηφορίσουμε μετά προς τη λίμνη της Στεφανιάδας και την ιστορική Μονή Σπηλιάς. Από εκεί, ανάλογα με την ώρα, ή θα επιχειρήσουμε να κατεβούμε ακόμα πιο νότια, προς τα Άγραφα, ή θα συνεχίσουμε βόρεια προς Πετρίλο και Πευκόφυτο.


Δρόμοι που μοιάζουν να στριφογυρίζουν γύρω απ' τον εαυτό τους


Συνεχίζουμε μέσα σε βροχή και λάσπη, σε άγνωστους δρόμους που μοιάζουν να στριφογυρίζουν γύρω απ’ τον εαυτό τους. Πινακίδες είπατε; Βέβαια, πολλές! Και πουθενά ψυχή να σου πει πού διάολο είσαι. Σε κάθε διασταύρωση ακολουθώ το ένστικτό μου και την πυξίδα προσπαθώντας να κατευθύνω το κονβόι προς τον βορρά. Σ’ έναν μικρό οικισμό συναντάμε ένα αγροτικό. Δυο παιδιά μού λένε ότι είμαστε στο Καταφύλλι. Καλά πάμε, λοιπόν! Και να επιτέλους η διασταύρωση προς Αετοχώρι και Στεφανιάδα. Από δω και πάνω τα ξέρω τα μέρη απ’ έξω. Τα κάναμε εξάλλου πριν από λίγες μέρες.
Στον στενό, όλο νεροφαγώματα κατσικόδρομο που ανηφορίζει κατάστηθα το βουνό προς το Αετοχώρι, το κρύο σούρουπο έχει παγώσει το χιόνι και τη λάσπη, ενώ η καταιγίδα που συνεχίζει να λυσσομανάει, όλο και βρίσκει καινούριους τρόπους να μας φράξει το διάβα. Όντας πρώτοι, βγαίνουμε κάθε λίγο με τον Γιώργο για να ελευθερώσουμε το δρόμο από κλαδιά, δέντρα, βράχους, παπάδες κι ό,τι άλλο βάλει ο κουρασμένος νους του ανθρώπου. Τα χέρια μου έχουν πληγιάσει και το τιμόνι του Land Cruiser είναι μούσκεμα. Απορώ πού βρίσκω την όρεξη να τινάζω τη λάσπη απ’ τα πόδια μου για να μη λερώσω το εσωτερικό κάθε φορά που κάνω να μπω μέσα.

Ανοίγοντας το δρόμο προς το Αετοχώρι

Μας παίρνει μισή ώρα να κάνουμε μόλις 7 χλμ. κι έχει πια νυχτώσει για τα καλά. Γυρνώντας μια στροφή, βλέπω τα φώτα του «συρμού» πίσω να έχουν κοπεί στη μέση. Τα κινητά μας βέβαια δεν πιάνουν εδώ, ενώ οι μπαταρίες των VHF έχουν ήδη παραδώσει το πνεύμα. [δίδαγμα 2ον: του χρόνου να έχουμε μαζί μας VHF που να παίρνουν ρεύμα και απ’ το αυτοκίνητο]. Υποψιάζομαι ότι αιτία της αποκόλλησης του πίσω μέρους της ομάδας είναι το X-Trail που έχει μείνει δικίνητο. Κι έτσι τελικά είναι. Ακόμα και οι ικανότητες ενός Παντελή (Πατέλου) ωχριούν μπροστά σε ανηφορικό πάγο και το Nissan περιορίζεται στο να σπινάρει ανήμπορο τους μπροστινούς του τροχούς. Με τη βοήθεια των συναδέλφων που σπάνε τον πάγο με τις αξίνες και τα φτυάρια, το Nissan συνεχίζει και κάποτε καβατζάρουμε όλοι τη ράχη στα 1.400 μ. και αρχίζουμε, προσεκτικά γιατί ο δρόμος είναι γυαλί, τον κατήφορο για Αετοχώρι.

Σπάζοντας τον πάγο

 Ακούτε τώρα εσείς Αετοχώρι και φαντάζεστε χωριό με πλατεία, πλάτανο, βρύσες, καφενείο, εκκλησία, τέτοια. Αν θυμάμαι καλά, το Αετοχώρι είναι ενάμισι έρημο σπίτι κάπου πάνω απ’ τον φερόμενο ως δρόμο για Στεφανιάδα. Η οποία Στεφανιάδα είναι μια όμορφη, μικρή, φυσική λίμνη που αξίζει να δείτε τους καλοκαιρινούς μήνες [http://www.stefaniada.gr].

"Φέρνουμε τα φτυάρια εμπρός και με βάρδιες πιάνουμε το ξεχιόνισμα"

Λίγο μετά τη ράχη, τα φώτα του Land Cruiser φωτίζουν έναν όγκο χιονιού, ύψους ενός περίπου μέτρου και βάθους τεσσάρων πέντε, να μας κλείνει το δρόμο. Φέρνουμε όλα τα φτυάρια εμπρός και με βάρδιες πιάνουμε το ξεχιόνισμα. Μισή ώρα μετά, το πλοηγό Land Cruiser ανοίγει δρόμο για να συνεχίσουμε και… να σταματήσουμε 100 μόλις μέτρα πιο κάτω. Τώρα έχουμε απέναντί μας ένα βουνό χιόνι, τουλάχιστον δυο μέτρα ψηλό και, απ’ όσο μπορώ να δω, καμιά δεκαριά μέτρα βαθύ. Ο Τάσος, που δεν κωλώνει πουθενά, προτείνει να τον πλακώσουμε με τα φτυάρια. Πόση ώρα όμως θα μας πάρει ν’ ανοίξουμε δρόμο; Και ποιος μας λέει ότι τούτη εδώ η κατολίσθηση θα είναι η τελευταία; Δύσκολα τα πράγματα. «Φοβάμαι ότι πρέπει να γυρίσουμε πίσω», λέω στον Κλεάνθη και τον Νίκο (Τσακωνιάτη) που ακολουθούν με το Cherokee. Να γυρίσουμε πίσω; Μια κουβέντα είναι αυτή για ένα κονβόι 20 οχημάτων που εκτείνεται σε μήκος 150 μέτρων. Ασυναίσθητα μου έρχεται στη σκέψη ο πρόσφατος χαμός των πεζοπόρων στο Μαίναλο και ανατριχιάζω. Και δεν είναι από τους 2° C…

End of the road...

Σε τέτοιου είδους διαδρομές, πάντα «μαρκάρω» στον χιλιομετρητή το τελευταίο μέρος όπου μπορείς να κάνεις αναστροφή. Ένα τέτοιο άνοιγμα περάσαμε πριν από 400 μ. Αλλά άντε να βάλεις 20 αυτοκίνητα με λασπωμένα τζάμια να κάνουν όπισθεν νύχτα, σε ανηφορικό τώρα, παγωμένο μονοπάτι που μετά βίας τα χωράει, με ΤΟ χάος στη μια μεριά και το χιονισμένο βουνό να κρέμεται από πάνω στην άλλη. Η μόνη λύση είναι τα αυτοκίνητα της υποστήριξης. Το κόβω με τα πόδια προς το πίσω μέρος του κονβόι όπου βρίσκονται τα έτοιμα για τέτοιες καταστάσεις θηριώδη Defender V8 και Wrangler 4.0 (το δεύτερο κομπλέ με το σκύλο Bruno στο δεξί κάθισμα) του Παναγιώτη Ψωμιάδη [συνωνυμία, συνωνυμία!] και του Σταύρου Καραφωτιά που πιάνουν δουλειά σαν εκχιονιστικά. Μέσα σε μισή ώρα έχουν παραμερίσει το χιόνι κι έχουν ανοίξει ένα μικρό πλάτωμα για να κάνουμε ένας-ένας μεταβολή. Γυρνάω προς το Toyota και βλέπω ότι για το ίδιο έχει προνοήσει και στην άλλη άκρη ο Άγγελος (Πετρούτσος) με το Hummer Η2. Ο Τάσος μάλιστα έχει ήδη στρίψει και κάμποσα από τα αυτοκίνητα. Μπράβο!

Εκχιονισμοί "Ο Άγγελος" Τηλ. 800-11-ΗUMMER

Με την ουρά στα σκέλια επιστρέφουμε προς τα πίσω. Το κακό είναι ότι είμαι τώρα τελευταίος στη σειρά και μέχρι να φτάσω κάτω στη διασταύρωση έχουμε σκορπίσει. Λέγοντας σε όσους είναι κοντά μου να σβήσουν και να μην κουνήσουν από τη θέση τους, ξεκινάω να βρω αυτούς που έφυγαν μπροστά. Πέντε χιλιόμετρα παρακάτω, λίγα μόνο από τα πολλά επιπλέον που επρόκειτο να κάνει τις επόμενες ώρες το Land Cruiser κυνηγώντας σαν border collie τα απολωλότα SUV, τους μαζεύω γαυγίζοντας έναν-έναν και γυρίζουμε προς τα πίσω. Αναγκαστικά, παίρνουμε τώρα το δρόμο της επιστροφής για να φτάσουμε στη γέφυρα του Κοράκου από το μέρος που, θυμάστε, ήταν κλειστό το μεσημέρι. Θα είναι άραγε τώρα ανοιχτό;

Μέσα στο σκοτάδι διασταυρώνομαι μ’ ένα pick-up. Είναι το συνεργείο που κάνει τους εκβραχισμούς. Αυτή κι αν είναι τύχη! «Περνάει ο δρόμος, παιδιά;» «Ναι, περνάει. Μόλις τώρα τελειώσαμε. Τον ανοίξαμε και φεύγουμε». Δόξα τω Θεώ. Ας είναι, κάναμε ό,τι κάναμε σήμερα, φωτογραφίσαμε ό,τι φωτογραφίσαμε, πάμε προς τα πίσω. Κι αύριο μέρα του Θεού είναι. Βλέπω ήδη τα φώτα της γέφυρας, σκάρτα τρία χιλιόμετρα πιο κάτω. Από εκεί και μετά είναι καμιά 60αριά χιλιόμετρα μέχρι τη βάση μας. Κατά τις 10 το βράδυ θα ‘μαστε πίσω, υπολογίζω….

Αλλά... δεν το πιστεύω! Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό! Όχι και αυτό! Σε μια κλειστή αριστερή στροφή, τα λασπωμένα φώτα του Land Cruiser φωτίζουν ένα βράχο όσο το ίδιο το Toyota, αλλά με μεγαλύτερο ειδικό βάρος. Βράχο που όχι μόνο έχει κλείσει εντελώς το δρόμο, αλλά τον έχει κάνει να βουλιάζει και να υποχωρεί προς την χαράδρα! Γύρω μυρίζει σαν φρεσκοσκαμμένο χωράφι. Πίσω και γρήγορα! Δεν θα πρέπει να έχουν περάσει περισσότερα από λίγα λεπτά που έπεσε, σκέφτομαι. Θα ‘χουν πάλι δουλειά τα παλικάρια με τις μπουλντόζες αύριο.

"Τα φώτα του Land Cruiser φωτίζουν ένα βράχο όσο το ίδιο το Toyota"

Εμείς τι κάνουμε τώρα; Ο ξενοδόχος μας Στέργιος, που είναι με τον Άγγελο στο Hummer και που του ‘χα πει να μην έρθει γιατί θα το μετάνιωνε, επιβεβαιώνει αυτό ακριβώς που φοβάμαι. Ο μόνος δρόμος που μας μένει τώρα –αλλά με την καταιγίδα που συνεχίζεται αμείωτη τίποτα δεν είναι πια σίγουρο– είναι να γυρίσουμε νότια, να ξανακάνουμε όλους αυτούς τους δαιδαλώδεις, λασπωμένους δρόμους, που ένας θεός ξέρει σε τι κατάσταση θα ‘ναι τώρα, μέχρι να βρούμε το γεφύρι της Τέμπλας, να περάσουμε στην απέναντι όχθη του Αχελώου και να ξανακάνουμε τον ατέλειωτο δρόμο μέχρι τη γέφυρα του Κοράκου. Που, να τα φώτα της ρε γαμώτο, εδώ από κάτω μας είναι, να πάρει ο διάολος, μια πετριά μακριά!

Μέσα στην βροχή, βλέπω γύρω μου μπαϊλντισμένα, σκοτεινιασμένα και ανήσυχα πρόσωπα. Όσοι είναι στα πρώτα αυτοκίνητα έχουν δει το πρόβλημα. Χωρίς καμιά όμως επικοινωνία, τα παιδιά πιο πίσω, αν δεν είναι τόσο κουρασμένα πια ώστε να μη νοιάζονται καν, μόνο φαντάζονται τι μπορεί να έχει συμβεί. Την καρέκλα μου για ένα VHF, μωρέ. Θα ένιωθαν όλοι καλύτερα, είμαι σίγουρος, αν ήξεραν τι ακριβώς συμβαίνει. Τώρα κάνουν απλώς αυτό που κάνει ο μπροστινός τους. Στη θέση τους θα τα ‘χα παίξει.

Για μια στιγμή σκέφτομαι να τους φέρω όλους εδώ μπροστά για να βάλουμε όλοι μαζί «πλάτη» μπας και σπρώξουμε το βράχο στον γκρεμό. Κι αν φύγει όμως μαζί του κι ο δρόμος; Και θα τα καταφέρναμε άραγε 25 κουρασμένοι άνθρωποι; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Γυρίζω προς τα πίσω το Land Cruiser και σταματάω δίπλα σε κάθε παράθυρο προσπαθώντας να εξηγήσω στον καθένα τι συμβαίνει. Αλλά ποιος νοιάζεται; Να γυρίσουν πίσω θέλουν όλοι.

Οδηγώντας φέρνω σαν σε playback στο μυαλό μου τις εικόνες και τις διχάλες του μεσημεριού, ανάποδα τώρα, μπας και καταφέρουμε να βγούμε απ’ αυτόν τον σκοτεινό, λασπωμένο λαβύρινθο. Ξαναπεράσαμε από εδώ; Μάλλον, αλλά μπορεί και όχι. Ποιος βάζει το χέρι του στη φωτιά τέτοιες ώρες; Αυτό το ρέμα ανάμεσα στα δέντρα κάτι μου θυμίζει, όμως εκείνο το εικονοστάσι τίποτα. Πάμε λίγο παρακάτω. Και λίγο ακόμα. Στις διασταυρώσεις, κάνω νόημα στους πίσω να περιμένουν και φεύγω μπροστά για να δω πού βγάζει κάθε δρόμος. Κατά διαβολική σύμπτωση, πετυχαίνω ξανά το αγροτικό με τα παιδιά απ’ το Καταφύλλι. «Στρίψτε δεξιά στο νεκροταφείο», μου λένε, «και μετά συνεχίστε μέχρι το γεφύρι. Αλλά είναι κάμποσος δρόμος και πολλές διασταυρώσεις. Θέλει προσοχή μη χαθείτε». Έκτακτα…

Το εκκλησάκι αυτό στα δεξιά μοιάζει για νεκροταφείο, έχει κι ένα κυπαρίσσι, αλλά πάλι... Σκαρφαλώνω τη μάντρα ψάχνοντας για μνήματα [αν είναι δυνατόν!], αλλά το σκοτάδι είναι πήχτρα και η βροχή κουρτίνα. Πριν πω στους υπόλοιπους να περιμένουν να γυρίσω, μ’ έχουν ακολουθήσει σαν ζόμπι σ’ ένα στενό, κατηφορικό στροφιλίκι που δεν μου θυμίζει τίποτα για να καταλήξουμε σε μια... αυλή. Το σπίτι μέσα έχει φως. Στην κατάσταση που είμαι δεν δίνω δεκάρα για άγρια τσοπανόσκυλα ή/και γεμάτα δίκαννα. Βγαίνω και χτυπάω την πόρτα.

Ελάτε στη θέση του μικρού κοριτσιού και της γιαγιάς του όταν, μέσα στην απόλυτη ερημιά και τη μαύρη νύχτα, βλέπουν ξαφνικά να τις σημαδεύουν 40 προβολείς! «Α, εσείς είστε; Σας παρακολουθούμε απ’ το πρωί. Ακόμα εδώ τριγυρνάτε; Όχι δεν έχει νεκροταφείο στο εκκλησάκι. Το νεκροταφείο είναι πιο κει». Με τα χίλια ζόρια, τα παιδιά κάνουν χώρο και φεύγω προς τα πάνω να βρω το νεκροταφείο. Πριν ολοκληρωθεί άλλη μια χρονοβόρα μεταβολή περνάνε άλλα 40 λεπτά. Στο μεταξύ, ο κατακλυσμός έχει αρχίσει να συμπαρασύρει κάθε χωματόδρομο προς το ποτάμι. Τώρα υπάρχουν παντού ορμητικά, καφέ ρέματα που, στροφή με στροφή, ξεχειλώνουν χαντάκια και ξηλώνουν στις ραφές κρυφά νεροφαγώματα που καταλήγουν κατευθείαν στον Αχελώο! Να βγούμε από δω και τι. Να τους βγάλω απ’ αυτόν τον εφιαλτικό κυκεώνα που εγώ τους έβαλα και μετά έχει ο Θεός. Η νύχτα όμως είναι ακόμα μακριά. Και δεν τολμώ να μοιραστώ με κανέναν την άλλη μου, την πιο μεγάλη ανησυχία…

"Ο κατακλυσμός συμπαρασύρει κάθε χωματόδρομο προς το ποτάμι" 


Προσπαθώ να θυμηθώ από πού περάσαμε το πρωί, ενώ κοιτάω πάντα ν’ ακολουθώ τον κατήφορο προς το ποτάμι. Και κατεβαίνουμε, και κατεβαίνουμε, και κατεβαίνουμε, και πουθενά γέφυρα. Για μια ακόμα φορά λέω στα παιδιά να περιμένουν και φεύγω μόνος μπροστά. Λίγο πιο κάτω, σ’ ένα πλάτωμα στο χαμηλότερο πια σημείο του δρόμου, σταματάω άπρακτος. Σκοτάδι παντού και η βροχή συνεχίζει να χτυπάει την οροφή σαν μπίλιες ρουλεμάν. Ψυχραιμία! Κάπου εδώ θα ‘ναι το αναθεματισμένο το γεφύρι. Εκτός κι αν το πήρε παραμάζωμα κι αυτό η νεροποντή.

Γράφοντας τώρα αυτό το κομμάτι, αναλογίζομαι πως εκείνη θα πρέπει να ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα να με κυριεύει η απελπισία. Γιατί έβλεπα το δρόμο μπροστά ν’ αρχίζει πάλι ν’ ανηφορίζει και είχα πια ξεμείνει από ιδέες, εμπνεύσεις και ένστικτα. Και κάπου πίσω στο σκοτάδι, εμένα περίμεναν να τους λυτρώσω οι υπόλοιποι. Μερικούς είχα να τους δω απ’ το μεσημέρι και είμαι σίγουρος πως ο καθένας τους θα είχε από μια διαφορετική ιστορία να διηγηθεί.

Το ρολόι μου δείχνει 23:04. Αν τα πράγματα είχαν πάει καλά, τώρα θα τελειώναμε το κρασί μας δίπλα στο τζάκι του Στέργιου σχεδιάζοντας την επόμενη μέρα. Παρηγοριέμαι με τη σκέψη ότι διατηρώ ακόμα τα λογικά μου. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Γιατί προφανώς κάποιος σαστισμένος δεν θα είχε την ικανότητα να καταλάβει ότι είναι σαστισμένος. Άρα, άμα ξέρεις ότι είσαι στα συγκαλά σου, είσαι στα συγκαλά σου. Τι ώρα είναι, είπαμε; 23:04. Ακόμα; Εκτός κι αν [έχει ενδιαφέρον, με παρακολουθείτε;] το να πείθεις τον εαυτό σου ότι δεν έχεις σαστίσει, είναι απλώς ένα αρχικό και άσπλαχνο σύμπτωμα απόλυτης σύγχυσης. Ή προχωρημένο και πονόψυχο. Ποιος ενδιαφέρεται; Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά ότι δεν κατρακυλάω ήδη σε κάποια μορφή απελπιστικής κατάστασης απόλυτης σύγχυσης η οποία χαρακτηρίζεται από το φόβο του πάσχοντος ότι κατρακυλά σε κάποια μορφή απελπιστικής κατάστασης απόλυτης σύγχυσης; Και να τι παθαίνεις άμα κινδυνεύεις να χάσεις τα λογικά σου. Όταν τα χάσεις είναι πολύ δύσκολο να τα βρεις για να τα φέρεις πάλι πίσω.

Το μάτι μου πέφτει πάλι στο ρολόι μου. Είναι ακόμα 23:04. Τέλεια! Εκτός από τα λογικά μου, χάνω τώρα και την αίσθηση του χρόνου. Να δεις που όπου να ‘ναι θα βγούμε έξω με τον Γιώργο και θα χοροπηδάμε σαν τρελοί στη βροχή για να σβήσουμε τις φλόγες. Η καλύτερη λύση πάντως είναι ν’ ανοίξουμε τα φτερά του Land Cruiser, να βάλουμε μπρος τους έλικες και να περάσουμε απέναντι πετώντας. Περιμένω ένα ολόκληρο λεπτό και ξανακοιτάω το ρολόι μου. Ακόμα 23:04;

«Τι περιμένουμε; Γιατί δεν περνάμε απέναντι;», ρωτάει ο Γιώργος. «Πού απέναντι, ρε Γιώργο; Από πού;», ψελλίζω. «Απ’ τη γέφυρα», μου λέει με απόλυτη φυσικότητα. Πάει, τον χάνουμε τον Σβολόπουλόοοοο... Κοίτα να δεις που έχει αρχίσει να πατινάρει. Καλύτερα να πάω με τα νερά του. «Μη σε παίρνει από κάτω, Γιωργάκη. Κουράγιο, μη μου φοβάσαι για τίποτα. Να δεις που όλα θα πάνε καλά στο τέλος. Δεν ξέρω πώς. Είναι μυστήριο. Αλλά, ποια γέφυρα είχες υπόψη σου, αγόρι μου;» Τώρα θα μου πει «του Σαν Φρανσίσκο» και θα ψάχνουμε και για γιατρό νυχτιάτικα, σκέφτομαι, καλά που υπάρχει κι ο κουμπάρος πιο πίσω. «Να, αυτήν εδώ» και μου δείχνει ένα στενό άνοιγμα ανάμεσα δυο χαμηλά πεζούλια. Κατεβάζω το λασπωμένο δεξί παράθυρο και... να τη! Δίπλα της ήμασταν τόση ώρα! Απίστευτο!

Το παλιό γεφύρι της Τέμπλας 

Ανακουφισμένος γυρνάω πίσω, μαζεύω τους υπόλοιπους, περνάμε απέναντι και σταματάμε για να γλείψουμε τις πληγές μας. Αλλά όχι όλοι. Πάλι οι μισοί έχουν μείνει πίσω. Το πρόβλημα τώρα είναι ένα λάστιχο της Χ3 που δεν άντεξε στις κακουχίες. Έτσι, και η ΒMW του Ντίνου (Παπαγιαννόπουλου) θα συνεχίσει με ρεζέρβα ανάγκης, εμπρός αριστερά.

Διαβήκαμε το μικρό γεφύρι της Τέμπλας κι έχω την αίσθηση ότι βγήκαμε στον πολιτισμό, ότι τα βάσανά μας πήραν τέλος. Άντε, τον φάγαμε το γάιδαρο, σκέφτομαι. Αμ δε! Ο «πολιτισμός» είναι ακόμα πολύ μακριά και από μια γρήγορη σύσκεψη με όσους είναι κοντά μου, υπό βροχή φυσικά, προκύπτει ότι αντιμετωπίζουμε πλέον σοβαρό πρόβλημα καυσίμων. Οι περισσότεροι δείκτες βενζίνης δείχνουν κάτω από ¼ και τα μόνα που δεν έχουν άμεσο πρόβλημα είναι τα δύο diesel και το δικό μου Toyota το οποίο χάρη στο ελαφρό μου πόδι [η οικονομική μου οδήγηση δικαιώνεται και πάλι και σιγά μη δεν το γράψω] και παρ’ όλα τα έξτρα πάνω κάτω που έχει κάνει απ’ το πρωί, έχει, σύμφωνα με τον υπολογιστή του, βενζίνη για 165 χλμ. ακόμα, με καμιά εκατοστή να απομένουν για τη βάση μας. Άνευ απροόπτου, βέβαια…

Ένα από τα GPS [το 2005 τέτοια μαραφέτια ήταν σε εμβρυακό στάδιο] δείχνει ότι σε 7,5 χλμ. υπάρχει πρατήριο βενζίνης. Στέλνω τον Παναγιώτη και τον Θοδωρή με το Land Rover υποστήριξης να το βρουν και τους λέω να μη γυρίσουν αν δεν έχουν σηκώσει τον ιδιοκτήτη απ’ το κρεβάτι! Η ώρα εν τω μεταξύ περνάει και μας βλέπω να περνάμε το υπόλοιπο της βροχερής νύχτας στ’ αυτοκίνητα. Νηστικοί, γιατί να διψάσουμε αποκλείεται. Εκ των υστέρων, ίσως και να ‘ταν καλύτερα να ‘χαμε μείνει εκεί που ‘μασταν περιμένοντας να ξημερώσει. Γιατί μ’ έτρωγε σαν το σαράκι, εδώ και κάμποση ώρα, η άλλη μου η έννοια.

Το ρολόι μου δείχνει ακόμα 23:04. Βροντάω το χέρι μου στο ταμπλό και παίρνει ξανά μπροστά. Είπα κι εγώ... Περνάνε τρία τέταρτα πριν επιστρέψει το Land Rover. Βλέποντας τους προβολείς του να φέγγουν μια από δω και μια από κει στις στροφές στο βουνό από πάνω, νιώθω σαν τον Αιγέα. Άσπρα είναι τα φώτα του ή μαύρα; Καλά νέα θα ‘χουμε ή άσχημα; Μια αιωνιότητα μετά, το Defender σταματά μπροστά μου. «Το βρήκαμε το πρατήριο, είναι στα Βρουβιανά.» [Ακούγεται σαν ψέματα, αλλά είχαμε φτάσει στα Χωριά του Βάλτου, στην Αιτωλοακαρνανία, όχι πολύ μακριά απ’ το Αγρίνιο!] «Βρήκαμε και τον πρατηριούχο, τον ξυπνήσαμε και μας περιμένει», λέει ο Παναγιώτης. «Μπράβο, ρε μάγκες. Κορίτσια, φύγαμε. Σβολόπουλε, τώρα σε κάνω κι άλλον έναν γύρο», λέω στον Γιώργο που παραμένει ωστόσο παγερά και βρεγμένα αδιάφορος.

Είσαι τώρα εσύ πρατηριούχος σε χωριό ξεχασμένο απ’ τον Θεό. Μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, ανοίγεις το μαγαζί όποτε σε βολεύει, πουλάς τη βενζινούλα σου τη σούπερ για τα παλιά αγροτικά, το diesel σου για τα ένα δυο καινούρια διπλοκάμπινα, τους ιμάντες σου για τα τρακτέρ, το πετρέλαιο για τα νοικοκυριά, άντε και κάνα φίλτρο για καμιά φρέζα. Μεροδούλι, μεροφάι. Κάθε μήνα, έρχεται και το βυτιοφόρο της εταιρείας να σου γεμίσει τις δεξαμενές. Έχεις λοιπόν κατεβάσει τα ρολά και για σήμερα, έξω κάνει παγωνιά και ρίχνει καρεκλοπόδαρα κι έχεις αποκοιμηθεί γλυκά στη θαλπωρή που μόνο μια ξυλόσομπα προσφέρει. Όταν, ξαφνικά, μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα, σαν σκηνή απ’ το «Αποκάλυψη Τώρα», εμφανίζονται με σαματά απ’ το πουθενά 20 διψασμένα μεγάλα τζιπ που σπρώχνονται ανάμεσα στις αντλίες σου για το ποιο θα πρωτοποτιστεί. Η εταιρεία θα απορήσει με την ξαφνική άνοδο του τζίρου σου, ενώ εσύ, από σήμερα το βράδυ, θα ‘χεις μια ακόμα ιστορία να διηγείσαι στα εγγόνια σου.

"Εμφανίζονται απ’ το πουθενά 20 τζιπ που σπρώχνονται για το ποιο θα πρωτοποτιστεί"

Με αναπτερωμένο ηθικό και γεμάτα ρεζερβουάρ ανηφορίζουμε τώρα προς βορρά. Επόμενο landmark είναι μια μισογκρεμισμένη πέτρινη γέφυρα κοντά στον Μεσόπυργο. Ώρες είναι... Ευτυχώς είναι κι αυτή στη θέση της και συνεχίζουμε για Μηλιανά. Αλλά ακόμα δεν τολμώ να μοιραστώ με κανέναν αυτό που δεν λέει να μ’ αφήσει να ηρεμήσω. Άσε, μπορεί και να τη βγάλουμε καθαρή. Έχω εν τω μεταξύ στείλει μπροστά τα δύο rescue για ν’ ανοίγουν δρόμο αλλά, βλέποντας το μονόφθαλμο τώρα Willys του Χρήστου να μη μπορεί ν’ ακολουθήσει τον ανεβασμένο ρυθμό των υπολοίπων, αφήνω τον Άγγελο με τον Στέργιο και το Hummer να περάσουν κι αυτοί μπροστά σαν πλοηγοί και μένω κοντά του. Τα κινητά μας αρχίζουν να έχουν πάλι σήμα και όλα μοιάζουν να παίρνουν το δρόμο τους.

Κούνια που μας κούναγε. Με τη σιγουριά της λίγο πολύ γνωστής από το πρωί διαδρομής, αλλά και την κούραση μερικοί αρχίζουν ασυναίσθητα να χαλαρώνουν. Είμαστε άλλωστε κοντά 20 ώρες στο τιμόνι. Τα βλέφαρα βαραίνουν κι έρχονται κι οι πρώτες παραισθήσεις. Σε μια στροφή, ο Γιάννης (Τσιγκρής) βλέπει κάποιον ξαπλωμένο στην άσφαλτο, τυλιγμένο με σάβανο. Το εκμυστηρεύεται στον Τάσο που του δίνει αμέσως το Defender και του προτείνει ν’ ανοίξει και τα κλαπέτα μπροστά για να τον φυσάει κι ο αέρας! Ο Αχιλλέας (Αναστασόπουλος) στο μεταξύ είναι σίγουρος ότι κάπου πιο πίσω διασταυρώθηκε μ’ έναν τσοπάνο και τον σκύλο του, ο Ντίνος κόβει κάθε τόσο για να περάσουν οι πεζοί, ο Πετρούτσος βλέπει παντού γυναικεία στήθη(!), ενώ ο Τάσος είναι σίγουρος ότι κάποιος έχει μπει στο Sportage και κάθεται τώρα στο κάθισμα πίσω του.

Παραδόξως, πέρα από ένα βάρος στους ώμους, νιώθω μια χαρά κι έτοιμος να κάνω άλλα τόσα χιλιόμετρα. Έγραψα παραπάνω για τον Χρήστο (Ρούσση) και το Willys. Αν οι ώρες ήταν δύσκολες για μας με τα πολυτελή, πολιτισμένα μεγάλα τετρακίνητα, φανταστείτε πώς θα ‘ταν για ένα στρατιωτικό M151 της δεκαετίας του ’60, με «ξύλινα» λάστιχα, μουσκεμένο εσωτερικό, θολωμένο παρμπρίζ-πολεμίστρα, αστείους καθαριστήρες, ανάλογο καλοριφέρ κι ένα μόνο φανάρι. Νύχτα με κατακλυσμό. Και με τον 5χρονο Ρούσση jr τυλιγμένο με κουβέρτες, δεμένο με τη ζώνη και σφηνωμένο κάπου στον πίσω πάγκο. Να ο πραγματικός Μικρός Ήρωας! Ο Δημητράκης ούτε που ακούστηκε όλη μέρα.

Ο μικρός ήρωας

Με τα πολλά φτάνουμε στη γέφυρα του Κοράκου, απ’ τη σωστή τώρα μεριά. Ασυναίσθητα ρίχνω μια μούντζα δεξιά μου. «Να, γ...μένε!» Ο Γιώργος ξυπνάει και αγριεύεται, αλλά του εξηγώ ότι η μούντζα πήγαινε στον άτιμο το βράχο, εδώ πιο πάνω, που μας ανάγκασε να κάνουμε αυτόν τον τεράστιο γύρο που μας στοίχισε τουλάχιστον πέντε ώρες. Δείχνει να πείθεται.

Λίγο πριν το πρώτο από τα πέντε τούνελ, ο Αντώνης (Λεκόπουλος) νιώθει το Discovery να ‘χει κάτσει πίσω αριστερά. Λάστιχο 3ο. Οδηγεί αργά το Land Rover μέσα στο τούνελ και με τη βοήθεια των πιο κοντινών του ξεκινά να το αλλάξει. Σηκώνουν το αυτοκίνητο στο γρύλο, αλλά το Discovery, ως άλλος Ανταίος, όλο κι εκτείνει την αερανάρτησή του για να ξαναπατήσει στο έδαφος. Τελικά, μια ολόκληρη ώρα μετά, στη χαρωπή μας παρέα προστίθεται ακόμα ένα αυτοκίνητο με ρεζέρβα ανάγκης. Να δούμε τι άλλο θα βγάλει η βροχερή νύχτα απ’ τη φαρέτρα της…

Αλλάζοντας λάστιχο στα Πέντε Αδέλφια

Ξεμπερδεύοντας με τα πέντε τούνελ και ανηφορίζοντας ξανά προς την Αργιθέα, αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε την καταστροφή που έχει προξενήσει στην περιοχή η καταρρακτώδης βροχή που δεν λέει να σταματήσει ούτε λεπτό. Θυμάστε που νομίζαμε ότι δεν θα ξαναπερνούσαμε από δω; Βράχοι κάθε μεγέθους ξεκολλάνε απ’ το μουσκεμένο βουνό από πάνω μας, κυλούν με ορμή στις απότομες πλαγιές και σκάνε με δύναμη στο δρόμο και τις μπαριέρες. Είτε φράζουν το δρόμο, είτε σπάζουν σε μικρότερους τους οποίους καλείσαι αστραπιαία ν’ αποφύγεις ή να δρασκελίσεις. Ωστόσο, αμέτρητες φορές ο Γιώργος κι εγώ βγαίνουμε έξω για να ανοίξουμε δρόμο, όχι τόσο για το ψηλό Land Cruiser, αλλά για τα μικρότερα SUV που ακολουθούν.

"Σαν να περπατάς σε γυαλιά με πάνινα παπούτσια"

Ο δρόμος είναι πια κατάσπαρτος από κοφτερές, μεγάλες πέτρες που δεν θέλουν και πολύ να σκίσουν ό,τι λάστιχο μας έχει απομείνει. Νιώθω σαν να περπατάω σε σπασμένα γυαλιά με πάνινα παπούτσια. Κινούμαστε πολύ αργά, καβαλώντας τις πιο μικρές πέτρες, αποφεύγοντας τις πιο μεγάλες και με μισάνοιχτα παράθυρα για ν’ ακούμε τα απόκοσμα κρακρακρακρακ-γκαπ κάθε κατολίσθησης που ξεκινάει κάπου ψηλά πάνω απ’ τα κεφάλια μας κάνοντας τη χαράδρα ν’ αντηχεί.

Αλλά πού είναι πάλι οι υπόλοιποι; Μόλις έχουμε καταφέρει να περάσουμε μια πλαγιά ολόκληρη που έχει σκεπάσει σχεδόν το δρόμο και σε μια στροφή βλέπω πίσω μου λίγα μόνο απ’ τα φώτα, ούτε ξέρω πόσα και ποια. Σταματάμε λίγο πιο κάτω μαζί με τα αυτοκίνητα που είναι κοντά μου και περιμένουμε. Ο Ηλίας (Παπαϊωάννου) που φτάνει λίγο αργότερα, μας λέει για το λάστιχο στο Discovery. Περιμένουμε. Και περιμένουμε…

Και μιας και περιμένουμε και δεν έχουμε και τίποτα καλύτερο να κάνουμε, θα σας πω τι με ανησυχεί απ’ το μεσημέρι. Βρέχει, θυμάστε, στρέιτ θρου που έλεγε κι ο Ζαμπέτας. Και όταν είναι χειμώνας και κάνει κρύο και βρέχει στα πεδινά, τι κάνει στα ορεινά; Ελάτε; Μπράβο! Χιονίζει! Κάπου λοιπόν στο απόλυτο έρεβος μπροστά μας, υπάρχει το διαβόητο πέρασμα του Τύμπανου [ο Τύμπανος, στο αρσενικό για να ψαρώνει] με υψόμετρο 1.530 m – φανταστείτε την Κατάρα στο πιο απότομο, στο πιο άγριο και στο πολύ πιο έρημο. Ειδικά στις 3 το πρωί. Και όταν ακούτε στις ειδήσεις ότι αποκλείστηκαν τα χωριά της Αργιθέας, είναι επειδή πρώτα κλείνει απ’ τα χιόνια ο Τύμπανος. Αυτό λοιπόν το πέρασμα πρέπει να δρασκελίσουμε για να πούμε ότι αρχίζουμε πια να βλέπουμε τον πολιτισμό και τον υπόλοιπο κόσμο. Αν χιονίζει εκεί πάνω, τη βάψαμε, σίγουρα θα μείνουμε στ’ αυτοκίνητα. Αν δεν μας πάρει από κάτω κανένα βουνό…

Πώς και πώς λοιπόν περιμένω το τηλεφώνημα απ’ τον Άγγελο και τον Στέργιο με το Hummer που έχουν φύγει μπροστά. Βλέπω ότι δεν έχει πια νόημα να περιμένουμε όλοι μαζί και λέω σε όσους είναι κοντά να φύγουν για να μη ταλαιπωρούνται άλλο και να προλάβουν τουλάχιστον να περάσουν απ’ την άλλη μεριά του βουνού. Βλέπω τον μικρό Δημήτρη τυλιγμένο στις κουβέρτες και πρώτα διώχνω τον Χρήστο με το Willys. Λέω στον Γιάννη (Ζαφειρόπουλο) με το Tribute να τον έχει στο νου του και ζητάω απ’ τον Κλεάνθη με τον Νίκο και το Cherokee που ξέρει το δρόμο να τους οδηγήσει πίσω. Ξυπνάω και τον Ντίνο που τον έχει πάρει ο ύπνος στην Χ3 και του λέω να φύγει κι αυτός με όσους είναι πίσω του.

Μένουμε τώρα μόνοι με τον Γιώργο να περιμένουμε τους τελευταίους. Σβήνω όλα τα φώτα, μέσα κι έξω, για να μπορώ να βλέπω τις ανταύγειες απ’ τους δικούς τους προβολείς. Οι άγριες, αιχμηρές σιλουέτες των μαύρων κορυφών από πάνω διαγράφονται αδρά μέσα στο απόκοσμο φως από τις συνεχείς αστραπές, ενώ κάθε τόσο πεταγόμαστε από τις βροντές που σε δευτερόλεπτα ακολουθούν. Περιμένουμε μέσα στη βροχή με τα μάτια καρφωμένα μακριά στον ορίζοντα. Τίποτα… Μα τόση ώρα για ένα λάστιχο; Σκέφτομαι να πάω να δω τι συμβαίνει, αλλά πώς περνάνε πάλι τα πεσμένα, κοφτερά βράχια;

«Συγνώμη, Γιώργο», λέω τελικά, «πρέπει να πάμε να τους βρούμε, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς». Φεύγουμε ξανά προς τα πίσω. Συναντάμε πάλι τις κατολισθήσεις, αλλά τα υποτυπώδη περάσματα που ανοίξαμε μόλις μια ώρα πριν δεν υπάρχουν πια. Άντε ξανά απ’ την αρχή. Βγαίνουμε και ξεβραχίζουμε, βγαίνουμε και ξεβραχίζουμε. Και ποιος είπε πως τα βράχια πέφτουν μόνο όταν δεν είσαι εκεί; Με τα χίλια ζόρια καβαλάμε μια ακόμα ράχη και… να τα φώτα τους, έρχονται! Θα πρέπει τώρα να περνάνε εκείνη την παλιά στρατιωτική γέφυρα στο φουσκωμένο Κουμπουργιαννίτικο ρέμα και όπου να ‘ναι θα αρχίσουν ν’ ανηφορίζουν προς το μέρος μας. Βλέπω πως σταματάνε κι αυτοί πού και πού, για να ξεβραχίζουν σίγουρα. Θα μάθω μετά ότι στην πορεία δυο βράχια περνάνε σύρριζα από τα πόδια του Αχιλλέα που επέζησε για να μπορεί από τότε να διηγείται το συμβάν σε όλους μας, καθημερινά και μέχρι ναυτίας. Κάποια στιγμή, φτάνουν κοντά και φεύγουμε. Πώς περνάμε για μια ακόμα φορά τις κατολισθήσεις αλώβητοι είναι κάτι που ακόμα και τώρα δεν μπορώ να το εξηγήσω.

Ανηφορίζοντας προς τον Τύμπανο

Πάνω που η βροχή γυρίζει σε χιόνι, πέφτει και το τηλεφώνημα απ’ το Hummer. «Πού είστε;», ρωτάει ο Στέργιος. «Περάσαμε την Αργιθέα και ανεβαίνουμε. Περνάει ο Τύμπανος;» «Περνάει. Αλλά βιαστείτε γιατί ανοίγουμε εμείς ροδιές και xιονίζει κάργα!» Τώρα, μάλιστα! Το επόμενο τηλεφώνημα είναι απ’ τον Ντίνο με την BMW που φτάνει στο πάσο λίγο μετά το Hummer. «Καλά, δεν μπορείς να φανταστείς τι γίνεται εδώ πάνω. Μόλις που περάσαμε!» Ανεβάζω ρυθμό και οι υπόλοιποι μένουν πίσω. Μιας και δεν έχω αλυσίδες για το Land Cruiser, σκοπός μου είναι να καβαλήσω το βουνό όπως-όπως και να βρεθώ στην κατηφόρα απ’ την άλλη μεριά για να κουβαλήσω κάτω στον πολιτισμό όσους τύχει να αποκλειστούν πάνω.

Γυρνάω τον υπολογιστή του Toyota στο υψόμετρο, ξυπνάω τον Γιώργο και του λέω να το διαβάζει και να μου πει όταν τα μέτρα αρχίσουν να κατεβαίνουν. Το χιόνι έχει γίνει τώρα χιονοθύελλα και στο δρόμο υπάρχει μόνο απάτητο χιόνι. Οδηγώ μέσα σ’ ένα λευκό πέπλο χωρίς κανένα προσανατολισμό και χωρίς να μπορώ να ξεχωρίσω ανήφορο από κατήφορο. Ροδιές από τους προπορευόμενους ούτε γι’ αστείο. Φουρκέτα στη φουρκέτα, 1.300, 1.350, 1.400 διαβάζει μηχανικά τα μέτρα ο Γιώργος σαν σε υποβρύχιο. Τα δικά μου μάτια είναι καρφωμένα στο απέραντο λευκό μπροστά μου. Κλείνω τα φώτα πορείας για να μην αντανακλούν στο χιόνι και συνεχίζω με τα θέσεως. 1.450μ., 1.500, άντε λίγο ακόμα, 1.550, 1.600! 1600; Μα, το πέρασμα είναι στα 1.530μ. Δεν αργώ να καταλάβω ότι το χαμηλό βαρομετρικό, εκτός από τις διαθέσεις μας έχει επηρεάσει και το όργανο για το υψόμετρο, που βέβαια βασίζεται σε βαρόμετρο και τα μέτρα δεν είναι τα πραγματικά.

Βάζοντας "κάλτσες" στην κορυφή

Λίγο πριν την κορυφή, μέσα στη χιονοθύελλα, ξεχωρίζω δυο λευκές φιγούρες που μοιάζουν με τον Ηλία και τον Παντελή να βάζουν αλυσίδες σε δυο λευκά οχήματα που μοιάζουν με το X-Trail και το Sorento. Στα 1.700 μ. αρχίζουμε και κατηφορίζουμε. Γύρω μας γίνεται της κακομοίρας. Δεν έχω ξαναδεί να πέφτει τόσο χιόνι! Νιφάδες σαν τυροπιτάκια, με τον αέρα έρχονται από παντού και δυσκολεύομαι να δω προς τα πού πάει ο δρόμος. Περνάμε απ’ την άλλη μπάντα και τηλεφωνώ στον Τάσο. «Αν δεις τα σκούρα, φόρτωσέ τους όλους στο Defender και αφήστε τ’ άλλα πάνω». «Άντε ρε, μη σε νοιάζει», μου απαντάει. «Ό,τι αυτοκίνητο κολλήσει, το Land Rover κάνει μια έτσι με τον ιμάντα και το ξεκολλάει αμέσως. Ερχόμαστε!» Έκπληξη για μια ακόμα χρονιά το Forester, με τον Κοτσίρη στο τιμόνι, που χωρίς αλυσίδες, σέρνεται στο χιόνι με την κοιλιά (το Subaru, όχι ο Κώστας), αλλά δεν σταματάει πουθενά!

Μια ολόκληρη μέρα στο τιμόνι και το διασκεδάζουν ακόμα!

Στο μεταξύ, μια αλυσίδα του X-Trail μπλέκεται στην ανάρτησή του και ο Παντελής με τους υπόλοιπους αναγκάζονται να βγάλουν τον τροχό για να την ξεμπλέξουν! Το χιόνι που πέφτει είναι τόσο που μετά δεν έχουν χώρο να τον ξαναβάλουν! Σκάβουν από δω κι από κει και τα καταφέρνουν. Το Nissan έχει στο μεταξύ μαζέψει πάνω του δέκα πόντους χιόνι. Ο Παντελής μπαίνει μέσα, βάζει μπρος τους καθαριστήρες που, φορτωμένοι με χιόνι, κάνουν τσαφ και μένουν στη μέση. Καθαρίζει ό,τι μπορεί με τα χέρια και παίρνει από πίσω τον Τάσο. Τα τελευταία 30 χλμ. θα τα κάνει πολύ αργά, χωρίς καθαριστήρες και με πρησμένα μάτια καρφωμένα στα πίσω φώτα του Sportage του Τάσου. Από πίσω, ο νυσταγμένος Τσιγκρής με το Defender δοξάζει τον Θεό που πάνε αργά. Αυτό κι αν είναι είδηση! Μένει ακόμα το χιονισμένο ανέβασμα στα 1.200 μ. της Νεράιδας. Αφήνουμε το Nissan στη διασταύρωση στα Καλύβια και ανεβαίνουμε τα τελευταία τέσσερα από τα 400 χλμ. της ημέρας, ευτυχώς χωρίς άλλες περιπέτειες.

Ξημερώματα, πίσω στη Νεράιδα. Ασφαλείς.

Όταν σβήνει κι ο τελευταίος κινητήρας είναι πια περασμένες εφτά κι έχει ήδη ξημερώσει. Έχουμε κλείσει 23 ώρες στο δρόμο με το πρόγραμμα φυσικά να έχει πάει κατά διαόλου. Να κοιμηθούμε δυο τρεις ωρίτσες και μετά βλέπουμε. Ιστορία όμως έχουμε. Αν βρούμε και τρόπο να την περάσουμε με ενδιαφέρον στο χαρτί...

ΒΧ


24/12/11

Μια υπέροχη συνταγή του κ. Χαρίτου για Inebriated Christmas Cake©, μ’ ένα μόνο βασικό υλικό!


Μέρες που ‘ναι, επειδή διαβάζω παντού για μελομακάρονα και κουραμπιέδες (και για να μπω βέβαια και στο μάτι των φίλων στο Cucina Caruso), λέω να μοιραστώ μαζί σας τη δική μου μυστική συνταγή για το αγαπημένο μου Χριστουγεννιάτικο κέικ. Enjoy!

Συστατικά:
1 μπουκάλι ουίσκι
2 φλιτζάνια αλεύρι
1 κουταλάκι μαγειρική σόδα
1 φλιτζάνι ζάχαρη
1 κουταλάκι αλάτι
1 καλό κομμάτι βούτυρο
1 ποτήρι χυμός λεμονιού
4 αυγά
250 γ. καρύδια
2 φλιτζάνια αποξηραμένα φρούτα
(Το ουίσκι τo ‘παμε;)

Εκτέλεση:
- Πρώτα δοκιμάστε το ουίσκι για να ελέγξετε την ποιότητα.
- Πάρτε ένα μεγάλο μπολ.
- Δοκιμάστε ξανά το ουίσκι. Για να βεβαιωθείτε, γεμίστε ένα ποτήρι και πιείτε το.
- Βάλτε το αλεύρι και το βούτυρο στο μίξερ και χτυπήστε τα μέχρι να γίνουν μια μαλακή μπάλα.
- Προσθέστε ένα κουταλάκι σόδα και ξαναχτυπήστε τα όλα μαζί.
- Βεβαιωθείτε ότι το ουίσκι δεν έχει στο μεταξύ χαλάσει. Δοκιμάστε άλλο ένα ποτήρι.
- Επαναλάβετε.
- Προσθέστε στο μπολ δυο τρία αυγά (tip: καλύτερα σπασμένα και χωρίς τα τσόφλια).
- Ρίξτε μέσα και το φλιτζάνι με τα αποξηραμένα φρούτα και μιξάρετε το χτυπητό.
- Αν τα απορηξαμένα φρούτα κολλήσουν στο μίξερ, ξύστε τα μ’ ένα τσακαβίδι.
- Δείτε ξανά μήπως χάλασε το ουίσκι.
- Κοθκινίθτε δύο φλυτζάνια αλάτι. Ή κάτι τέτοιο τέλοθ πάντων, χεθτήκαμε.
- Ελέγκθτε το ουίθκι.
- Στρίπθτε το λεμόνι και στραγκίθτε τα καρύδια.
- Προθτθέθτε (tip: το βάλτε» γράφεται πιο εύκολα) κι ένα μπουκάλι δάχαρη ή ό,τι άλλο βρήτε.
- Μη κθεχάθετε να χτυπήθετε το μίκθερ. Να πονέθει!
- Λαδώθτε το φούρνο και βάλτε το κέικ θτουθ 350 βαθμούθ.
- Πετάκθτε το μπολ απ’ το παράθυρο.
- Ελέγκθτε το ουίκι κθανά.
- Πέθτε για ύπνο.

Καλά Χριθτούγεννα! Καλή Πρωτομαγιά!

BX

20/12/11

Μη πυροβολείτε όλους τους πιανίστες!


Όταν «εξυπηρετείται» το 142 κι εσύ κρατάς το 205 έχεις πολύ χρόνο στη διάθεσή σου. Κι όταν μάλιστα το 142 και οι αριθμοί που το ακολουθούν «εξυπηρετούνται» από ένα μόνο γκισέ, έχεις χρόνο και για γράψιμο.



Έβγαλα λοιπόν το πιστό μου Filofax© (μην ειρωνεύεστε, κάπου πρέπει να σημειώνω και το iPhone© έχει βραχεί από το τσίπουρο© του Ηλία) και, για τις επόμενες δυο ώρες της διαρκώς μειούμενης ζωής μου, άρχισα να γράφω.

Δεν περίμενα να το παραδεχτώ εγώ αυτό, αλλά τον τελευταίο καιρό που περνάω τα πρωινά μου μεταξύ Εφορίας, ΙΚΑ και ΟΑΕΔ, οφείλω να ομολογήσω πως όλοι οι υπάλληλοι με τους οποίους είχα την τύχη (γιατί χαρά δεν το λες και γι’ αυτό βέβαια ευθύνονται οι συνθήκες κι όχι οι έρμοι οι άνθρωποι) να συνδιαλλαγώ ήταν προσηνείς, καλοί γνώστες της δουλειάς τους και ικανοί. Αν μιλούσαν και λίγο δυνατότερα…

Μόνο μια κυρία, στη ΔΟΥ Γλυφάδας, μου ‘κανε λίγο δυσκοίλια, αλλά παρά δυο ακόμη χαμένες ώρες σε ουρά που κινούταν με ταχύτητα παγετώνα, χάρη στη μεγαλοθυμία μου το παρέβλεψα και τελικά τη σκλάβωσα κι αυτή με την έμφυτή μου ευγένεια. Λυπάμαι όμως που παρά τις προσπάθειές μου, προσπάθειες κύρια έκφανση των οποίων ήταν το λαμπερό μου ολόδοντο χαμόγελο, δεν κατάφερα να λύσω το πρόβλημα που φαίνεται πως βασάνιζε αυτή και τα σωθικά της.

Πάντως, ειδικά αυτές τις μέρες που ο χρόνος τελειώνει και ο αναβλητικός νεοέλληνας τα αφήνει όλα στο παρά πέντε, δυο με δυόμιση ώρες τις θες στις περισσότερες δημόσιες υπηρεσίες. Και να ‘ταν και στην καθισιά σου… Δυστυχώς, αυτοί είναι οι ρυθμοί με τους οποίους κινείται σήμερα η χώρα.

Αλλά είναι και στιγμές που εκπλήσσεσαι ευχάριστα. Στον ΟΑΕΔ, για παράδειγμα. Την πρώτη φορά που πήγα, προσευχόμενος ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί, είχε δυο σειρές με καμιά 20αριά σκοτισμένους μεσήλικες η καθεμιά. Τη δεύτερη, ήμουν μόνος μου. Όπως και την τρίτη. Να δούμε πως θα ‘ναι και κάθε μήνα που θα πρέπει από τώρα να πηγαίνω… Με την αφορμή, κάποια στιγμή θα γράψω πώς βρίσκεται κανείς από την Bentley στο ταμείο ανεργίας, αλλά δεν είναι του παρόντος.

Εν τω μεταξύ, πίσω στο ΙΚΑ Γλυφάδας, στο μοναδικό γκισέ ήταν τώρα η πλάτη τού 148 και περίμενα να «σπάσουμε την πενηντάρα». Αλλά μ’ έζωναν και τα φίδια γιατί απέξω έγραφε «Ώρες Συνδιαλλαγής Με Το Κοινό 08:00-13:00» και όπου να ‘ναι ερχόταν η δεκάτη τρίτη.

Μην έχοντας και πολλά να κάνω, αναζητούσα τη λογική που με οδήγησε, αν και απείχα 60 και βάλε νούμερα από το τώρα, να κάτσω και να περιμένω. Το σκεπτικό μου είχε ως εξής: αντίθετα με άλλες δημόσιες υπηρεσίες προικισμένες με αριθμούς προτεραιότητας (η ΔΟΥ Γλυφάδας παρεμπιπτόντως δεν τους έχει ανακαλύψει ακόμη) αλλά και τα τυριά του Σκλαβενίτη, εκεί που βρίσκεται το ΙΚΑ της Γλυφάδας, αν πάρεις ένα αριθμό και φύγεις για να επιστρέψεις ρισκάροντας αργότερα, δεν μπορείς να κάνεις και πολλά. Εντάξει, μπορείς να βάλεις βενζίνη στο πρατήριο δίπλα, να αγοράσεις ένα Π από τα ορθοπεδικά λίγο πιο κάτω, ή ν’ ανάψεις ένα κερί στον Άγιο Κωνσταντίνο, μεγάλη η χάρη του.

Έτσι, κάποιος που βλέπει (α) στο matrix το 142, (β) στο ευτελές χαρτάκι που ξέρασε το μηχάνημα το 200-φεύγα και (γ) ένα μόνο γκισέ με σημάδια ζωής, είτε φεύγει βροντώντας πίσω του την πόρτα και κατεβάζοντας καντήλια, είτε μένει υπολογίζοντας, σοφά στην περίπτωσή μου, πως τα περισσότερα από τα νούμερα που μεσολαβούν μέχρι το δικό του θα ‘χαν ήδη καταθέσει τα όπλα και φύγει. Βροντώντας πίσω τους την πόρτα και κατεβάζοντας καντήλια. Σε κάθε περίπτωση, όσο αποτελεσματικός κι αν αποδειχτεί κάθε υπάλληλος κι όσο προετοιμασμένος κι αν έχει προσέλθει κάθε υπήκοος, καλό είναι εσύ που περιμένεις, να ‘χεις έναν Τολστόι πρόχειρο, ή έστω έναν Ουγκώ. Και να μην έχεις πιει και πολλά υγρά το πρωί…

Στο Μητρώο Ασφαλισμένων λοιπόν θα πρέπει να έχει πέντε έξι γραφεία και τρία, αν θυμάμαι καλά, παράθυρα εξυπηρέτησης. Το μεσημέρι όμως εκείνο, λίγες μέρες πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων και πιθανόν με κάποιους από τους υπαλλήλους σε άδεια, σε όλο το τμήμα, μέσα κι έξω, υπήρχε ένας μόνο άνθρωπος – κάποια στιγμή εμφανίστηκε και μια κυρία με μερικές σακούλες ψώνια, αλλά δεν επηρεάζει την ιστορία μας.

Είχα την χαρά (εδώ το εννοώ το «χαρά») να κάθομαι ακριβώς απέναντί του. Κι έχω μόνο θαυμασμό γι’ αυτόν. Όχι, αλήθεια! Ποιος ξέρει; Να δείτε που στο Μητρώο μπορεί και να ‘χουν δυο βάρδιες – η μια αυτός και η άλλη όλοι οι άλλοι. Ο άνθρωπος σκιζόταν. Τα έκανε όλα! Εξυπηρετούσε υπηκόους, σήκωνε τηλέφωνα, έβαζε στη θέση τους ανυπόμονους προβοκάτορες γκρινιάρηδες, απαντούσε σε ερωτήσεις εμβολίμων εκτός σειράς (ξέρετε, του τύπου «μια ερωτησούλα να κάνω») κατακεραυνώνοντας όμως και παραπέμποντας στα νούμερα τα νούμερα που επιχειρούσαν να μετατρέψουν την «ερωτησούλα» σε διαπραγμάτευση.

Κι όλα αυτά, όντας ευγενής και συνάμα ψαρωτικός, πολύ ψαρωτικός. Ποια διαμαρτυρία και ποια αντίρρηση, αγαπητοί; Οι αντρικές πλάτες και τα γυναικεία οπίσθια μπροστά μου εναλλάσσονταν ταχύτατα. Ή θα γινόταν η δουλειά, ή δεν θα γινόταν. Ενδιάμεση κατάσταση δεν υπήρχε. Ούτε μια φορά δεν άκουσα «τι να σας κάνω κι εγώ, έτσι μας έχουν πει να λέμε», «για δώστε μου να το ξαναδώ μήπως…» και τέτοια. Φαινόταν πως ήξερε τη δουλειά απέξω κι ανακατωτά, σαν να την έκανε 40 χρόνια – που μπορεί και να ‘ναι και το πιθανότερο, εδώ που τα λέμε.

Η μόνη ανησυχία που είχα παρατηρώντας τον κ. Χαράλαμπο Κ. (το επίθετο του αποτελεσματικότερου δημόσιου υπάλληλου που έχω γνωρίσει ποτέ είναι στη διάθεση του γράφοντος και κάθε καλόπιστου αναγνώστη) ήταν μήπως και παραδώσει το πνεύμα ο υπερκινητικός του εκτυπωτής. Ή το συρραπτικό. Ή όλο το σύστημα του ΙΚΑ, έτσι που το ‘τρεχε...

Είχε προ πολλού περάσει η μια και ο κ. Κ. συνέχιζε να εργάζεται, να πληροφορεί, να βοηθάει. Στις 2 παρά τέταρτο, 45 λεπτά μετά το πέρας των ωρών συνδιαλλαγής με το κοινό, έφτασε και η σειρά τού 205. Όπως ήξερα ότι θα συμβεί, εξυπηρετήθηκα (χωρίς κανένα εισαγωγικό εδώ) μέσα σε δυο λεπτά.

Τελειώνοντας, ζήτησα από τον καλό άνθρωπο το όνομά του γιατί ήθελα, είπα, να γράψω κάτι γι’ αυτόν. Δεν με ρώτησε αν θα ‘ναι για καλό ή για κακό. Μου το ‘δωσε γραμμένο σ’ ένα χαρτί, ενώ φεύγοντας σαν να τον είδα να χαμογελάει. Αλλά μπορεί να κάνω και λάθος… 

ΒΧ

19/12/11

Vaclav Havel, 5/10/1936 - 18/12/2011



Είχα κρατήσει την ομιλία αυτή του Vaclav Havel και αυτή είναι η ώρα να τη μοιραστώ με σας που έχετε την υπομονή να επισκέπτεστε αυτό το blog. Αφιερώστε της λίγα λεπτά. Και δείτε πόσες φράσεις θα μπορούσαν να έχουν ειπωθεί, 21 χρόνια μετά, και για τη δική μας πατρίδα. Γιατί αλήθεια να μη μιλάνε έτσι απλά και κατευθείαν στην καρδιά όλοι οι πολιτικοί;

New Year's Address to the Nation


Prague, January 1, 1990

My dear fellow citizens, 

For forty years you heard from my predecessors on this day different variations on the same theme: how our country was flourishing, how many million tons of steel we produced, how happy we all were, how we trusted our government, and what bright perspectives were unfolding in front of us.

I assume you did not propose me for this office so that I, too, would lie to you.

Our country is not flourishing. The enormous creative and spiritual potential of our nations is not being used sensibly. Entire branches of industry are producing goods that are of no interest to anyone, while we are lacking the things we need. A state which calls itself a workers' state humiliates and exploits workers. Our obsolete economy is wasting the little energy we have available. A country that once could be proud of the educational level of its citizens spends so little on education that it ranks today as seventy-second in the world. We have polluted the soil, rivers and forests bequeathed to us by our ancestors, and we have today the most contaminated environment in Europe. Adults in our country die earlier than in most other European countries.

Allow me a small personal observation. When I flew recently to Bratislava, I found some time during discussions to look out of the plane window. I saw the industrial complex of Slovnaft chemical factory and the giant Petr'alka housing estate right behind it. The view was enough for me to understand that for decades our statesmen and political leaders did not look or did not want to look out of the windows of their planes. No study of statistics available to me would enable me to understand faster and better the situation in which we find ourselves.

But all this is still not the main problem. The worst thing is that we live in a contaminated moral environment. We fell morally ill because we became used to saying something different from what we thought. We learned not to believe in anything, to ignore one another, to care only about ourselves. Concepts such as love, friendship, compassion, humility or forgiveness lost their depth and dimension, and for many of us they represented only psychological peculiarities, or they resembled gone-astray greetings from ancient times, a little ridiculous in the era of computers and spaceships. Only a few of us were able to cry out loudly that the powers that be should not be all-powerful and that the special farms, which produced ecologically pure and top-quality food just for them, should send their produce to schools, children's homes and hospitals if our agriculture was unable to offer them to all.

The previous regime - armed with its arrogant and intolerant ideology - reduced man to a force of production, and nature to a tool of production. In this it attacked both their very substance and their mutual relationship. It reduced gifted and autonomous people, skillfully working in their own country, to the nuts and bolts of some monstrously huge, noisy and stinking machine, whose real meaning was not clear to anyone. It could not do more than slowly but inexorably wear out itself and all its nuts and bolts.

When I talk about the contaminated moral atmosphere, I am not talking just about the gentlemen who eat organic vegetables and do not look out of the plane windows. I am talking about all of us. We had all become used to the totalitarian system and accepted it as an unchangeable fact and thus helped to perpetuate it. In other words, we are all - though naturally to differing extents - responsible for the operation of the totalitarian machinery. None of us is just its victim. We are all also its co-creators.

Why do I say this? It would be very unreasonable to understand the sad legacy of the last forty years as something alien, which some distant relative bequeathed to us. On the contrary, we have to accept this legacy as a sin we committed against ourselves. If we accept it as such, we will understand that it is up to us all, and up to us alone to do something about it. We cannot blame the previous rulers for everything, not only because it would be untrue, but also because it would blunt the duty that each of us faces today: namely, the obligation to act independently, freely, reasonably and quickly. Let us not be mistaken: the best government in the world, the best parliament and the best president, cannot achieve much on their own. And it would be wrong to expect a general remedy from them alone. Freedom and democracy include participation and therefore responsibility from us all.

If we realize this, then all the horrors that the new Czechoslovak democracy inherited will cease to appear so terrible. If we realize this, hope will return to our hearts.

In the effort to rectify matters of common concern, we have something to lean on. The recent period - and in particular the last six weeks of our peaceful revolution - has shown the enormous human, moral and spiritual potential, and the civic culture that slumbered in our society under the enforced mask of apathy. Whenever someone categorically claimed that we were this or that, I always objected that society is a very mysterious creature and that it is unwise to trust only the face it presents to you. I am happy that I was not mistaken. Everywhere in the world people wonder where those meek, humiliated, skeptical and seemingly cynical citizens of Czechoslovakia found the marvelous strength to shake the totalitarian yoke from their shoulders in several weeks, and in a decent and peaceful way. And let us ask: Where did the young people who never knew another system get their desire for truth, their love of free thought, their political ideas, their civic courage and civic prudence? How did it happen that their parents -- the very generation that had been considered lost -- joined them? How is it that so many people immediately knew what to do and none needed any advice or instruction?

I think there are two main reasons for the hopeful face of our present situation. First of all, people are never just a product of the external world; they are also able to relate themselves to something superior, however systematically the external world tries to kill that ability in them. Secondly, the humanistic and democratic traditions, about which there had been so much idle talk, did after all slumber in the unconsciousness of our nations and ethnic minorities, and were inconspicuously passed from one generation to another, so that each of us could discover them at the right time and transform them into deeds.

We had to pay, however, for our present freedom. Many citizens perished in jails in the 1950s, many were executed, thousands of human lives were destroyed, hundreds of thousands of talented people were forced to leave the country. Those who defended the honor of our nations during the Second World War, those who rebelled against totalitarian rule and those who simply managed to remain themselves and think freely, were all persecuted. We should not forget any of those who paid for our present freedom in one way or another. Independent courts should impartially consider the possible guilt of those who were responsible for the persecutions, so that the truth about our recent past might be fully revealed.

We must also bear in mind that other nations have paid even more dearly for their present freedom, and that indirectly they have also paid for ours. The rivers of blood that have flowed in Hungary, Poland, Germany and recently in such a horrific manner in Romania, as well as the sea of blood shed by the nations of the Soviet Union, must not be forgotten. First of all because all human suffering concerns every other human being. But more than this, they must also not be forgotten because it is these great sacrifices that form the tragic background of today's freedom or the gradual emancipation of the nations of the Soviet Bloc, and thus the background of our own newfound freedom. Without the changes in the Soviet Union, Poland, Hungary, and the German Democratic Republic, what has happened in our country would have scarcely happened. And if it did, it certainly would not have followed such a peaceful course.

The fact that we enjoyed optimal international conditions does not mean that anyone else has directly helped us during the recent weeks. In fact, after hundreds of years, both our nations have raised their heads high of their own initiative without relying on the help of stronger nations or powers. It seems to me that this constitutes the great moral asset of the present moment. This moment holds within itself the hope that in the future we will no longer suffer from the complex of those who must always express their gratitude to somebody. It now depends only on us whether this hope will be realized and whether our civic, national, and political self-confidence will be awakened in a historically new way.

Self-confidence is not pride. Just the contrary: only a person or a nation that is self-confident, in the best sense of the word, is capable of listening to others, accepting them as equals, forgiving its enemies and regretting its own guilt. Let us try to introduce this kind of self-confidence into the life of our community and, as nations, into our behavior on the international stage. Only thus can we restore our self-respect and our respect for one another as well as the respect of other nations.

Our state should never again be an appendage or a poor relative of anyone else. It is true that we must accept and learn many things from others, but we must do this in the future as their equal partners, who also have something to offer.

Our first president wrote: "Jesus, not Caesar." In this he followed our philosophers Chelyicky and Komensky. I dare to say that we may even have an opportunity to spread this idea further and introduce a new element into European and global politics. Our country, if that is what we want, can now permanently radiate love, understanding, the power of the spirit and of ideas. It is precisely this glow that we can offer as our specific contribution to international politics.

Masaryk(*) based his politics on morality. Let us try, in a new time and in a new way, to restore this concept of politics. Let us teach ourselves and others that politics should be an expression of a desire to contribute to the happiness of the community rather than of a need to cheat or rape the community. Let us teach ourselves and others that politics can be not simply the art of the possible, especially if this means the art of speculation, calculation, intrigue, secret deals and pragmatic maneuvering, but that it can also be the art of the impossible, that is, the art of improving ourselves and the world.

We are a small country, yet at one time we were the spiritual crossroads of Europe. Is there a reason why we could not again become one? Would it not be another asset with which to repay the help of others that we are going to need?
Our homegrown Mafia, those who do not look out of the plane windows and who eat specially fed pigs, may still be around and at times may muddy the waters, but they are no longer our main enemy. Even less so is our main enemy any kind of international Mafia. Our main enemy today is our own bad traits: indifference to the common good, vanity, personal ambition, selfishness, and rivalry. The main struggle will have to be fought on this field.

There are free elections and an election campaign ahead of us. Let us not allow this struggle to dirty the so-far clean face of our gentle revolution. Let us not allow the sympathies of the world, which we have won so fast, to be equally rapidly lost through our becoming entangled in the jungle of skirmishes for power. Let us not allow the desire to serve oneself to bloom once again under the stately garb of the desire to serve the common good. It is not really important now which party, club or group prevails in the elections. The important thing is that the winners will be the best of us, in the moral, civic, political and professional sense, regardless of their political affiliations. The future policies and prestige of our state will depend on the personalities we select, and later, elect to our representative bodies.

My dear fellow citizens!

Three days ago I became the president of the republic as a consequence of your will, expressed through the deputies of the Federal Assembly. You have a right to expect me to mention the tasks I see before me as president.

The first of these is to use all my power and influence to ensure that we soon step up to the ballot boxes in a free election, and that our path toward this historic milestone will be dignified and peaceful.

My second task is to guarantee that we approach these elections as two self-governing nations who respect each other's interests, national identity, religious traditions, and symbols. As a Czech who has given his presidential oath to an important Slovak who is personally close to him, I feel a special obligation - after the bitter experiences that Slovaks had in the past - to see that all the interests of the Slovak nation are respected and that no state office, including the highest one, will ever be barred to it in the future.

My third task is to support everything that will lead to better circumstances for our children, the elderly, women, the sick, the hardworking laborers, the national minorities and all citizens who are for any reason worse off than others. High-quality food or hospitals must no longer be a prerogative of the powerful; they must be available to those who need them the most.

As supreme commander of the armed forces I want to guarantee that the defensive capability of our country will no longer be used as a pretext for anyone to stand in the way of courageous peace initiatives, the reduction of military service, the establishment of alternative military service and the overall humanization of military life.

In our country there are many prisoners who, though they may have committed serious crimes and have been punished for them, have had to submit - despite the goodwill of some investigators, judges and above all defense lawyers - to a debased judiciary process that curtailed their rights. They now have to live in prisons that do not strive to awaken the better qualities contained in every person, but rather humiliate them and destroy them physically and mentally. In a view of this fact, I have decided to declare a relatively extensive amnesty. At the same time I call on the prisoners to understand that forty years of unjust investigations, trials and imprisonments cannot be put right overnight, and to understand that the changes that are being speedily prepared still require time to implement. By rebelling, the prisoners would help neither society nor themselves. I also call on the public not to fear the prisoners once they are released, not to make their lives difficult, to help them, in the Christian spirit, after their return among us to find within themselves that which jails could not find in them: the capacity to repent and the desire to live a respectable life.

My honorable task is to strengthen the authority of our country in the world. I would be glad if other states respected us for showing understanding, tolerance and love for peace. I would be happy if Pope John Paul II and the Dalai Lama of Tibet could visit our country before the elections, if only for a day. I would be happy if our friendly relations with all nations were strengthened. I would be happy if we succeeded before the elections in establishing diplomatic relations with the Vatican and Israel. I would also like to contribute to peace by briefly visiting our close neighbors, the German Democratic Republic and the Federal Republic of Germany. Neither shall I forget our other neighbors - fraternal Poland and the ever-closer countries of Hungary and Austria.

In conclusion, I would like to say that I want to be a president who will speak less and work more. To be a president who will not only look out of the windows of his airplane but who, first and foremost, will always be present among his fellow citizens and listen to them well.

You may ask what kind of republic I dream of. Let me reply: I dream of a republic independent, free, and democratic, of a republic economically prosperous and yet socially just; in short, of a humane republic that serves the individual and that therefore holds the hope that the individual will serve it in turn. Of a republic of well-rounded people, because without such people it is impossible to solve any of our problems - human, economic, ecological, social, or political.

The most distinguished of my predecessors opened his first speech with a quotation from the great Czech educator, Komensky. Allow me to conclude my first speech with my own paraphrase of the same statement:

People, your government has returned to you!

* Tom Garrigue Masaryk (1850-1937), Czech statesman and philosopher, the first president of Czechoslovakia. 

9/11/11

PLUS ҪA CHANGE...


Την δεκαετία του ’50, με τις πληγές τού Β’ Μεγάλου Πολέμου και του Εμφύλιου ακόμη ανεπούλωτες, αυτό από το οποίο η χώρα είχε ανάγκη ήταν σταθερότητα. Αναζητώντας την, η πολιτική νομενκλατούρα της εποχής έκανε το προφανές. Άλλαζε κυβερνήσεις.  

Στις 30 Ιουνίου του ’51 άλλη μια κυβέρνηση, του Σοφοκλή Βενιζέλου, διασπάστηκε λόγω μιας ακόμη ασήμαντης αφορμής και παραιτήθηκε. Ο τότε βασιλιάς Παύλος έκανε προσπάθειες να σχηματίσει οικουμενική κυβέρνηση, ή έστω, μια με πολιτικούς των τριών μεγάλων κομμάτων. Μετά από πολλές άκαρπες προσπάθειες, έστειλε αυτή την έκκληση στους αρχηγούς τους:

«Δεκατρείς κυβερνήσεις διεδέχθησαν η μια την άλλη κατά το σύντομο διάστημα της βασιλείας μου (σ.σ. μέχρι τότε 4 χρόνια). Αλλά η πατρίς μας ζητεί την ανεπιφύλακτον συνεργασίαν όλων των πολιτικών αρχηγών εις τρόπον ώστε, δια κοινών αγώνων και προσπαθειών, να παρακαμφθούν όλαι αι δυσχέρειαι…»

Για να καταλήξει:

«Εάν παρά την έκκλησιν ταύτην δεν δυνηθήτε να πραγματοποιήσητε την αναγκαίαν συνεργασίαν και δεν επιτύχετε εις τον σχηματισμόν κυβερνήσεως, τότε θα αναγκασθώ εγώ να εύρω ο ίδιος μιαν λύσιν. Εις την περίπτωσιν όμως ταύτην, ο πολιτικός κόσμος της χώρας θα φέρη το βάρος της ευθύνης ότι δεν με εβοήθησε εις την παρούσαν προσπάθειαν όπως πραγματοποιηθή ένας εθνικός συνασπισμός».

Τρεις μέρες μετά σχηματίστηκε κυβέρνηση.

Γιατί δεν μπορεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να κάνει σήμερα κάτι αντίστοιχο και δείχνει απλώς να παρακολουθεί αμήχανος το ανούσιο, μπροστά στο τι μας περιμένει, παρασκηνιακό αλισβερίσι το αποτέλεσμα του οποίου θα κληθεί μετά, εκών άκων, να ευλογήσει; Δεν το επιτρέπει το Σύνταγμα; Ελάτε τώρα…

Και κάτι ακόμη. Θα καταλάβουν ποτέ οι σημερινοί πολιτικοί ότι βρίσκονται στην πολιτική για να πάρουν αποφάσεις, να τολμήσουν, να δώσουν λύσεις, να βγάλουν τη χώρα από το λούκι που οι ίδιοι την έβαλαν; Για να επιδείξουν πραγματική ευθύνη; Η εποχή που το job description του Έλληνα πολιτευτή συνοψιζόταν στα «άντε στο γραφείο, παράγγειλε καφέ, διάβασε εφημερίδες, βάλε μια δυο υπογραφές, χούφτωσε την καινούρια μικρή, δέξου υπηκόους, διόρισε ανιψιούς, πάρε τηλέφωνα για ρουσφέτια, πήγαινε για φαγητό στον Γεροφοίνικα και μετά σπίτι για ύπνο», δεν υπάρχει πια. Ούτε θα ξανάρθει.

Όποιος δεν μπορεί να το καταλάβει αυτό, ας πάει σπίτι του. Ή στο Da Capo. Ή σε κάποιο ΔΣ…

ΒΧ

8/11/11

ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΛΙΚΗ

Αγαπητή Αλίκη,

Σχετικά με το σχόλιο που βρήκες τον χρόνο να κάνεις για την ανάρτησή μου (τι λέξη κι αυτή, ε;) "Τι Έχουμε Καταλάβει", λέω να σχολιάσω μόνο το θέμα της εποπτείας. Βλέπεις, ο κοινωνικός ρόλος τού κράτους που, για αμόλυντους ιδεαλιστές όπως εσύ, περιλαμβάνει και αναδιανομή του πλούτου, είναι για μένα, που έχω προ πολύ περισσότερου περάσει τα 18, η απόλυτη ουτοπία. Θα μου αρκούσε ένα κράτος που να με σέβεται, να μη με μεταχειρίζεται εκ προοιμίου ως απατεώνα και να μου επιστρέφει σε υπηρεσίες αυτά που μια ζωή του πληρώνω σε χρήμα, στο ακέραιο.  

Όσο για την εθνική μας κυριαρχία φοβάμαι πως αυτή έχει προ πολλού "χαθεί". Από τότε ίσως που, ως ισότιμα μέλη μιας ενωμένης Ευρώπης, εκχωρήσαμε και την οικονομική μας αυτονομία. Τι σ' ενοχλεί όμως αν πάνω από άχρηστους, βολεμένους, τεμπέληδες, βολτέρους(*) ή διεφθαρμένους κηφήνες τοποθετηθεί ένας αποτελεσματικός, αδιάφθορος τεχνοκράτης για να βάλει μια τάξη σ’ ένα κράτος-οπερέτα;  Δεν θα μειωθεί έτσι το κόστος, άρα και οι φόροι που εσύ κι εγώ πληρώνουμε, για τη λειτουργία αυτού του απίστευτα αναποτελεσματικού μηχανισμού;  

Οι μόνοι που πραγματικά θα ενοχληθούν θα είναι οι κρατικοδίαιτες αλογόμυγες που το απομυζούν εδώ και χρόνια. Σε τελική ανάλυση, από τη στιγμή που δεν μπορούμε, ή δεν τολμάμε, να κάνουμε στοιχειώδες μεταρρυθμίσεις και αναγκαζόμαστε να καταφεύγουμε σε σπασμωδικά, βαθύτατα αντικοινωνικά μέτρα, όπως οι έκτακτες εισφορές και τα κάθε λογής χαράτσια, δεν μ' ενοχλεί διόλου αν έρθει άλλος να κάνει αυτές τις αλλαγές για μένα. 

Και να σου πω και κάτι άλλο; Να φέρουμε κι άλλους επόπτες, ελεγκτές, επιτηρητές, παιδονόμους... Για να φροντίζουν να εφαρμόζονται και οι νόμοι. Όλοι όμως. Από την ολοκληρωτική πάταξη της φοροδιαφυγής (που μπορεί πράγματι να οδηγήσει σε μια «αναδιανομή» του πλούτου) ως την παραβίαση του κόκκινου. Διότι μόνο έτσι ασκείται πραγματική, και όχι a la carte, δικαιοσύνη. Εκτός αν επιμένουμε να βασιζόμαστε στον αλήστου μνήμης πατριωτισμό και το υπερτιμημένο φιλότιμο των Ελλήνων.

ΒΧ

(*) "Βολτέρους" ονόμαζαν οι συνάδελφοί τους, τη δεκαετία του '50, κάποιους υπαλλήλους της Εθνικής Τράπεζας που, αντί να δουλεύουν, έκοβαν βόλτες στους διαδρόμους (Ιστορία Της Σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974, Σόλων Ν. Γρηγοριάδης). Εύστοχος χαρακτηρισμός και, πολύ φοβάμαι, διαχρονικός.

5/11/11

Όιρο-Ένγκλις

The European Commission has just announced an agreement whereby English will be the official language of the European Union rather than German, which was the other possibility. As part of the negotiations, the Commission conceded that English spelling had some room for improvement and has accepted a 5-year phase-in plan that would become known as "Euro-English".

In the first year, "s" will replace the soft "c". Sertainly, this will make the sivil servants jump with joy. The hard "c" will be dropped in favor of "k". This should klear up konfusion, while keyboards kan have one less letter.

There will be growing publik enthusiasm in the sekond year when the troublesome "ph" will be replaced with "f". This will make words like fotograf 20% shorter.
In the 3rd year, publik akseptanse of the new spelling kan be expekted to reach the stage where more komplikated changes are possible. Governments will enkourage the removal of double letters which have always ben a deterent to akurate speling. Also, al wil agre that the horibl mes of the silent "e" in the languag is disgrasful and should go away.
By the 4th yer, people wil be reseptiv to steps such as replasing "th" with "z" and "w" with "v".
During ze fifz yer, ze unesesary leter "o" kan be dropd from vords kontaining "ou" and after ziz fifz yer, ve vil hav a reil sensibl ritin styl. Zer vil be no mor trubl or difikultis and evrivun vil find it ezi tu understand ech oza. Ze drem of a united urop vil finali kam tru.
Und efter ze fifz yer, ve vil al be speking German like zey vunted in ze ferst plas...