5/8/12

Μυαλό κουκούτσι


Ο γείτονας και φίλος Α. μού είπε πως θα περάσω καλά και δεν θα πληρώσω και πολλά. «Με €10 το άτομο τρως ωραιότατα», ήταν τα λόγια του. «Το μαγαζί έχει πιάσει το πνεύμα των καιρών που θέλει μεζεδάκια, ρακές, τσίπουρα και ουζάκι και σε καλές τιμές».

Και μιας και το μαγαζί είναι απέναντι απ’ το σπίτι πήγα. Να πω εδώ πως στον ίδιο χώρο υπήρχε πριν ένα πανέμορφο, παλιό, πέτρινο σπίτι που αρχικά λειτουργούσε με το εμπνευσμένο όνομα… Πέτρινο για να γίνει μετά το εξαιρετικό ιταλικό εστιατόριο Genovese. Το pièce de résistance δε του Genovese ήταν ο απαράμιλλος κήπος με τα τραπέζια μέσα στο πράσινο. Μια αληθινή όαση δροσιάς για τις ζεστές βραδιές του καλοκαιριού. Και το χειμώνα όμως, χάρη στη διαμόρφωση του παλιού σπιτιού, είχες την εντύπωση πως δειπνούσες σ’ ένα φιλόξενο σαλόνι. Και το φαγητό; Α, το φαγητό! Ο Michele έφτιαχνε την καλύτερη tagliata, το γευστικότερο carpaccio σφυρίδας και την καλύτερα βρασμένη pasta απ’ αυτή τη μεριά της Αδριατικής.

Τα αφεντικά του χώρου –ο Michele απλώς το δούλευε–, για δικούς τους λόγους, αποφάσισαν να κλείσουν το Genovese το οποίο, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, τον τελευταίο καιρό είχε «κάνει κοιλιά» και να το μεταλλάξουν σε κάτι εκ προοιμίου θνησιγενές την ταυτότητα ή το όνομα του οποίου ποτέ κανείς δεν κατάλαβε. Γι’ αυτό κι έκλεισε πιο γρήγορα απ’ ό,τι άνοιξε. Στην πορεία όμως, γκρέμισαν το παλιό σπίτι και τον κήπο. Τώρα, στη θέση του λειτουργεί κάτι απρόσωπο, κρύο και χωρίς χαρακτήρα. Ας είμαι δίκαιος όμως. Μπορεί οι ιδιοκτήτες να ‘χουν χάσει κάποιο στοίχημα. Ή ένας ανισόρροπος ντεκορατέρ να κρατάει ομήρους τα παιδιά τους.  

Τέλος πάντων. Όπως είχα λοιπόν κάνει 150 φορές στο παρελθόν, μπήκα και κάθισα σ’ ένα απόμερο μικρό τραπέζι περιμένοντας τη γυναίκα μου. Στο λεπτό, με πλησίασε ο νεαρός maître d’ με το βλέμμα, τη γοητεία και το απεριόριστο κίνητρο κάποιου που το καλύτερο κομμάτι της δουλειάς του είναι να συμβουλεύεται ένα βιβλίο κρατήσεων για να μου πει σε ελαφρώς επιτιμητικό τόνο:

-        Καθίσατε μόνος σας, βλέπω.
-        Αμέ! Ντύθηκα και μόνος μου. Κι ήρθα κι ως εδώ μόνος μου!
-        Έχουμε κάνει κάποια κράτηση;
-        Φοβάμαι πως όχι. Δεν έχετε τραπέζι;
-        Δεν έχουμε κάνει κράτηση, ε;
-        Όχι. Δεν έχετε τραπέζι;
-        Έχουμε βαφτίσια σήμερα…
-        Μπράβο! Να σας ζήσει! Πώς το είπατε;
-        …και είμαστε φουλ.
-        Δηλαδή, δεν έχετε ελεύθερο τραπέζι;
-        Τέλος πάντων, καθίστε εδώ και θα δούμε τι θα κάνουμε (που μας κουβαληθήκατε τέτοια ώρα βραδιάτικα για να μας αναστατώσετε).

Εντάξει, αυτό στην παρένθεση δεν το είπε, τουλάχιστον όχι με το στόμα. Αλλά όπως καταλαβαίνετε, η βραδιά δεν ξεκίνησε με τον καλύτερο τρόπο. Πού ‘ναι τα χαμόγελα και οι αγκαλιές και τα “calispera, dottore” τού Michele; Πού ‘ναι εκείνα τα «πιάσε μια aglio, olio, pepperoncino. Και μη τη φοβηθείς. Abondante! Βάλε και τα πόμολα μέσα»; Πού ‘ναι τα antipastiapo to magazi!” κι εκείνο το σαλάμι “apo corio mou, pano apo Genova”;

Παρόλα αυτά, έχοντας πληροφορηθεί πως ο σεφ είναι, λέει, εγγονός του Τσελεμεντέ και ελπίζοντας πως τα γονίδια των μάγειρων περνούν από γενιά σε γενιά με μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ότι αυτά των πολιτικών για παράδειγμα, εκτίμησα τη χάρη που μου έκανε ο maître d’ και ετοιμάστηκα για μια πανδαισία γνήσιων ελληνικών γεύσεων.

Που ήταν οτιδήποτε άλλο παρά. Αυτό που πρέπει να καταλάβουν οι σεφ μαγαζιών όπως αυτό –τα οποία, αν έχεις εξοικειωθεί με την έφεση του νεοέλληνα στην υπερβολή, έχουν απόλυτα αναμενόμενα γεμίσει τον τόπο «πιάνοντας το πνεύμα των καιρών που θέλει μεζεδάκια, ρακές, τσίπουρα και ουζάκι και σε καλές τιμές», λέμε τώρα– είναι πως τα μικρά «πιάτα» που μοιράζεσαι με άλλους δεν είναι απλώς μικρότερες μεγάλες μερίδες. Οι γεύσεις –αλλά και η παρουσίαση– χρειάζεται να είναι πιο ξεκάθαρες, πιο αιχμηρές και πιο προκλητικές. Όλα τα πιάτα ήταν αδιάφορα, ουδέτερα και πρακτικά παρόμοια. Δύσκολα ξεχώριζες τη σαντορινιά φάβα από τη σιφνέικη ρεβυθάδα, τα μύδια στο τσακ κατάφερναν να εμφανιστούν στον πληθυντικό, ενώ οι ψητές σαρδέλες ήταν σαν να μασάς μασχάλη.

Σε τελική ανάλυση, οι γεύσεις του μαγαζιού (ας το πούμε Ελιάς Κουκούτσι μιας κι αυτό είναι το όνομά του) είχαν μεγαλύτερη ιδέα για τον εαυτό τους στον κατάλογο απ’ αυτή που τελικά μετέφεραν στον ουρανίσκο. Κι αυτό, σ’ ένα περιβάλλον που χρειάζεται επειγόντως ένεση –απ’ αυτές τις μεγάλες που ‘χουν για τα άλογα– ταυτότητας και ατμόσφαιρας. Το σέρβις ήταν καλό, αλλά η όλη εμπειρία θύμιζε ανοιχτή οντισιόν δυσδιάκριτων γευστικά και εμφανισιακά πιάτων σε μια ανάλογα δυσδιάκριτη σκηνή.

Δεν θα ‘μπαινα μάλιστα στον κόπο να τα γράψω όλα αυτά κατακαλόκαιρο αν δεν ήταν το ούζο. Διότι, για δυο μπουκαλάκια 200ml ούζου Πιτσιλαδή (το οποίο παρεμπιπτόντως θεωρώ το καλύτερο και αν κανείς από την Ποτοποιία Πιτσιλαδή στο Πλωμάρι δει αυτή την ολόγκριζα διαφήμιση και θελήσει να μου στείλει ένα-δυο κιβώτια να ‘ναι σίγουρος πως θα εκτιμηθούν δεόντως) χρεώθηκα €23,00 – ήτοι €11,50 το ένα! Το ξαναγράφω: €11,50 για 200ml! Ποσό που απογειώνει ένα μπουκάλι ούζου των 750ml στα χωράφια της Grey Goose, αν όχι του Dior. Με αποτέλεσμα να εκτοξεύσει τον λογαριασμό για τέσσερα-πέντε πιάτα ελληνικούς μεζέδες –το ακριβότερο από τα οποία ήταν πιθανότατα τα τηγανιτά μύδια– στα €60. Σε μαγαζί που «έχει πιάσει το πνεύμα των καιρών»...

Το πρόβλημα εδώ είναι πως για δεκαετίες είχαμε συνηθίσει να τρώμε μέτρια και να πληρώνουμε ακριβά σε μέρη που κατά κανόνα μοστράριζαν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Και παρά την κρίση, συνεχίζουμε –εντάξει, όχι εσείς– να τα δεχόμαστε όλα αυτά αδιαμαρτύρητα σαν αναπόσπαστο κομμάτι της αναψυχής μας. Από την άλλη, βλέποντας τον κόσμο που μπαίνει στο μαγαζί κάθε βράδυ, μπορεί και να κάνω πάλι λάθος και να μας αρέσει να τρώμε μέτρια και να πληρώνουμε ακριβά σε μέρη που συνεχίζουν να μοστράρουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Το τραβάει φαίνεται ο οργανισμός μας.

ΒΧ

ΥΓ Το άλλο πρωί, ρώτησα τον Α. τι έφαγε και κατάφερε να πληρώσει μόνο €10 το άτομο. «Μια τυρόπιτα, μια σαλάτα και δυο μπύρες»…

3 σχόλια:

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Βασίλη,
    πολύ χαίρομαι που δεν βαρέθηκες και τα έγραψες. Παρότι είναι το σωστό να επικεντρωνόμαστε στα καλά, κάπως πρέπει και τα στραβά να λέγονται.
    (xaxa κατάφερα κ την διόρθωση ^ ^)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Βασίλη, ως συνήθως, είναι απόλαυση να σε διαβάζουμε -και μάλιστα... δωρεάν! Θα πρότεινα να στείλεις αυτό το κείμενο σε κάποιο από τα περιοδικά γευσιγνωσίας και διασκέδασης, όχι για να σε κάνουν συντάκτη, αλλά για να φιλοξενούν μια στήλη σου σε κάθε τεύχος. Αν βέβαια δεν αναφέρεσαι σε κάποιον πελάτη/ διαφημιζόμενο. Να προσθέσω κι εγώ μια τραυματική εμπειρία πριν δύο χρόνια (αν δεν κάνω λάθος), 15Αύγουστο στο Διόνυσο (Zonar's) στην Ακρόπολη: Καταπληκτική τοποθεσία, προσεγμένος χώρος, πολύ προσεγμένο service, αλλά Η ΠΙΟ ΑΝΟΣΤΗ ΚΑΙ ΑΝΕΜΠΝΕΥΣΤΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΠΟΥ ΕΧΩ ΔΟΚΙΜΑΣΕΙ ΠΟΤΕ! Αναρωτιέμαι αν είχαν πάρει "απόσπαση" κάποιον σεφ νοσοκομείου, λόγω 15Αύγουστου... Φυσικά, όλα τα πιάτα σερβιρίστηκαν με περισσή θεατρικότητα, σα να ήταν συλλεκτικά κοσμήματα απ' το Tiffany's, και ο λογαριασμός (που ευτυχώς πλήρωσε άλλος) ήταν σε αντίστοιχη κλάση: πάνω από 60 ευρώ το άτομο. Το αστείο? Στο διπλανό τραπέζι κάτι ξένοι... φωτογράφιζαν τα φαγητά στο τραπέζι τους, παραληρώντας από ικανοποίηση, ενώ ο δικός μου "οικοδεσπότης" και εορτάζων χάρηκε που τού πήραν το σκαλπ! Μάλλον ένιωσε ότι αυτη ήταν η επιτομή του "επίσημου, καλού δείπνου"...

    ΑπάντησηΔιαγραφή