7/8/12

Το πολύ το τάκα τάκα…


Πριν λίγες μέρες, είχα γράψει σχετικά στο Facebook, συνοδεύοντας μάλιστα το κείμενο με την παρακάτω επεξηγηματική φωτογραφία, για της ανάρτησης το ασφαλές. Επειδή όμως, όπως εύστοχα, αν όχι επικριτικά, επεσήμανε και η αγαπητή μου Μ., «ο ενεργός πολίτης πρέπει να είναι ενεργός και όχι απλώς παρατηρητής», είπα να ασχοληθώ με το θέμα λίγο περισσότερο.



Πρώτα, το σχόλιο στο Facebook, για σας στα πίσω θρανία που πάλι δεν προσέχατε στην παράδοση:

“Χτες στο κοσμοπολίτικο Καβούρι. Η πινακίδα του Δήμου Βουλιαγμένης γράφει: «Απαγορεύεται το παιχνίδι με ρακέτες λόγω ηχορύπανσης – κατοικημένη περιοχή». Στην προσπάθεια δε να κερδίσει και λίγο από τον τσαμπουκά που έχασε μετά την παραίτηση του δήμαρχου Κασιδόκωστα, για λόγους υγείας, ο Δήμος των 5 Β αναφέρει και τον αριθμό της σχετικής απόφασης.

Ο νεοέλληνας αγριορωμιός όμως, με τον χιλιοτραγουδισμένο ανυπότακτο τράχηλο, ο οποίος αποφασίζει μόνος του ποιους νόμους θα τηρεί και ποιους όχι, τα γράφει όλα αυτά στα όλο και ευκολότερα ανασυρόμενα από την αφάνεια του βρομερού του σώβρακου αναπαραγωγικά του όργανα και, για 12 τουλάχιστον ώρες κάθε μέρα, προσπαθεί, μ’ έναν αξιοθαύμαστο ενθουσιασμό που σχεδόν καταφέρνει να αντισταθμίσει την απόλυτη έλλειψη τεχνικής, κοπανώντας μ’ ένα στρογγυλό, πλακέ σανίδι ένα μουσκεμένο, φαλακρό μπαλάκι, να σπάσει τα μούτρα τού απέναντί του – και να ακρωτηριάσει πατώντας όσους λουομένους (πάντα μ’ άρεσε αυτή η λέξη, ειδικά όταν συνοδεύεται από το «φιλήσυχους») είχαν την ατυχία να επιλέξουν το δικό του τερέν για το μπάνιο τους και τώρα προσπαθούν να προστατευτούν, βιάζοντας τον ήλιο να πέσει με αυτό το αμετακίνητο, απλανές βλέμμα κάποιου που έχει συνηθίσει να ζει στο πετσί του καθημερινά την απογοήτευση της νεοελληνικής πραγματικότητας του σήμερα.

ΥΓ Δεν θα πρέπει να ‘χω ξαναγράψει μεγαλύτερη πρόταση. Να μια συντομότερη: ο νεοέλληνας ό,τι δεν κάνει αντικανονικά το κάνει αντικοινωνικά. Ναι, το έχω ξαναπεί αυτό, αλλά ανάποδα”.

Την άλλη μέρα λοιπόν ξεκίνησα να βρω τη Δημοτική Αστυνομία του Δήμου των 5 Β.

Μια παρένθεση εδώ. Στο πιο στενό μέρος του κεντρικού δρόμου της Βούλας, ενός από τα Β –και πάνω ακριβώς σε διάβαση πεζών–, άρχοντας έχει παρατήσει τη BMW του με αναμμένα τα φλας, μιας και αυτό προφανώς κάνει κάθε παράνομα παρατημένο αυτοκίνητο αόρατο στα μάτια των οργάνων της τάξης, με αποτέλεσμα να κλείνει σχεδόν όλον τον δρόμο και τη διάβαση, φυσικά.
Την ίδια στιγμή, δέκα μέτρα πιο κει, και πολλά λέω, απολαμβάνουν τον φραπέ τους τέσσερις αστυνομικοί της Ομάδας ΔΙ.ΑΣ, έχοντας παρατήσει αυτοί τις δικές τους μοτοσικλέτες πάνω στο πεζοδρόμιο. 

Ως ενεργός λοιπόν πολίτης και όχι απλώς παρατηρητής, περνώντας κατεβάζω το παράθυρο για να πω: «Συγγνώμη, δεν βλέπετε τι γίνεται εδώ;» ή κάτι ανάλογο. Τι απάντηση πήρα; «Κι εγώ τι φταίω;» «Κι εγώ τι φταίω!» Που υποθέτω πως είναι ο λιγότερο πολιτισμένος τρόπος τού να πει κανείς στον πραγματικό εργοδότη του: «Δεν είμαι σίγουρος πως έχουμε δικαιοδοσία σε θέματα Τροχαίας». Που δεν είμαι σίγουρος ότι δεν την έχουν.

Και ερωτώ: πόσο δύσκολο είναι για έναν αστυνομικό να περπατήσει δέκα βήματα, όχι παραπάνω, και να συστήσει στον άρχοντα να πάει παρακάτω; Πόσο δύσκολο είναι για έναν αστυνομικό να φροντίσει, πανεύκολα στην περίπτωσή μας, για «την εξασφάλιση (…) της ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης (sic) και τροχαίας»; Να ‘το, το γράφει και η ιστοσελίδα τους, την έχουν τη δικαιοδοσία! Και στην τελική, πόσο δύσκολο είναι για έναν αστυνομικό ν’ αντικαταστήσει, για δευτερόλεπτα βρε αδερφέ, καλαμάκι φραπόγαλου με σφυρίχτρα;

Με μια ακόμα λοιπόν τυπική περίπτωση esprit de lescalier, απ’ αυτές που μου συμβαίνουν όλο και συχνότερα τελευταία, όταν κατάφερα να μπω στο folder Έξυπνες Απαντήσεις σε Ηλίθια Σχόλια στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ήμουν ήδη στη Βουλιαγμένη, όπου και τα γραφεία της Δημοτικής Αστυνομίας του Δήμου των 5 Β – το 5ο είναι τα Βλάχικα, ορίστε.

Η υποαμειβόμενη και αναμφίβολα υπεραπασχολούμενη δημοτική υπάλληλος στην υποδοχή, χωρίς καν να σηκώσει το βλέμμα από ένα smartphone που, για λόγους πρωτοκόλλου φαντάζομαι, κρατούσε οριζόντια, ψέλλισε «πάνω» με αυτόν τον τρόπο που ψελλίζει «πάνω» κάποιος που το ψελλίζει 237 φορές τη μέρα.

«Πάνω», στο τμήμα του δικού μου Β –κάθε Β φαίνεται πως έχει το δικό του γραφείο, μπορεί και τα Βλάχικα–, ο συμπαθής νεαρός αστυνομικός ήξερε το θέμα, αλλά μου σύστησε να περιμένω καλύτερα τον προϊστάμενο. Ο οποίος όταν ήρθε δεν έπεσε βέβαια κι απ’ τα σύννεφα. Για να ακολουθήσει μεταξύ μας ο παρακάτω περίπου διάλογος:

-        Περνάω τακτικά από το Καβούρι και βλέπω πως, παρά την απαγόρευση, δεκάδες παίζουν καθημερινά ρακέτα, και μάλιστα σε ώρες κοινής ησυχίας, τσαλαπατώντας τον κόσμο και χρησιμοποιώντας την απαγορευτική σας πινακίδα για φιλέ.
-        Μάλιστα, το ξέρουμε. Τι να πω; Ότι δεν έχετε δίκιο;
-        Και τι κάνετε γι’ αυτό;
-        Τι θέλετε να κάνουμε;
-        Να φροντίσετε για την εφαρμογή αυτού που ο Δήμος έχει αποφασίσει, τι άλλο;
-        Χίλια δίκια έχετε, αλλά…
-        Τους έχετε προτείνει να πάνε 100 μέτρα πιο κει, που και άπλα έχει και μη οργανωμένη πλαζ είναι;
-        Ναι, αλλά δεν πάνε.
-        Πείτε μου: έχετε το δικαίωμα να πάρετε τα στοιχεία κάποιου απ’ αυτούς;
-        Θεωρητικά, ναι.
-        Το έχετε ποτέ κάνει;
-        Όχι.
-        Γιατί;
-        Γιατί με το που βλέπουν το αυτοκίνητό μας, παρατάνε τις ρακέτες και μπαίνουν στη θάλασσα.
-        Έχετε ποτέ μπουζουριάσει κανέναν; Για διατάραξη κοινής ησυχίας, ας πούμε; Γιατί αυτό το συνεχές τάκα-τάκα μεσημεριάτικα θα πρέπει να τρελαίνει τους ανθρώπους που ζουν ακριβώς απέναντι.
-        Όχι.
-        Έχετε το δικαίωμα να το κάνετε;
-        Θεωρητικά, ναι.
-        Τι σημαίνει αυτό;
-        Πως όταν εμείς είμαστε δύο και αυτοί είκοσι δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά, έτσι δεν είναι;

Μάλιστα… Τι να πεις; Πέρα από το να διαπιστώσεις ένα ακόμα θλιβερό δείγμα, αν χρειαζόταν κι άλλο, του ότι η χώρα καθημερινά ξεφτίζει στις ραφές, αποσυντίθεται, σκουριάζει…

Φεύγοντας σύστησα στους ευγενέστατους, παρ’ όλα αυτά, δημοτικούς αστυνομικούς, μιας και αδυνατούν να εφαρμόσουν την απόφαση του δικού τους Δήμου, να ζητήσουν να κατεβούν οι απαγορευτικές πινακίδες. Γιατί όταν ο κόσμος δεν γελάει με τη γραφικότητα, για να μη πω ανικανότητα, της Δημοτικής Αστυνομίας, εξοργίζεται με την αδιαφορία της. Και με την αδιάλειπτη αφοσίωσή της φυσικά στο να κάνει εύκολα πράγματα και ανώδυνα. Όπως το να κόβει ανόητες κλήσεις για ελάχιστα καθυστερημένο παρκάρισμα, λόγου χάρη.

Ας κατεβάσουν λοιπόν τις πινακίδες κι ας αφήσουν τον καθέναν από μας να βρίσκει το δίκιο του όπως αυτός νομίζει καλύτερα. Με παρακάλια, με βρισιές, με μπουνιές, με σιδερολοστούς, με δίκανα… Όπως άλλωστε γίνεται σ’ όλη τη χώρα, χρόνια τώρα. Γιατί, όπως λέει και ο φίλος Νικόλας Κ. που, ως έγκριτος νομικός, καθημερινά ζει περιστατικά πολύ σοβαρότερα απ’ αυτό, «σ’ αυτή εδώ τη χώρα, αν δεν διεκδικήσει κανείς τον ζωτικό του χώρο, ελάχιστοι έχουν την αβρότητα να τον σεβαστούν».

Δεν θα κουραστώ να το γράφω: ό,τι ο νεοέλληνας δεν κάνει αντικανονικά
το κάνει αντικοινωνικά

Και να η λέξη-κλειδί που χρειαζόμουν για τούτο δω το μακροσκελές, δυσκίνητο post. Αβρότητα! Μια ακόμα άγνωστη λέξη για τον νεοέλληνα αγριορωμιό. Μια απλή, ανώδυνη ιδιότητα με την οποία μια φορά κι έναν καιρό «βγαίναμε» από τα σπίτια μας. Ένα δείγμα ετικέτας, αν όχι ανατροφής, που χάθηκε κι αυτό μέσα στο λασπωμένο μαγκρεμπικό souk στο οποίο μεταμόρφωσαν τον τόπο οι δεκαετίες της κοινωνικής ισοπέδωσης και του πλασματικά ανέξοδου, εύκολου νεοπλουτισμού. Μια αρετή την οποία διακρίνουμε πια μόνο στο χειροφίλημα του Γιώργου Γαβριηλίδη στη Μπεάτα Ασημακοπούλου. Ή στα βιβλία του Ζαμπούνη…

Και μιας και ο ιδρώτας, παρά τα κλιματιστικά και τους ανεμιστήρες, μου δροσίζει ήδη τα πλευρά και τον κόκκυγα, λέω να τελειώσω μ’ ένα σχόλιο της φίλης Πόπης Π. από την «ερωτική Σαλαμίνα», το οποίο, αν δεν εθελοτυφλούμε εθνικιστικά, θα δούμε πως έχει καθημερινά άπειρες εφαρμογές και το οποίο φυσικά με βρίσκει σύμφωνο.

«Όμως οι Έλληνες είμαστε κάφροι και δεν μπορούμε, δεν θέλουμε, αρνιόμαστε να το καταλάβουμε. Γιατί ο δρόμος των προγόνων μας είναι ο δύσκολος. Προτιμάμε  λοιπόν τα εύκολα, το φταίξιμο των άλλων. Γιατί, πολύ απλά, ζούμε στην παρακμή και στην ημιμάθεια. Σε αυτή τη δύσκολη εποχή που ζούμε, που ανακατεύεται, που μπερδεύεται η αγάπη για την πατρίδα, η αρετή, η δικαιοσύνη, το σωστό με το λάθος, οφείλουμε να κοιτάμε πίσω. Εκεί που γεννήθηκαν οι υψηλές αξίες. Και να τις διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού γιατί είναι το μάτι μας μέσα στο σκοτάδι που έρχεται με γεωμετρική πρόοδο στη ζωή μας»…

ΒΧ

5/8/12

Μυαλό κουκούτσι


Ο γείτονας και φίλος Α. μού είπε πως θα περάσω καλά και δεν θα πληρώσω και πολλά. «Με €10 το άτομο τρως ωραιότατα», ήταν τα λόγια του. «Το μαγαζί έχει πιάσει το πνεύμα των καιρών που θέλει μεζεδάκια, ρακές, τσίπουρα και ουζάκι και σε καλές τιμές».

Και μιας και το μαγαζί είναι απέναντι απ’ το σπίτι πήγα. Να πω εδώ πως στον ίδιο χώρο υπήρχε πριν ένα πανέμορφο, παλιό, πέτρινο σπίτι που αρχικά λειτουργούσε με το εμπνευσμένο όνομα… Πέτρινο για να γίνει μετά το εξαιρετικό ιταλικό εστιατόριο Genovese. Το pièce de résistance δε του Genovese ήταν ο απαράμιλλος κήπος με τα τραπέζια μέσα στο πράσινο. Μια αληθινή όαση δροσιάς για τις ζεστές βραδιές του καλοκαιριού. Και το χειμώνα όμως, χάρη στη διαμόρφωση του παλιού σπιτιού, είχες την εντύπωση πως δειπνούσες σ’ ένα φιλόξενο σαλόνι. Και το φαγητό; Α, το φαγητό! Ο Michele έφτιαχνε την καλύτερη tagliata, το γευστικότερο carpaccio σφυρίδας και την καλύτερα βρασμένη pasta απ’ αυτή τη μεριά της Αδριατικής.

Τα αφεντικά του χώρου –ο Michele απλώς το δούλευε–, για δικούς τους λόγους, αποφάσισαν να κλείσουν το Genovese το οποίο, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, τον τελευταίο καιρό είχε «κάνει κοιλιά» και να το μεταλλάξουν σε κάτι εκ προοιμίου θνησιγενές την ταυτότητα ή το όνομα του οποίου ποτέ κανείς δεν κατάλαβε. Γι’ αυτό κι έκλεισε πιο γρήγορα απ’ ό,τι άνοιξε. Στην πορεία όμως, γκρέμισαν το παλιό σπίτι και τον κήπο. Τώρα, στη θέση του λειτουργεί κάτι απρόσωπο, κρύο και χωρίς χαρακτήρα. Ας είμαι δίκαιος όμως. Μπορεί οι ιδιοκτήτες να ‘χουν χάσει κάποιο στοίχημα. Ή ένας ανισόρροπος ντεκορατέρ να κρατάει ομήρους τα παιδιά τους.  

Τέλος πάντων. Όπως είχα λοιπόν κάνει 150 φορές στο παρελθόν, μπήκα και κάθισα σ’ ένα απόμερο μικρό τραπέζι περιμένοντας τη γυναίκα μου. Στο λεπτό, με πλησίασε ο νεαρός maître d’ με το βλέμμα, τη γοητεία και το απεριόριστο κίνητρο κάποιου που το καλύτερο κομμάτι της δουλειάς του είναι να συμβουλεύεται ένα βιβλίο κρατήσεων για να μου πει σε ελαφρώς επιτιμητικό τόνο:

-        Καθίσατε μόνος σας, βλέπω.
-        Αμέ! Ντύθηκα και μόνος μου. Κι ήρθα κι ως εδώ μόνος μου!
-        Έχουμε κάνει κάποια κράτηση;
-        Φοβάμαι πως όχι. Δεν έχετε τραπέζι;
-        Δεν έχουμε κάνει κράτηση, ε;
-        Όχι. Δεν έχετε τραπέζι;
-        Έχουμε βαφτίσια σήμερα…
-        Μπράβο! Να σας ζήσει! Πώς το είπατε;
-        …και είμαστε φουλ.
-        Δηλαδή, δεν έχετε ελεύθερο τραπέζι;
-        Τέλος πάντων, καθίστε εδώ και θα δούμε τι θα κάνουμε (που μας κουβαληθήκατε τέτοια ώρα βραδιάτικα για να μας αναστατώσετε).

Εντάξει, αυτό στην παρένθεση δεν το είπε, τουλάχιστον όχι με το στόμα. Αλλά όπως καταλαβαίνετε, η βραδιά δεν ξεκίνησε με τον καλύτερο τρόπο. Πού ‘ναι τα χαμόγελα και οι αγκαλιές και τα “calispera, dottore” τού Michele; Πού ‘ναι εκείνα τα «πιάσε μια aglio, olio, pepperoncino. Και μη τη φοβηθείς. Abondante! Βάλε και τα πόμολα μέσα»; Πού ‘ναι τα antipastiapo to magazi!” κι εκείνο το σαλάμι “apo corio mou, pano apo Genova”;

Παρόλα αυτά, έχοντας πληροφορηθεί πως ο σεφ είναι, λέει, εγγονός του Τσελεμεντέ και ελπίζοντας πως τα γονίδια των μάγειρων περνούν από γενιά σε γενιά με μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ότι αυτά των πολιτικών για παράδειγμα, εκτίμησα τη χάρη που μου έκανε ο maître d’ και ετοιμάστηκα για μια πανδαισία γνήσιων ελληνικών γεύσεων.

Που ήταν οτιδήποτε άλλο παρά. Αυτό που πρέπει να καταλάβουν οι σεφ μαγαζιών όπως αυτό –τα οποία, αν έχεις εξοικειωθεί με την έφεση του νεοέλληνα στην υπερβολή, έχουν απόλυτα αναμενόμενα γεμίσει τον τόπο «πιάνοντας το πνεύμα των καιρών που θέλει μεζεδάκια, ρακές, τσίπουρα και ουζάκι και σε καλές τιμές», λέμε τώρα– είναι πως τα μικρά «πιάτα» που μοιράζεσαι με άλλους δεν είναι απλώς μικρότερες μεγάλες μερίδες. Οι γεύσεις –αλλά και η παρουσίαση– χρειάζεται να είναι πιο ξεκάθαρες, πιο αιχμηρές και πιο προκλητικές. Όλα τα πιάτα ήταν αδιάφορα, ουδέτερα και πρακτικά παρόμοια. Δύσκολα ξεχώριζες τη σαντορινιά φάβα από τη σιφνέικη ρεβυθάδα, τα μύδια στο τσακ κατάφερναν να εμφανιστούν στον πληθυντικό, ενώ οι ψητές σαρδέλες ήταν σαν να μασάς μασχάλη.

Σε τελική ανάλυση, οι γεύσεις του μαγαζιού (ας το πούμε Ελιάς Κουκούτσι μιας κι αυτό είναι το όνομά του) είχαν μεγαλύτερη ιδέα για τον εαυτό τους στον κατάλογο απ’ αυτή που τελικά μετέφεραν στον ουρανίσκο. Κι αυτό, σ’ ένα περιβάλλον που χρειάζεται επειγόντως ένεση –απ’ αυτές τις μεγάλες που ‘χουν για τα άλογα– ταυτότητας και ατμόσφαιρας. Το σέρβις ήταν καλό, αλλά η όλη εμπειρία θύμιζε ανοιχτή οντισιόν δυσδιάκριτων γευστικά και εμφανισιακά πιάτων σε μια ανάλογα δυσδιάκριτη σκηνή.

Δεν θα ‘μπαινα μάλιστα στον κόπο να τα γράψω όλα αυτά κατακαλόκαιρο αν δεν ήταν το ούζο. Διότι, για δυο μπουκαλάκια 200ml ούζου Πιτσιλαδή (το οποίο παρεμπιπτόντως θεωρώ το καλύτερο και αν κανείς από την Ποτοποιία Πιτσιλαδή στο Πλωμάρι δει αυτή την ολόγκριζα διαφήμιση και θελήσει να μου στείλει ένα-δυο κιβώτια να ‘ναι σίγουρος πως θα εκτιμηθούν δεόντως) χρεώθηκα €23,00 – ήτοι €11,50 το ένα! Το ξαναγράφω: €11,50 για 200ml! Ποσό που απογειώνει ένα μπουκάλι ούζου των 750ml στα χωράφια της Grey Goose, αν όχι του Dior. Με αποτέλεσμα να εκτοξεύσει τον λογαριασμό για τέσσερα-πέντε πιάτα ελληνικούς μεζέδες –το ακριβότερο από τα οποία ήταν πιθανότατα τα τηγανιτά μύδια– στα €60. Σε μαγαζί που «έχει πιάσει το πνεύμα των καιρών»...

Το πρόβλημα εδώ είναι πως για δεκαετίες είχαμε συνηθίσει να τρώμε μέτρια και να πληρώνουμε ακριβά σε μέρη που κατά κανόνα μοστράριζαν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Και παρά την κρίση, συνεχίζουμε –εντάξει, όχι εσείς– να τα δεχόμαστε όλα αυτά αδιαμαρτύρητα σαν αναπόσπαστο κομμάτι της αναψυχής μας. Από την άλλη, βλέποντας τον κόσμο που μπαίνει στο μαγαζί κάθε βράδυ, μπορεί και να κάνω πάλι λάθος και να μας αρέσει να τρώμε μέτρια και να πληρώνουμε ακριβά σε μέρη που συνεχίζουν να μοστράρουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Το τραβάει φαίνεται ο οργανισμός μας.

ΒΧ

ΥΓ Το άλλο πρωί, ρώτησα τον Α. τι έφαγε και κατάφερε να πληρώσει μόνο €10 το άτομο. «Μια τυρόπιτα, μια σαλάτα και δυο μπύρες»…

16/6/12

Πέντε κατηγορίες για 13 συνιστώσες


Πώς αλήθεια ανέβηκε ο ΣΥΡΙΖΑ από το 4 και το 5 στο 17% των προηγούμενων εκλογών και πώς αναμένεται να φτάσει τώρα το 25%, ή και παραπάνω; Ποιοι είναι επιτέλους όλοι αυτοί που θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ;

Ο καθένας βέβαια έχει τη γνώμη του. Δική μου είναι πως τον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα (η λέξη κλειδί εδώ είναι το «σήμερα») ψηφίζουν πέντε κατηγορίες Ελλήνων.

Η πρώτη είναι οι παραδοσιακοί, ή συνειδητοί, ή ανένταχτοι αριστεροί που, για διαφορετικούς λόγους ανά συνιστώσα του κόμματος, πιστεύουν πως η πρόοδος, η ευημερία, η σωστή διαχείριση του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων και το κοινωνικό κράτος στο σύνολό του οφείλουν να ξεκινούν από αριστερά. Θέση θεμιτή και απόλυτα σεβαστή. Αυτή ήταν άλλωστε που εξασφάλιζε στον συνασπισμό τα σταθερά μονοψήφια ποσοστά του σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις.

Η δεύτερη κατηγορία είναι αυτοί που θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ από θυμό, από οργή, από εκδικητικότητα, επειδή «δεν έχουν τίποτε άλλο να χάσουν», ή απλώς για να το «ρισκάρουν». Τζογάρουν έτσι στο «όλα ή τίποτα», με το «όλα» να μεταφράζεται στη νοσταλγία της πλασματικής ευημερίας των προηγουμένων δεκαετιών και το «τίποτα» στη δυστυχία της δραχμής, της απομόνωσης, της ανομίας και της αναρχίας.

Η αγαπητή μου Π., για παράδειγμα, με την οποία βέβαια έχουμε διαμετρικά αντίθετες απόψεις, γράφει: «Θα το ρισκάρω. Γιατί με έκαναν ατρόμητη, χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά, χωρίς μέλλον… Δεν φοβάμαι πια τίποτα. Γι’ αυτό θα το ρισκάρω».

Θα πω όμως εδώ πως η έλλειψη σωστής πληροφόρησης και γνώσης, σε συνδυασμό με το πείσμα και την οργή, οδηγεί στο να προτιμήσεις κάποιον που υπόσχεται ψεύτικους παραδείσους με ζουμερά ουρί και εξίσου ζουμερά πιλάφια.

Το αξιοπερίεργο είναι δε πως η κατηγορία αυτή ψηφοφόρων πείθεται –ή, αν και κλονίζεται, κάνει ότι πείθεται γιατί ίσως ντρέπεται να παραδεχτεί το αντίθετο– από ασυνάρτητα φληναφήματα μαθητευόμενων μάγων και ανεπάγγελτων λαϊκιστών δημοκόπων με ένσημα μόνο στην άρνηση, στις καταλήψεις, στην ανομία, στην αναρχία και στην αφισοκόλληση που λένε και ξελένε – γιατί το βλέπω απίθανο να ‘γιναν ξαφνικά όλοι αριστεροί από πεποίθηση.

Και στην τελική, αν θέλει κάποιος να ρισκάρει ας πάει στο πρακτορείο της γειτονιάς του να ρισκάρει μόνος του, κι όχι στην κάλπη παίρνοντας άλλους στον λαιμό του.

Τρίτη κατηγορία είναι αυτοί που ονειρεύονται το πασοκικό όραμα της ανδρεϊκής κραυγαλέας ανηθικότητας της δεκαετίας του ‘80, εξωραϊσμένης όμως τώρα, για ξεκάρφωμα, με φωτοστέφανο εξ ευωνύμων, γνωστοί πλέον και ως «Η 13η Συνιστώσα». Οι κρατικοδίαιτοι καρεκλοκένταυροι δηλαδή, οι συνδικαλιστές παλιάς κοπής, οι ψευτοαναπηροσυνταξιούχοι με τα εκατομμύρια επιδόματα δικών σας αποταμιεύσεων…

Αυτοί που ελπίζουν να «ξαναπιάσουν την καλή» που έχασαν, προσκολλημένοι ανερυθρίαστα σε οποιαδήποτε παράταξη που, έμμεσα ή άμεσα, τους υπόσχεται πως θα ξαναζήσουν ξανά κιμπάρικα, απομυζώντας ξανά το δικό σας και δικό μου χρήμα.

Αυτοί που, τριάντα χρόνια τώρα, συντήρησαν ένα κατεξοχήν αντιπαραγωγικό, αντιλειτουργικό και αντικοινωνικό κράτος-εμπόδιο που, αποσυνδέοντας την αποδοτικότητα από την ανταμοιβή, κατήργησε κάθε έννοια αξιοκρατίας και οδήγησε τον δημόσιο τομέα στη χρεωκοπία και τον ιδιωτικό στο απόλυτο αδιέξοδο.

Η τέταρτη –και πιο επικίνδυνη– κατηγορία είναι οι «πυρομανείς». Αυτοί δηλαδή που ψηφίζουν σήμερα ΣΥΡΙΖΑ με την ίδια ευκολία που θα ψήφιζαν χτες ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή αύριο Χρυσή Αυγή. Δικός τους στόχος είναι να τα δουν όλα να γίνονται «στάχτη και μπούρμπερη» όσο αυτοί απολαμβάνουν με υποδόριο το απαραίτητο φραπόγαλο στο οποίο είναι εξαρτημένοι.

Είχα την ατυχία να μιλήσω με μερικούς απ’ αυτούς, με ορισμένους μάλιστα που δεν αντιμετώπιζαν κανένα οικονομικό πρόβλημα, και το μοτίβο ήταν το ίδιο: «ΣΥΡΙΖΑ ρε, να καούνε όλα, στ’ αρ….α μου!» Επικίνδυνοι. Καλά που θα ΄χει καλό καιρό μπας και προτιμήσουν τις ρακέτες…

Πέμπτη, τέλος, κατηγορία είναι το λεγόμενο «λόμπι της δραχμής» που περιλαμβάνει από υπερχρεωμένους τακτοποιημένους μέχρι οργανωμένα συμφέροντα και μεγαλοαπατεώνες που έχουν βγάλει στο εξωτερικό όσα έχουν κονομήσει από το πελατειακό κράτος, ή απλώς από ρεμούλες και κομπίνες, και τώρα ελπίζουν είτε να χαθούν τα ίχνη τους στο χάος που θα ακολουθήσει όταν πτωχεύσει η χώρα, είτε απλώς να την αγοράσουν για μια μπουκιά ψωμί.   

Δεν πιστεύω στον ΣΥΡΙΖΑ. Θεωρώ πως αυτός ο διαρκώς και τυχοδιωκτικά μεταλλασσόμενος συνασπισμός με τις αλλοπρόσαλλες συνιστώσες, από το 2003 που δημιουργήθηκε, αν όχι από το 1995, δεν έχει προσφέρει τίποτε το θετικό στη χώρα.

Είμαι δε σίγουρος πως, είτε επιχειρήσει να «ακυρώσει άμεσα το μνημόνιο και τους εφαρμοστικούς του νόμους», είτε να το «αντικαταστήσει μ’ ένα εθνικό σχέδιο ανοικοδόμησης και ανάπτυξης [που θα είναι] αναγκαίο για να αποσοβηθεί η ανθρωπιστική κρίση της Ελλάδας και να διασωθεί το ενιαίο νόμισμα» θα τα κάνει στην καλύτερη περίπτωση μούσκεμα.

Τις τελευταίες μέρες έχουμε ακούσει ό,τι πιο τρελό και παλαβό από κορυφαία του στελέχη, είτε αυτό έχει να κάνει με την έξοδο από το ευρώ και την Ευρώπη (βλ. Λαφαζάνης, Θεωνάς), ή με την ανομία (βλ. Λάμπρου), ή με τη σχέση μας με την Τουρκία (βλ. «θα το ρισκάρουμε» του κ. Μπαλάφα), ή με το μεταναστευτικό (βλ. όλοι).

Αυτά εμένα με τρομάζουν.

Όσοι γνήσια απελπισμένοι θεωρούν πως στον ΣΥΡΙΖΑ θα βρουν τη σωτηρία από το υπαρκτό οικονομικοκοινωνικό αδιέξοδο το οποίο ζούμε θα απογοητευτούν βάναυσα, βλέποντας, και πολύ γρήγορα μάλιστα, το πόσο θεαματικά λίγα και επικίνδυνα ανίκανα είναι τα στελέχη που συνιστούν τις συνιστώσες του τα οποία ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα δεν φαντάζονταν πως μπορεί και να κληθούν να κυβερνήσουν.

Όσοι θεωρούν ότι έφτασε η ώρα που μια νέα, ηθική Αριστερά θα κυβερνήσει για τον λαό απομονώνοντας τους ανήθικους, αμετροεπείς βολεμένους του δικομματισμού, καλύτερα να ξαπλώσουν και να περιμένουν να τους περάσει.

Όσοι δε θεωρούν ότι «τους είδαμε και τους άλλους, ας δώσουμε και σ’ αυτούς μια ευκαιρία» ξεχνούν πού μας οδήγησε ένα παρόμοιο ρίσκο πριν 31 και 95 χρόνια, μια «ευκαιρία» τις συνέπειες της οποίας ακόμη πληρώνουμε.

Αυτό που πραγματικά διακυβεύεται σήμερα, ή πιο σωστά, διακηδεύεται, είναι η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση – το μόνο επίτευγμα της χώρας στη μεταπολιτευτική της περίοδο.

Κι ακόμη κι αν η Ευρώπη αλλάζει, εμείς δεν αλλάζουμε με τίποτε. Συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως όλος ο κόσμος συνωμοτεί εναντίον της πτωχής πλην τιμίας χώρας μας.

Συνεχίζουμε να μη βλέπουμε τα μοιραία μας, έμφυτα, αθεράπευτα ελαττώματα και αρνούμαστε να παραδεχτούμε πως στην πραγματικότητα δεν είμαστε πολύ παραπάνω από μια μικρή και διόλου αυτάρκης χώρα που θα πρέπει κάποτε να προσδιορίσει επιτέλους τον ρόλο της μέσα στον υπόλοιπο κόσμο.

ΒΧ

8/5/12

Και να τη η επόμενη μέρα, έφτασε!


Ωραίααα! Προσήλθαμε ησύχως στις κάλπες και ασκήσαμε το εκλογικό μας δικαίωμα, αναδεικνύοντας τον ΣΥΡΙΖΑ αξιωματική αντιπολίτευση και στέλνοντας τα λεβεντόπαιδα της Χρυσής Αυγής στα έδρανα που είχαν κοσμήσει με την παρουσία τους Βενιζέλοι, Καραμανλήδες (οι κανονικοί), Τρικούπηδες, Κύρκοι και Ηλιού. 

Και μας έκαναν κι εντύπωση όλα αυτά, μάλιστα, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Και τώρα τι; “Now what?”, που λέμε και στο facebook

Γεγονός είναι πάντως πως στις 6 Μαΐου πέθανε ο δικομματισμός –όσο δεν μοιράζει λεφτά και παροχές, τουλάχιστον– που είναι καλό λένε και ο κυρίαρχος λαός έστειλε ένα «ηχηρό μήνυμα». Προς τα πού και σε ποιον ακριβώς και με ποιο αποτέλεσμα δεν έχω καταλάβει ακόμη, αλλά μέσα στις επόμενες μέρες θα το μάθουμε κι αυτό.

Να δούμε όμως ποιος ήταν ο κυρίαρχος λαός; Γραμμένοι για να ψηφίσουμε ήμασταν περίπου 10 εκατομμύρια. 3,5 εκατ. απείχαν. Όσοι ψηφίσαμε λοιπόν ήμασταν 6,5 εκατ. Ένα 19% απ’ αυτά, ήτοι 1,3 εκατ., ψηφίσαμε κόμματα που έμειναν εκτός νυμφώνος. Άρα, στη Βουλή εκπροσωπούνται πλέον 5,2 εκατ. Έλληνες, το μισό περίπου όσων δικαιούνται να ψηφίσουν. Ο ένας στους δυο, αν προτιμάτε.

Είναι αυτό θλιβερό, ή δεν είναι; Δείχνει πόσο ανώριμος λαός, είμαστε ή όχι; Τι σας λέει το ότι 3,5 εκατ. Έλληνες, τη στιγμή που παίζεται το μέλλον το δικό τους και των παιδιών τους, πήγαν χτες για μπάνιο, είχαν να λουστούν, ή τους πήραν κάποιοι τις ταυτότητες; Γιατί, το να ζουν 3,5 εκατ. ανήμποροι και κατάκοιτοι ανάμεσά μας δεν το βλέπω. Εκτός κι αν ήταν αυτοί που τόσο καιρό έπαιρναν τα επιδόματα.

Η αγαπητή μου Μ. υποστηρίζει πως αν αυτές οι εκλογές γίνονταν  σε διαφορετική στιγμή, χωρίς δηλαδή την τρόικα να μας απειλεί (και χωρίς φυσικά εμείς να την έχουμε ανάγκη), θα ήταν ό,τι καλύτερο. Γιατί μειώθηκε η αυταρέσκεια του ΠΑΣΟΚ και εκμηδενίστηκε η υπεροψία της ΝΔ που, μέχρι και το πρωί της Κυριακής, έτρεφαν αυταπάτες για αυτοδυναμίες. Θα βάλουν κάτω τον πισινό τους (τον «κώλο» τους, έγραψε, αλλά εγώ δεν γράφω έτσι) και θα στύψουν τα μυαλά, που ορισμένοι απ’ αυτούς έχουν, για να φτιάξουν καινούρια σχήματα, αξιόπιστα και βιώσιμα. 

Σωστό είναι αυτό, αλλά οι εκλογές ΔΕΝ έγιναν σε διαφορετική στιγμή. Έγιναν σε τούτη εδώ την κρίσιμη. Όπου ψηφίσαμε σαν να μην αντιμετωπίζουμε κανέναν κίνδυνο. Σαν να μη συνεχίζει να επισείεται από πάνω μας η ρομφαία της χρεοκοπίας και της επιστροφής στη δραχμή. Σαν λεφτά (για μισθούς, συντάξεις, καύσιμα κ.λπ.) να υπάρχουν. Ψηφίσαμε σαν να μη πιστεύουμε ότι ακόμη κινδυνεύουμε. Ψηφίσαμε εκφράζοντας τον θυμό και την αγανάκτησή μας, αλλά όχι την αγωνία μας για το αύριο. Ψηφίσαμε σαν να συμμετείχαμε σε μια ακόμη ανώδυνη, διασκεδαστική και χωρίς συνέπειες δημοσκόπηση. Ψηφίσαμε σαν μην φανταζόμαστε καν την «επόμενη μέρα» της ακυβερνησίας και των άκαρπων διερευνητικών εντολών. Λες και με το που βγήκε ο ΣΥΡΙΖΑ δεύτερο κόμμα –και κυβέρνηση, πιθανότατα– ξεπεράσαμε την κρίση και θ’ αρχίσουμε ξανά να δένουμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα. 

Είναι σαφές ότι τα παραπάνω εκφράζουν τη δική μου άποψη και μόνο. Και ποιος μου λέει ότι είναι αυτή σωστή και ότι δεν είμαι εγώ ο αφελής και ανώριμος; Μπορούμε λοιπόν, εν πάση περιπτώσει, ν’ αφήσουμε τον κ. Τσίπρα να κυβερνήσει να δούμε τι πουλιά πιάνει; Γιατί έξω απ’ τον χορό πολλά τραγούδια λες. Και ποιος ξέρει; Μπορεί τελικά ο κ. Δραγασάκης, ο κ. Παπαδημούλης κι οι υπόλοιποι Σουσλόφ του ΣΥΡΙΖΑ να αποδειχτούν αντάξιοι, αν όχι θεαματικά ανώτεροι, των περιστάσεων και να μπορέσουν τελικά με κάποιο μαγικό τρόπο να μας βγάλουν ανώδυνα από την ύφεση. Πολύ φοβάμαι όμως ότι όσο ποθητή κι αν ήταν η Ρόδος, τόσο επώδυνο θα αποδειχτεί το πήδημα.

Και λίγα για τα υπόλοιπα κόμματα.
Το ΄χουμε ξαναπεί αυτό, αλλά αν το ΚΚΕ δεν κατάφερε ούτε και τώρα ν’ αυξήσει σημαντικά τα ποσοστά του, δεν θα το κάνει ποτέ πια. Οι κινητοποιήσεις του ΠΑΜΕ φαίνεται πως μόνο ενόχλησαν, ενώ τα «έξω από την Ευρώπη» και τα περί «κοινωνικοποίησης» του πλούτου, όσο να ‘ναι σκιάζουν.
Κι έχει καταλάβει κανείς τι ακριβώς θέλουν οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, εκτός από το να φωνασκούν; Βλέπω, για παράδειγμα, στην τηλεόραση τον κ. Μαρκόπουλο και δεν βγάζω άκρη. Θέλουν να κυβερνήσουν, να συνεργαστούν, ή απλώς να κατηγορούν όλους τους υπόλοιπους.
Όσο για τη Χρυσή Αυγή, όταν είχαμε να κάνουμε με το αυγό του φιδιού, όχι μόνο δεν το τσακίσαμε, αλλά το στείλαμε και να κυβερνήσει – με τον Αστέριο! Να δω τώρα τι θα κάνουμε με το ίδιο το φίδι. Ας πρόσεχαν αυτοί που το ψήφισαν, πολλοί από τους οποίους, έχοντας ήδη δει το βίντεο με τον αρχηγό, είμαι σίγουρος πως ήδη μετάνοιωσαν. Παρόλα αυτά, πιστεύω πως η Χρυσή Αυγή δεν θ' αργήσει θα αποδειχτεί επικίνδυνα, έστω, γραφική, θα κάνει κι αυτή τον κύκλο της, προκαλώντας και ενοχλώντας στο Κοινοβούλιο, και θα αυτοαναιρεθεί.
Τέλος, κρίμα που ο Στέφανος Μάνος και η Δράση δεν μπήκαν στη Βουλή. Κρίμα ακόμη που την ίδια τύχη είχαν και η ΔΗΣΥ και η Δημιουργία Ξανά. Ίσως την επόμενη φορά να τα βρουν και οι τρεις σ' έναν συνασπισμό κοινής λογικής. Και μακάρι όσοι πίστεψαν σ’ αυτούς και είπαν να ασχοληθούν με την πολιτική μπας κι αλλάξει κάτι, να μην απογοητευτούν.
Τελειώνοντας, όπως ήδη έγραψα, μπορεί χτες να τελείωσε ο δικομματισμός, αλλά από σήμερα κιόλας αρχίζει η απομυθοποίηση. Το ξέρω γιατί το είδα στην τηλεόραση…
ΒΧ

5/5/12

Θα ψηφίσω τη Δράση

Πάει αυτό, το είπα. Σκέφτομαι όμως πόσο τραγικό θα ‘ναι να μη μπει αυτή στη Βουλή, για ελάχιστες ψήφους (για μόλις ένα 0.5%, ας πούμε) επειδή μερικοί είτε θα φοβηθούν τους «κομμουνιστές», είτε θα ψηφίσουν τον Βαγγέλη για αντίβαρο του Αντώνη και τούμπαλιν. Αν αυτό το μισό τοις εκατό πάει σ’ ένα από τα «μεγάλα» κόμματα (τη ΝΔ, πιθανότατα), θα βγάλει αυτό έναν ακόμη βουλευτή απ’ το ίδιο χωνευτήρι των αμετανόητων, δευτεροκλασάτων, ανεπάγγελτων, ρουσφετολόγων πολιτικάντηδων που μας έφεραν εδώ που μας έφεραν. Αν όμως πάει στη Δράση, αν μη τι άλλο, θα βλέπουμε πλέον και θα ακούμε στη Βουλή οκτώ (8!) καινούριους, άφθαρτους, ικανούς, αξιόλογους ανθρώπους, με φρέσκες ιδέες, έτοιμους και πρόθυμους να προσφέρουν και να κριθούν. Σκεφτείτε το…

Η πιο μεγάλη ώρα

Εσείς λοιπόν τι θα κάνετε όταν τελειώσουν τα ψέματα κι η παπαρολογία η καμαρωτή κι έρθει η ώρα να κρυφτείτε πίσω από το παραβάν, μεθαύριο, Κυριακή του Παραλύτου; Θα συσπειρωθείτε με τους αμετανόητους ανόητους των κομμάτων-οπερέτα εν όψει της εξ ευωνύμων επερχόμενης «λαίλαπας», θα αφεθείτε να παρασυρθείτε από το ρυάκι-που-έγινε-ποτάμι-που-έγινε-τσουνάμι του λαϊκισμού, θα μολύνετε το Κοινοβούλιο στέλνοντας σ’ αυτό ευκαιριακούς, πατριδοκάπηλους νοσταλγούς του ολοκληρωτισμού, θα τιμωρήσετε τη χώρα –και όλους μας μαζί– σαν τον αγά που θύμωσε κι έκοψε τα δικά του αναπαραγωγικά όργανα, ή θα κάνετε, όπως έχετε το μοναδικό προνόμιο, αυτό που ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ πιστεύετε σωστό για να πάει μπροστά αυτός ο έρμος ο τόπος; Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν…

20/4/12

Η επόμενη μέρα


Έχετε καθίσει να σκεφτείτε πώς θα ‘ναι η επόμενη μέρα στη Βουλή; Όχι, γιατί έχετε και δουλειές, υποθέτω. Καλό είναι πάντως να αρχίσετε να το κάνετε γιατί όπως κι αν αυτή οριοθετηθεί χρονικά, τη βλέπω να ‘ρχεται βαριά συννεφιασμένη.

Για Κοινοβούλιο δέκα κομμάτων μιλάνε οι δημοσκόποι – που τελευταία κάνουν χρυσές δουλειές, αυτοί κι οι κλειδαράδες. Ακόμη κι αν επιβεβαιωθούν –πράγμα που δεν πολυπιστεύω γιατί απαντήσεις ελαχίστων τυχαίων σκοτισμένων σε δυσνόητες ερωτήσεις με μεγάλες λέξεις και πολλά σύμφωνα, εκφράζουν κυρίως μια περίσσια και ανώδυνη εκδικητικότητα– ποια απ’ αυτά τα κόμματα θα κυβερνήσουν;

Ποια θα εφαρμόσουν τις δεσμεύσεις της χώρας; Ποιο από τα δυο «μεγάλα» κόμματα θα ξυπνήσει την επομένη των εκλογών μ’ έναν φρέσκο χρώμα φιλελευθερισμού στα μάγουλά του; Και πώς θα πάει μπροστά τη χώρα, είτε μόνο του το κάνει αυτό είτε με παρέα; Και με ποιους; Με τους ίδιους χτεσινούς αναίσχυντους ρουσφετολόγους που ανενδοίαστα αλλάζουν θέσεις και κόμματα σαν φανέλες;

Και πώς θα σταθεί με αποτελεσματικότητα απέναντι στους χρεοκοπημένους εραστές της βλακείας, τους απολιθωμένους κομισάριους της εξίσωσης προς τα κάτω, τους καλοκάγαθους τροβαδούρους της απρόσωπης μετριότητας, τους καλοζωισμένους σουλτάνους του τυχοδιωκτισμού και τους φιλόπατρεις υμνητές της Kristallnacht και της Endlösung, φροντίζοντας στην πορεία να μείνει η χώρα στην Ευρώπη – και να μας παίρνει κι ο υπόλοιπος κόσμος στα σοβαρά;

Φαντάζεστε τι έχει να γίνει εκεί μέσα από τη στιγμή που με κάποιο μυστήριο τρόπο προκύψει κάποιο σχήμα διακυβέρνησης; Προκειμένου αυτό να μπορέσει να εφαρμόσει όσα υποσχεθήκαμε για να ξαναπάρουμε ζεστά λεφτά, στην καλύτερη περίπτωση θα δούμε ανίερες ευκαιριακές συμμαχίες του τύπου «ο Μήτσος κι εγώ κι όλοι σας», διαρκείας ημερών ή και ωρών ακόμη και με τα ανάλογα βέβαια οδυνηρά για τη χώρα ανταλλάγματα, ενώ στη χειρότερη φοβάμαι ότι θα ζήσουμε ξανά το καλοκαίρι του ’65, χωρίς μάλιστα την κομψοέπεια της εποχής.
   
Μέσα σ’ ένα πολιτικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από πολιτικούς ηγέτες κατώτερους κάθε περίστασης η οποία θα περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από αλόγιστες υποσχέσεις, βερμπαλιστικούς ακροβατισμούς (ακούω τον Βενιζέλο και θυμάμαι τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο να μιλάει στον Νίκο Ρίζο στην καθαρεύουσα και τον τελευταίο να αναρωτιέται «Άγγλος είναι;») και ξύλινο λόγο του τύπου «κάνε με πρωθυπουργό», ποιος λογικός άνθρωπος μπορεί να θεωρήσει τις εκλογές του Μαΐου λύτρωση, ή έστω λύση; Ποιος εχέφρων, όσο αισιόδοξος κι αν αισθάνεται, πιστεύει ότι η Δευτέρα θα ξημερώσει με φως ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον;

«Και τι προτείνεις, δηλαδή, να μη γίνουν;» θα μου πείτε. Αλίμονο! Εμείς πρέπει να είμαστε αυτοί που θα αποφασίσουμε  για τη μοίρα μας. Ο κυρίαρχος λαός. Κανένας Μπαρόζο, καμία Λαγκάρντ και κανένας Σόιμπλε. Με αξιέπαινη σεμνότητα αναγκάστηκαν άλλωστε να το παραδεχτούν και οι ίδιοι!

Θα ήθελα μόνο δύο πράγματα: το πρώτο είναι, πριν την 6η Μαΐου, να βρούμε όλοι λίγα λεπτά, για αναλογιστούμε με ηρεμία τις συνέπειες της ψήφου μας σαν αυτή να ήταν η μόνη που θα μετρούσε. Σαν να ψηφίζαμε δηλαδή μόνο εμείς. Απλοϊκός συλλογισμός, ναι, αλλά μόνο έτσι μπορεί κάποιος να καταλάβει τη δύναμη μιας ψήφου. Και όταν έρθει ή ώρα να περάσουμε πίσω από το παραβάν, με την ευθύνη που μας αναλογεί να της δώσουμε την βαρύτητα που της αξίζει.

Όσο για το δεύτερο, ακόμη κι αν πολλοί από μας απείχαμε από προηγούμενες εκλογές, αυτή τη φορά θα ήθελα να ψηφίσουμε όλοι. Όσοι τουλάχιστον πραγματικά αγαπάμε αυτή την πατρίδα. Όσοι προτιμάμε τη δημιουργία από την καταστροφή. Την ανάπτυξη από την αποδόμηση. Τη σύνεση από την άρνηση. Την ελευθερία από την αναρχία. Τη δημοκρατία από τον ολοκληρωτισμό… Οι άλλοι ας πάνε για μπάνιο.

ΒΧ