Πριν λίγες μέρες χρειάστηκε να μεταφέρω ένα
ογκώδες, βαρύ και ανεκτίμητο κομμάτι κληρονομικής επίπλωσης. Στην αρχή,
σκέφτηκα να πάω εδώ παρακάτω, στη Γλυφάδα, και να μισθώσω ένα απ’ αυτά τα
φορτηγά που γράφουν στον μουσαμά «ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ-ΤΑΚΟΜΙΣΕΙΣ», παιχνιδίζοντας ευρηματικά
με το κοινό «ΜΕ».
Αλλά επειδή αφενός είμαι γενικά μετρημένος με
τα λεφτά –τελευταία ακόμη περισσότερο– και αφετέρου το ως άνω έπιπλο είναι
πλέον ανεκτίμητο, είπα να δω πρώτα μήπως συμφέρει να νοικιάσω ένα μεγαλούτσικο van, τύπου Transit, Ducato, Sprinter κ.λπ.) Είδα ότι συνέφερε και νοίκιασα.
Και επειδή σε βλέπω, αγαπητέ follower, να
αναρωτιέσαι πώς είναι να οδηγείς (και, για λίγες μέρες, να ζεις) με μια
«κλούβα», σκέφτηκα να μοιραστώ μαζί σου την εμπειρία, χωρισμένη μάλιστα σε
κεφάλαια για να είναι και πιο εύπεπτη.
Μπαίνοντας
Η είσοδος,
αναρρίχηση σωστότερα, σ’ ένα τέτοιο αυτοκίνητο απαιτεί τρία βήματα:
(1) Ξεκλειδώνεις την πόρτα. Κάτι που γίνεται
βάζοντας το κλειδί στην κλειδαριά –άκου τώρα κάτι πράγματα– μιας και ο
εξοπλισμός άνεσης ενός τέτοιου αυτοκινήτου καθορίζεται πιθανότατα από τις
απολύτως απαραίτητες κοινοτικές προδιαγραφές ασφαλείας.
(2) Ανοίγεις την πόρτα. Η οποία, στο συγκεκριμένο
van τουλάχιστον, είναι κατασκευασμένη από τα
φθηνότερα δυνατόν υλικά και κατά συνέπεια ζυγίζει όσο περίπου ένα ταψί, άντε
δυο.
(3) Εν τέλει αναρριχάσαι και αντικρύζεις το…
Εσωτερικό
Το οποίο, σ’ ένα τέτοιο αυτοκίνητο, ένας
αρχαίος Σπαρτιάτης θα χαρακτήριζε πλούσιο. Και το οποίο, για τους
καλομαθημένους αυτοκινητικούς γραφιάδες, μεταφράζεται σε «για όνομα,
χειροκίνητα ρυθμίζονται οι καθρέφτες;»
Ρύθμιση, βέβαια, που απαιτεί σημαντικό
χωροχρόνο αφού, για να φτάσεις τον καθρέφτη της πόρτας του συνοδηγού, πρέπει να
συρθείς πάνω από δυο καθίσματα, ένα κεντρικό υποβραχιόνιο (αν είσαι τυχερός –
δεν είσαι), αποφεύγοντας τυχόν λεβιέδες ταχυτήτων και χειρόφρενα. Ή να έχεις
πολύ μακριά χέρια. Ή πρόχειρο selfie-stick.
Κάνοντας
όπισθεν
Διότι θα έρθει η στιγμή που θα χρειαστεί να
κάνεις και όπισθεν. Κάτι που συνιστά σημαντικό πρόβλημα, οφειλόμενο κυρίως
στους προαναφερθέντες, χειροκίνητα ρυθμιζόμενους, εξωτερικούς καθρέφτες. Και να
τι ακολουθεί:
(1) Βάζεις όπισθεν – εύκολο.
(2) Διαπιστώνεις πως το να επιχειρείς να
κοιτάξεις προς τα πίσω σε μια «κλούβα» είναι σαν να μπαίνεις σε δρόμο με κίνηση
μ’ ένα μεγάλο SUV, ας πούμε, έχοντας όμως καλύψει τα παράθυρα με χαρτόνια.
(3) Εξ ανάγκης, καταφεύγεις στους εξωτερικούς
καθρέφτες που συνειδητοποιείς πως κοιτάνε αλλού γι αλλού.
(4) Βάζεις νεκρά, σέρνεσαι στην άλλη μπάντα (πάνω
από δυο καθίσματα, ένα κεντρικό υποβραχιόνιο, αποφεύγοντας τυχόν λεβιέδες
ταχυτήτων και χειρόφρενα) και ρυθμίζεις ξανά τον δεξιό καθρέφτη.
(5) Επιστρέφεις στη θέση του οδηγού απ’ όπου ανακαλύπτεις
πως δεν τον έχεις ρυθμίσει σωστά.
(6) Λες «δεν γ…έται» και κάνεις όπισθεν κι
ό,τι προκύψει.
(7) Ακόμη κι αν είσαι σε αλάνα, συναντάς τον μοναδικό στύλο της περιοχής.
Τα εφτά αυτά βήματα είναι απολύτως
αναπόφευκτα. Κατά συνέπεια, αγαπητέ follower, αν ποτέ βρεθείς στο τιμόνι ενός
τέτοιου τυφλού van, συνιστώ να προγραμματίζεις τις διαδρομές σου έτσι ώστε να μην
χρειαστεί ποτέ να κάνεις όπισθεν.
Οδηγώντας
Είναι να ξεκινήσεις. Άπαξ και βγεις στον δρόμο,
η οδήγηση (προς τα εμπρός) δεν είναι και τόσο δύσκολη. Για παράδειγμα, κινείσαι
στην εθνική με καμιά 120αριά, όπως σ’ ένα κανονικό αυτοκίνητο, βλέπεις από το
παρμπρίζ σου, όπως σ’ ένα κανονικό αυτοκίνητο, και τσεκάρεις τον εσωτερικό σου
καθρέφτη, όπως σ’ ένα κανονικό αυτοκίνητο. Απολαμβάνοντας εδώ το θέαμα ενός
μακριού, σκοτεινού δωματίου το οποίο (αν είσαι τυχερός – δεν είσαι) στην άλλη του
άκρη μπορεί να έχει κι ένα δυο παράθυρα-πολεμίστρες.
Πέραν αυτού, όλα καλά. Μέχρι να χρειαστεί να
αλλάξεις λωρίδα. Διαδικασία που απαιτεί εξοικείωση. Για να την επιτελέσεις με
ασφάλεια, κοιτάς τους καθρέφτες, βγάζεις φλας, ξανακοιτάς τους καθρέφτες,
ξαναβγάζεις φλας, και όταν έχεις πλέον σιγουρευτείς πως είναι ασφαλές να
αλλάξεις λωρίδα, αλλάζεις. Κλείνοντας τα μάτια.
Σοβαρά πάντως, το πρόβλημα με αυτού του τύπου
τα van είναι ότι το εκλαμβανόμενο προφίλ του τυπικού οδηγού τους (ειδικά
αυτών των εταιρειών courier και των άλλων με τα αυτοκόλλητα «Συχνές
Στάσεις» – ένα «Οπουδήποτε» θα το πρόσθετα) είναι τόσο βαθιά ριζωμένο στη
συνείδηση των υπολοίπων χρηστών των δρόμων, με αποτέλεσμα το προφίλ του
αυτοκινήτου να υπερισχύει εκείνου του οδηγού.
Έτσι, όλοι θεωρούν πως όποιος οδηγεί τέτοιο van οδηγεί σαν μαλάκας. Ακόμη κι όταν έχει απλώς νοικιάσει ένα τέτοιο για
μια-δυο μέρες και είναι κανονικός άνθρωπος, με τρόπους. Ενδεικτικά, σε βαριά
κίνηση στη λ. Ευελπίδων, το γένος Βάρης-Κορωπίου, σχεδόν σταμάτησα για να
επιτρέψω σε μια κυρία μ’ ένα τζιπ να βγει από το Jumbo και δεν πίστευε στα μάτια της. Τέλος πάντων, πάμε παρακάτω. Στο…
Παρκάρισμα
Κάποια στιγμή θα χρειαστεί βέβαια να
παρκάρεις. Κάτι που επιτελείται σε μέρη όπου είτε μπορείς να παρκάρεις
απευθείας με τη «μούρη» είτε υπάρχει χώρος αρκετός για δεξαμενόπλοιο. Εκτός
βέβαια κι αν επιστρέφεις το αυτοκίνητο πίσω στην εταιρεία ενοικίασης. Οπότε το
παρατάς όπου βρεις μιας και δεν πρόκειται να το οδηγήσεις ξανά.
Όχι τίποτε άλλο, αλλά πάνω που άρχισες να το
συνηθίζεις δηλαδή…